Παρ ’ολίγον να τυλιχτεί στις φλόγες χθες η ξακουστή μονή του Οσίου Λουκά, το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό συγκρότημα των μεσοβυζαντινών χρόνων στον ελληνικό χώρο, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η πυρκαγιά που μαινόταν στην περιοχή του Δήμου Διστόμου-Αράχοβας- Αντίκυρας Βοιωτίας έφτασε σε σημείο να απειλεί τα κτίρια της ξακουστής Μονής, ενώ σύμφωνα με τη σημερινή ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, η φωτιά έβλαψε τμήμα του περιβάλλοντος χώρου, κατέκαψε τη στέγη του εγκαταλελειμμένου κελιού του μοναχού Ιωασάφ, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πτέρυγας της Μονής, με αποτέλεσμα την κατάρρευση του κτηρίου, ενώ προκάλεσε και σημαντικές βλάβες στους χώρους υγιεινής των επισκεπτών.
Ως εκ τούτου, ο αρχαιολογικός χώρος θα παραμείνει κλειστός για το κοινό μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες καθαρισμού και αποκατάστασης των ζημιών.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, το Καθολικό της Μονής, ο Ναός της Παναγίας, η Κρύπτη, το Φωτάναμα, το Βορδονάρειο και οι Βορειοανατολικές Στοές δεν υπέστησαν βλάβη από την φωτιά, και χάρη στις ενέργειες του προσωπικού της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας επισκέπτες και προσκυνητές, που εκείνη την ώρα βρίσκονταν εντός της Μονής απομακρύνθηκαν έγκαιρα από το μνημείο.
Παρότι η Μονή του Οσίου Λουκά έχει συμπεριληφθεί στα μνημεία που μελετά η κοινή ομάδα εργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, μέσω ειδικού μνημονίου συνεργασίας και με την επιστημονική συνεργασία του Πανεπιστημίου Αθηνών, η μελέτη πυρόσβεσης που το αφορούσε εξακολουθούσε να παραμένει στα χαρτιά.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού αναφέρει πως η σχετική μελέτη «εκπονήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, ελέγχθηκε αρμοδίως από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, και επικαιροποιήθηκε», ωστόσο όπως επισημαίνει αργότερα «επίκειται η εισαγωγή της στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, προκειμένου αμέσως μετά να ξεκινήσει η διαδικασία δημοπράτησης του έργου».
Η ξακουστή Μονή του Οσίου Λουκά βρίσκεται φωλιασμένη στη δυτική πλαγιά του Ελικώνα, απέναντι από τον Παρνασσό και σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από την Λειβαδιά.
Λόγω της θαυμάσιας αρχιτεκτονικής του καθώς και των πολύτιμων ψηφιδωτών, τοιχογραφιών και γλυπτών που συνθέτουν τον διάκοσμό του, το μνημείο συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα μοναστηριακά συγκροτήματα των Βαλκανίων. Μαζί με τη Νέα Μονή Χίου και τη Μονή Δαφνίου, είναι τα μόνα ελληνικά μοναστήρια που περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Η ίδρυση της μονής συνδέεται με την παρουσία του τοπικού χαρισματικού οσίου Λουκά Στειριώτη, που μόνασε εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 947 έως το 953. Η ολοκλήρωση και ο διάκοσμός της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, που σήμερα ταυτίζεται με την κρύπτη, πραγματοποιήθηκαν το 955, λίγο μετά τον θάνατο του οσίου, από τους μοναχούς, οι οποίοι επίσης μετέτρεψαν το κελί του σε σταυροειδές ευκτήριο και οργάνωσαν τη μοναστηριακή κοινότητα.
Με την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, το 961 ανεγέρθηκε ο δεύτερος ναός του συγκροτήματος, αφιερωμένος στην Παναγία, ένα έργο που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ρωμανό Β΄. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, μετά το 1204, στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν Λατίνοι μοναχοί, ενώ στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας επανήλθε στην ορθόδοξη λατρεία και πραγματοποιήθηκαν επισκευές και επεκτάσεις των κτηρίων. Η μονή, μάλιστα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Το μοναστηριακό συγκρότημα περιλαμβάνει δύο εκκλησίες. Η μικρότερη, στα βόρεια, είναι αφιερωμένη στην Παναγία, χρονολογείται στον 10ο αιώνα και ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο που στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. Από την άλλη το καθολικό, η νότια και μεγαλύτερη εκκλησία, είναι διώροφο και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του λεγόμενου «ηπειρωτικού» οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, ενώ ο ψηφιδωτός διάκοσμός του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα σύνολα. Εντυπωσιακός είναι και ο πλούσιος εξωτερικός κεραμοπλαστικός διάκοσμός της, με τα γράμματα αραβικής γραφής, καθώς και ο μαρμάρινος τρούλος της. Στο εσωτερικό της, το μαρμάρινο τέμπλο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης του 10ου αιώνα, ενώ στο διακονικό διατηρούνται λίγες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα διακοσμούνται και τα παρεκκλήσια και η κρύπτη της Μονής, ενώ η τοιχογραφία του Ιησού του Ναυή, που βρίσκεται δίπλα στον τάφο του οσίου, χρονολογείται στον 10ο αιώνα. Στο σημείο όπου το καθολικό ενώνεται με τον δεύτερο ναό, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, υπάρχει σήμερα το λείψανο του οσίου, που προσελκύει τακτικά πλήθη προσκυνητών. Το συγκρότημα περιλαμβάνει ακόμη πολλούς βοηθητικούς χώρους και κελιά, ενώ στην αναστηλωμένη τράπεζά του λειτουργεί μουσείο γλυπτών.
Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών