Ενώ το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε για απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, η Αττικό Μετρό επίσης αμφισβητεί την επάρκεια της in situ πρότασης, και τον τρόπο στήριξης των αρχαιοτήτων.
Στην έκθεση 200 σελίδων, η «Αττικό Μετρό» υποστηρίζει η πρόταση κατασκευής ήταν τεχνικά ανεπαρκώς τεκμηριωμένη, δημιουργώντας κινδύνους για τις αρχαιότητες αλλά και για την ασφαλή λειτουργία του μετρό. Η εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσίευσε σημεία της επιχειρηματολογίας της «Αττικό Μετρό», όπου παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες υπέρ της κατασκευής του σταθμού μετά την απόσπαση των αρχαιοτήτων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της «Αττικό Μετρό», η in situ λύση διακρίνεται από σημαντικές αβεβαιότητες, που την καθιστούν ανέφικτη: «Κατά την εκσκαφή και προσωρινή αντιστήριξη με την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων δεν υπάρχει διαβεβαίωση για την ασφαλή κατασκευή του υποκείμενου των αρχαιοτήτων σταθμού, καθ' όσον η υποβληθείσα μελέτη έχει αγνοήσει σημαντικούς παράγοντες καθιζήσεων, ένας εκ των οποίων είναι και το δημιουργούμενο κενό κατά τη διάρκεια εκσκαφής των μικροσηράγγων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Επιπλέον, η «Αττικό Μετρό» κάνει αναφορά στις δονήσεις και τους κραδασμούς που θα προκληθούν, επικαλούμενη τη μελέτη του καθηγητή του ΕΜΠ, Π. Καρύδη, σύμφωνα με την οποία οι παραγόμενοι κραδασμοί «αγγίζουν ή και υπερβαίνουν την επιτάχυνση της βαρύτητας 1,0g. Τούτο σημαίνει ότι επέρχεται απώλεια τριβής με το έδαφος έδρασης και οι αρχαιότητες μετατοπίζονται, περιστρέφονται, ανατρέπονται και τελικώς υποχωρούν ανώμαλα μέσα στο έδαφος. Το στρώμα των 3 μέτρων που μεσολαβεί μεταξύ των οριζόντιων χαλύβδινων σωλήνων και των κατά χώρα διατηρούμενων αρχαιοτήτων είναι στρώμα τεχνητών αποθέσεων, δηλαδή αδυνατεί να "μονώσει" τις αρχαιότητες από τους κραδασμούς».
Άλλο ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η επίδραση των εργασιών στις σήραγγες κατά τη λειτουργία του μετρό, καθώς μια πολύ μικρή μετακίνηση ή παραμόρφωση των σηράγγων (της τάξεως των λίγων χιλιοστών) μπορεί να οδηγήσει σε εκτροχιασμό τρένων.
Ευκολότερη η απόσπαση και η επανατοποθέτηση
Η λύση της απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου παρουσιάζεται ως ευκολότερη και ταχύτερη από την «Αττικό Μετρό», καθώς σύμφωνα με την εταιρεία, τα αρχαία θα επανατοποθετηθούν κατά 92% και θα αναδειχθούν περίπου με τον ίδιο τρόπο που προέβλεπε η προηγούμενη λύση.
Σύμφωνα με την έκθεση της «Αττικό Μετρό» που αποκλείει το ενδεχόμενο κατάργησης του συγκεκριμένου σταθμού, ο σταθμός θα έχει ένα «μεσοπάτωμα» (ένα πατάρι) για τη θέαση των αρχαιοτήτων και στη συνέχεια αποτελείται από τέσσερα επίπεδα, δηλαδή ένα περισσότερο από τον αρχικό σχεδιασμό: στο πρώτο θα βρίσκονται οι αρχαιότητες (με κάποιους επιπλέον χώρους για την ανάδειξη ευρημάτων σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου, στη βόρεια και νότια είσοδο). Στο δεύτερο υπόγειο θα τοποθετηθούν τα εκδοτήρια, στο τρίτο οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις και στο τέταρτο οι αποβάθρες. «Δυνητικά, υπάρχει η δυνατότητα ανάδειξης αρχαιοτήτων κάτω από το επίπεδο της αποβάθρας, αλλά σε περιορισμένο βάθος».
Ως προς τη μέθοδο κατασκευής, ξεκινάει με την απομάκρυνση των αρχαιοτήτων και συνεχίζεται με την αρχαιολογική ανασκαφή του υποκείμενου επιπέδου και, όταν αυτή ολοκληρωθεί, με την εκσκαφή και κατασκευή των κατώτερων επιπέδων, με τον ίδιο τρόπο που έχει πραγματοποιηθεί στους υπόλοιπους σταθμούς.
Ως προς το χρονοδιάγραμμα του έργου, «η εκτίμηση της μετάθεσης ολοκλήρωσης της δοκιμαστικής λειτουργίας με το σενάριο in situ διατήρησης των αρχαιοτήτων είναι ότι αυτή παρατείνεται έως τα τέλη του 2026», ενώ με την απόσπαση «έως τον Απρίλιο του 2023 (...) με πολύ μικρές αβεβαιότητες και κινδύνους (ρίσκα)». Οικονομικά, η λύση της in situ εκτιμάται ότι θα κοστίσει περί τα 99 εκατ. ευρώ (ή 124 εκατ. ευρώ, αν συνυπολογιστεί το πρόσθετο κόστος για τη λειτουργία σε τρεις φάσεις), σε σχέση με την απόσπαση, που κοστολογείται περί τα 70 εκατ. ευρώ.
Με πληροφορίες από «Καθημερινή»