Ένα από τα ωραιότερα αλλά και πιο αινιγματικά οικοδομήματα της κλασικής ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι τα περίφημα Προπύλαια στην αθηναϊκή Ακρόπολη.
Το όνομα παραπέμπει σε «πύλες» –Προπύλαια– στον πληθυντικό λόγω των πέντε θυρών διαφορετικών μεγεθών που διαπερνούν τον εγκάρσιο τοίχο του κεντρικού διαδρόμου. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 437 π.Χ. και μέχρι το 432 π.Χ. είχαν ολοκληρωθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους. Αν και ορισμένες λεπτομέρειες της μνημειώδους εισόδου στην Ακρόπολη δείχνουν ότι ήταν ημιτελής, οι Αθηναίοι της εποχής θαύμαζαν το οικοδόμημα σε μεγάλο βαθμό, όπως και οι επόμενες γενιές, αρχαίες και σύγχρονες. Μάλιστα, αρκετοί Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, ξεκινώντας από τον Αισχίνη και τον Δημοσθένη και φτάνοντας μέχρι τον Κικέρωνα και τον Παυσανία, περιγράφουν τα Προπύλαια ως ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομικά προγράμματα της Κλασικής Περιόδου, μαζί με τον Παρθενώνα, τους νεώσοικους του Πειραιά και τις στοές της Αγοράς. Ο Πλούταρχος, του οποίου η συγγραφική δραστηριότητα τοποθετείται τέλη του 1ου και αρχές του 2ου αι. μ.Χ., ανέφερε ότι αρχιτέκτονας του οικοδομήματος ήταν ο Μνησικλής, αλλά αυτό είναι το μόνο που γνωρίζουμε για εκείνον.
Η κυρίαρχη σύγχρονη ερμηνεία για τα Προπύλαια έχει διατηρήσει την έννοια του τερματισμού και του πρελούδιου και αυτό το στοιχείο αντικατοπτρίζεται σαφώς σε μερικές από τις πιο εμβληματικές αναπαραστάσεις του μνημείου.
Ένα από τα μεγάλα αινίγματα σχετικά με αυτό το οικοδόμημα είναι γιατί ο Μνησικλής άλλαξε δραστικά τον προσανατολισμό του κτιρίου σε σχέση με τα πρώιμα –τα αρχαϊκά– Προπύλαια που υπήρχαν στο ίδιο σημείο. Γι' αυτήν τη σημαντική αλλαγή προσανατολισμού δεν έχουν δοθεί επαρκείς εξηγήσεις κι έτσι έχει παραμείνει ένα από τα μεγάλα, άλυτα μυστήρια. