O Βοb είχε ταξιδέψει από το Ιλινόις στην Ελλάδα μαζί με τη σύζυγό του Νancy και ανέβαινε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης για να βρεθεί μπροστά στον Παρθενώνα. Κάποια στιγμή η Nancy του εξήγησε πως είχαν φτάσει στο τέλος της διαδρομής και πως τα όρια του αρχαιολογικού χώρου δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει.
Άρχισε να του περιγράφει τι έβλεπαν, αλλά για τον Bob που είναι τυφλός δεν είχε κανένα νόημα. Θα μπορούσε να ήταν απλά στην αυλή του ή οπουδήποτε. Τα χέρια του, που ήταν τα δικά του μάτια δεν μπόρεσαν ποτέ να αγγίξουν τα μάρμαρα του μνημείου που τόσο λαχταρούσε και θαύμαζε. Ο Bob αποφάσισε πως θα επέστρεφε και σκοπός του αυτή τη φορά ήταν να καταφέρει να γνωρίσει το μνημείο με τον μοναδικό τρόπο που αυτός μπορούσε. Κάπως έτσι ξεκίνησε τις επαφές με τους αρμόδιους στην Ελλάδα ζητώντας να του επιτραπεί να πατήσει στο πρώτο σκαλί του μνημείου και να αγγίξει τα μάρμαρα για να τα δει και να γνωρίσει τον Παρθενώνα με τα μάτια της ψυχής του. To 2002 o Βοb και η Nancy ανέβηκαν και πάλι στην Ακρόπολη, σταμάτησαν μπροστά από τον ναό και μια ξεναγός, συνοδευόμενη από έναν φρουρό, τον οδήγησαν στο εσωτερικό του Παρθενώνα για να αγγίξει και να αγκαλιάσει τα μάρμαρα.
Δέκα και πλέον χρόνια αργότερα η κινηματογραφίστρια Στέλλα Κυριακοπούλου ανακαλύπτει την εξομολόγηση του Bob στο διαδίκτυο και αποφασίζει να τον αναζητήσει και να καταγράψει την ιστορία του. Αυτό είναι το συγκινητικό και βραβευμένο μικρού μήκους φιλμ με τίτλο "Bob Goes to the Parthenon" και η γέννηση του πρότζεκτ όπως την κατέγραψε για το LIFO.gr η Στέλλα.
"Καθόμουν σκεπασμένη με μια κουβέρτα στον καναπέ του αδελφού μου στην Αθήνα και είχα το λάπτοπ αγκαλιά. Δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση, Σκεφτόμουν πώς θα έκανα το φιλμ για τη διατριβή μου σε μια χώρα όπου είχα επτά χρόνια να ζήσω και δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν.
Μέσα στο σκοτάδι και το κρύο στο μυαλό μου ερχόταν συνεχώς η εικόνα ενός τυφλού ανθρώπου που είχα δει στον Παρθενώνα. Σκέφτηκα να γράψω κάτι σκοτεινό, κυνικό και ίσως λίγο κωμικό, για έναν τυφλό που επισκέπτεται τον Παρθενώνα. Πριν αρχίσω να γράφω ήθελα να ψάξω μερικά πράγματα σχετικά με προγράμματα ξενάγησης και το πώς οι άνθρωποι με αναπηρίες αντιμετωπίζονται σε αρχαιολογικούς χώρους στην Αθήνα. Έχοντας μεγαλώσει εδώ, δεν περίμενα πως θα ανακαλύψω μια πολύ ρόδινη εικόνα. Το Google που είναι ο καλύτερός φίλος και σύμβουλος σε όλες μου τις αναζητήσεις, μου επέστρεψε 26 σελίδες με επί το πλείστον άχρηστες πληροφορίες. Νομίζω ότι στη σελίδα 13 είδα την ασπρόμαυρη εικόνα ενός ασπρομάλλη άντρα με ένα διπλωμένο μπαστούνι να κάθεται μπροστά από τον Παρθενώνα.Την εικόνα συνόδευε μια ιστορία γραμμένη από τον εικονιζόμενο Bob Gardner, και αφορούσε την επίσκεψή του στο μνημείο. Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του άρθρου είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό και αποφάσισα πως έπρεπε να τον βρω και με την έγκρισή του να διηγηθώ ξανά την ιστορία του.
