Όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, κάθε Τρίτη βράδυ παρακολουθούσαμε με τον παππού μου– σε κλίμα κατάνυξης — τις εκπομπές του Πλεύρη στο Tele City. Η ελληνική μυθολογία έσκαγε μας μπροστά μας σαν την ανατομία ενός εγκλήματος – μια ιστορία μέσα στην ιστορία — ο μυθικός χρόνος αναποδογυρίζονταν σαν ένα ασανσέρ στο κενό: η Αρχαία Ελλάδα ήταν μια φουτουριστική ουτοπία και τα ομηρικά έπη το hand-book ενός τεχνολογικού θαύματος.
Η θεά Αθηνά – σύμφωνα με τον τηλε-ναζί — πετούσε ψηλά στον ουρανό φορώντας μια πτητική συσκευή-μανδύα, οι πόρτες άνοιγαν αυτόματα στο παλάτι του Οδυσσέα και τα αγγεία αποτελούσαν συσκευές ήχου – επίτηδες φτιαγμένες έτσι για να απομαγνητοφωνηθούν από τους μελετητές του μέλλοντος. Οι Έλληνες ήταν γενικά μια υπερφυσική φυλή από άλλο γαλαξία. Στην τηλεοπτική οθόνη άστραφτε ένα εθνικισμός πέρα από το διάστημα — σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους κομμουνιστές– αλλά κυρίως τους Εβραίους (που προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι ελληνικό αλφάβητο το πήραμε από τους Φοίνικες – χα ας γελάσω!).
Και μετά, μια μέρα πέθανε ο Χατζιδάκις.
Και τότε, η τηλεοπτική αφήγηση του Πλεύρη ανακατεύτηκε με μια άλλη υπερφυσική εξ-ιστορήση του παρελθόντος. Μέσα από τα ραδιόφωνα η μουσική του Χατζιδάκι μπήκε στο σπίτι μας σα συνειρμικός σίφουνας. Αντί για ιστορία, με έσκασε τώρα μια μνήμη, ένα μνημόσυνο μέσα σε μνημόσυνο. Πολλά, πολλά χρόνια πριν το γυμνάσιο, πολύ καιρό πριν το δημοτικό, μια μέρα που η Αρλέτα τραγουδούσε στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου ‘ήσουν παιδί σαν το Χριστό’– η μαμά πήγε να κάνει παρέα με το Χριστό, σπρωγμένη από ένα τρένο που πετάχτηκε από το πουθενά και μας χτύπησε στη διάβαση. Το κασετόφωνο έγινε σμπαράλια, όμως η κασέτα σώθηκε– και έγινε κειμήλιο.
Δε βλέπεις τι έκανε ο Χατζιδάκις...έζησε ανάμεσα σε συντηρητικούς, δογματικούς και αρχομανείς ανθρώπους – σαν αυτούς δηλαδή που τώρα υπερασπίζονται το έργο του και μιλάνε εξ ονόματος του...αλλά εκείνος δε χαμπάριαζε τίποτα—έπαιζε διαρκώς με τα πάντα.
Τη μέρα που ο Χατζιδάκις πήγε να κάνει παρέα με τη μαμά μου, η μουσική του πλημμύρισε ξανά το σπίτι μας– πέρασε μέσα από διαφημιστικά σποτ για μασαζο-καλσόν– και ενώθηκε με το τηλεοπτικό science-fiction του Tele city. Έτσι έπαψε να πια να είναι συνηθισμένο ενθύμιο. Μπροστά μου τώρα είχα μια ακουστική συσκευή νοήματος– κάτι αντίστοιχο με τα ‘αρχαία αγγεία-μαγνητόφωνα’ — ένα μυστικό ηχητικό αρχείο, ένα κρυπτογραφημένο σημειωματάριο για τη ζωή και τη προσωπικότητα της μαμάς μου.
Ήταν ολοφάνερη η τακτική της: είχε αφήσει τον εαυτό της βαθιά κρυμμένο μέσα σε αυτά τα τραγούδια, όπως ένας νευρομάντης στο μάτριξ. ‘Ήταν επείγον λοιπόν να τα αποκρυπτογραφήσω– για να μπορέσω να της συνομιλήσω. Η μαμά μου ζούσε μέσα στη μουσική του Χατζιδάκι, όπως ένα άβαταρ που άφησε για πάντα το σώμα του προκειμένου να ζήσει μέσα σε ένα ψηφιακό τοπίο.