Ο Bob ήταν από μια μικρή πόλη στο Χάμπτονς του Ιλινόις. Πέταξα ως εκεί μέσω Νέας Υόρκης και έχοντας στη συντροφιά μου τον φωτογράφο Travis Drennen. Στην Αθήνα, είχα εντοπίσει τον φρουρό που τον ξενάγησε, μια εργαζόμενη στην αμερικανική πρεσβεία που τον βοήθησε, και τον Διευθυντή της επιχείρησης αποκατάστασης του Παρθενώνα που είχε κάνει προσωπικές επαφές μαζί του. Ήταν ένας πολύ τρελός τρόπος για να γυρίσει κανείς μια ταινία. Λίγες ώρες πριν τα γυρίσματα δεν γνώριζα κανέναν και ξαφνικά αυτοί οι άνθρωποι με εξέπληξαν με το πόσο φιλικοί και πρόθυμοι να μου μιλήσουν ήταν.
Φτάνοντας στο σπίτι του Bob και της Nancy δίπλα από τον ποταμό του Μισισίπι το σκηνικό ήταν σουρεαλιστικό. Στην πόρτα κρεμόταν μια κουδούνα από αυτές που φοράνε στις κατσίκες στα ελληνικά μαντριά. Υπήρχαν φωτογραφίες από την Ελλάδα σε όλο το σπίτι τους, φυλαχτά για το κακό μάτι, κουκουβάγιες και ένα μεγάλο μπουκάλι ούζο. Στη μέση των γυρισμάτων η Nancy έφτασε με ένα δίσκο και μας σέρβιρε ελληνικές ελιές, φέτα, και κουραμπιέδες. Μέτα βγήκαμε για δείπνο με μπάρμπεκιου. Ήταν τόσο συγκινητικό. Δεν μπορούσα να πιστέψω που και με ποιους βρισκόμουν.
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στις εμπνευσμένες ιστορίες με ευτυχισμένο τέλος, αλλά δεν έχω αλλάξει ή στολίσει με υπερβολή το παραμικρό κομμάτι της ιστορίας αυτής. Ήταν μια μεγαλειώδης ιστορία και μια εμπειρία που εκτυλίχθηκε τόσο φυσικά. Ήταν σαν ένα μικρό κομμάτι καλοσύνης και ευγένειας που πεισματικά επέμενε να υπάρχει. Έχω από τότε κρατήσει αυτό το επίμονο κομμάτι καλοσύνης κοντά μου σε όλες τις προσπάθειές μου στην Ελλάδα και αποδεικνύεται πως υπάρχει και αλλού.
Ο Bob επέστρεψε στην Αθήνα εκείνο το καλοκαίρι με μια μεγάλη ομάδα φίλων από όλο τον κόσμο, συναντηθήκαμε, δειπνήσαμε και ήπιαμε πολύ ούζο. Τελικά κατέληξα να κάνω ακόμη μια ταινία στην Αθήνα. Ήταν ουσιαστικά η εργασία που είχα σκοπό να κάνω στην αρχή. Είναι μια ταινία μικρού μήκους που ονομάζεται «VOLTA» και πρόκειται να προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Δράμας σε λίγες εβδομάδες. Το φιλμ ο "Bob επισκέπτεται τον Παρθενώνα" παρουσιάστηκε στην Αθήνα στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, στο Docville στο Βέλγιο και σε μεγάλες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Κέρδισε σε διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους του Greek America Foundation' 2013 και, επίσης, 2ο βραβείο για την Καλύτερη ταινία μικρού μήκους στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στη Χαλκίδα.
Μιλάμε ακόμη με τον Bob. Eπικοινωνούμε συχνά με emails και είναι μια χαρά. Κάνει ταξίδια σε όλο τον κόσμο και εξακολουθεί να αγαπά την Ελλάδα όσο τίποτα άλλο."
Στέλλα Κυριακοπούλου
* H Στέλλα Κυριακοπούλου γεννήθηκε το 1983 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε Γλυπτική στο Swarthmore College (Η.Π.Α) και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και έκανε το μεταπτυχιακό της στον κινηματογράφο στο New York University. H Στέλλα ζει μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας και εργάζεται ως μοντέζ
σχόλια