Έτσι ξεκίνησε ένα ατελείωτο κυνήγι χαμένου ήχου και μνήμης. Έψαξα παντού για στοιχεία: μέσα σε περιοδικά και συνεντεύξεις — το τεύχος της Οδός Πανός — το ‘Καθρέφτη και το Μαχαίρι’ – σε εκπομπές, αφιερώματα και άρθρα. Καθώς έψαχνα για απαντήσεις– για χαμένα αποτυπώματα – για μια συνομιλία φιλική [άραγε κάπνιζε και άκουγε μουσική; σφουγγάριζε και καθάριζε πατάτες;] συνέθεσα αποσπασματικές πληροφορίες– συνέδεσα τους κρίκους μιας συνομωσιολογικής μηχανορραφίας. Και έτσι πέρασα από τον υπερ-διαστημικό εθνικισμό του Πλεύρη στον υπε-κοσμικό σύμπαν του Χατζιδάκι. Αυτό με προσγείωσε σε μια άλλη ανάγνωση της μουσικής και της ιστορίας – κυρίως σε μια άλλη χορογραφία του μυστικιστικού, του αλλοπρόσαλλου και του συγκινησιακού…
Έμαθα ας πούμε ότι το εγχείρημα του Χατζιδάκι δεν ήταν η κατασκευή μιας μουσικής – αλλά ενός ενός βιώματος. Οι μινόρε ιδιωματικές παρεκκλίσεις–η προσαρμογή του Μπαχ στο Μελόδραμα– δεν ήταν ακριβώς ένα επίτευγμα ήχου αλλά γλώσσας— ο Χατζιδάκις φιλοτέχνησε τη συγκινησιακή προπαιδεία, την ηχητική αλφάβητο, το εκστατικό χάρακα μιας εποχής, μιας συλλογικής συνείδησης. και κυρίως μιας επανένωσης: του χαμηλού με το υψηλό, του παλιού με το νέο, του χαζοχαρούμενου με το δραματικό, του ελληνικού με το κοσμοπολίτικο, του κινηματογραφικού με το ποιητικό.
Έτσι εγκαινιάστηκε μια επιστημονική φαντασία για το μετεμφυλιακό "έθνος" μέσα από μια σειρά από ηχοχρώματα. Το τραγούδι λειτούργησε σα το παραμιλητό ενός μέντιουμ συνδέοντας τους νεκρούς και του ζωντανούς μιας αχαλίνωτης οικογένειας. Δεν ήταν ακριβώς ένα μουσικό–αισθητικό επίτευγμα, ήταν περισσότερο ένα εργαλείο αυτο-κατανόησης– μια μεταφυσική του παρόντος από νότες. Αθροίζοντας την πολυ-παρουσία του, την περσόνα του και τη συναισθητική του παρέμβαση– στο ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και τα περιοδικά– ο Χατζηδάκης προ-οικονόμησε τη σύγχρονη διάχυση του αισθητικού, δηλαδή, την αντίληψη της τέχνης ως τρόπου ζωής– ως ονειρικού ξεσαλώματος.
Μουσική δεν είναι η ικανότητα να διαβάζεις νότες αλλά η ικανότητα να ξεφυλλίζεις την προσωπικότητα σαν ένα εικονογραφημένο βιβλίο – να μετατρέπεις το σώμα σου σε ένα ιστότοπο, σε έναν σύνθημα στον τοίχο, σε μια αχνο-γραφία στο τζάμι του λεωφορείου. Κάτι σαν την θραυσματική αυτο-έκφραση του facebook, το εικαστικό ψωνιστήρι του ιντερνετ, την avant-garde μικροαστία των insta-grams .. μια τεθλασμένη βιβλιοθήκη εμπειριών και αναμνήσεων..
Υπό αυτούς τους όρους, ο Χατζιδάκις αποτέλεσε ένα ορόσημο στη γέννηση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λυρικό, ηδονοθηρικό, σουρεαλιστικό μικροαστισμό. Αν κάποια μέρα καταφέρουμε μελετήσουμε αυτό το επίτευγμα–όχι ως κειμήλιο—αλλά ως γλώσσα, τότε θα μπορέσουμε να επίσης συνομιλήσουμε με τη πεθαμένη μητέρα μας και να συμφιλιωθούμε με το έγκλημα – με το έγκλημα ενός κακοσχεδιασμένου επαρχιακού δρόμου, το έγκλημα της δημόσιας εκπαίδευσης, το έγκλημα της φασιστικής τηλεόρασης, της γειτονιάς, της τάξης μας—κυρίως το έγκλημα της ιστορίας.
Και ταυτόχρονα θα καταφέρουμε να συνομιλήσουμε με το θαύμα αυτού του παζλ, την έγχρωμη ιδιοσυστασία του, τη μοντερνικότητα του…
Κάτι αντίστοιχο μου είπε η η μάνα μου την τελευταία φορά που συνομιλήσαμε– συναντηθήκαμε πρόσφατα μέσα σε ένα κινηματογραφικό στιγμιότυπο– η Αλίκη Βουγιουκλάκη τραγουδούσε το "Καροτσέρη, Καροτσέρη άσε το Καμουστίκι από το χέρι"– πάνω σε ένα κάρο κάπου στην Κων/πολη. Μου είπε λοιπόν, σταμάτα να αυτο-μαστιγώνεσαι — σταμάτα να πιέζεις καταστάσεις – άσε την ιστορία να κυλήσει σα μουσική.
Κάνε στην εποχή σου αυτό που έκανε ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ με τις αισθήσεις του: να μετατρέπεις κάθε σου βασανιστήριο σε προθάλαμο ανατρεπτικού νοήματος... Δε βλέπεις τι έκανε ο Χατζιδάκις...έζησε ανάμεσα σε συντηρητικούς, δογματικούς και αρχομανείς ανθρώπους – σαν αυτούς δηλαδή που τώρα υπερασπίζονται το έργο του και μιλάνε εξ ονόματος του…αλλά εκείνος δε χαμπάριαζε τίποτα—έπαιζε διαρκώς με τα πάντα.
Μπορούν να σου πάρουν το καμουτσίκι – τον τίτλο της εξουσίας– το έπαθλο, το παράσημο, το τιμόνι αλλά τη μουσική– τη μουσική δε μπορούν να σου τη πάρουν ποτέ.
Αυτή θα ζει για πάντα μέσα σου, όπως και η μαμά σου.
σχόλια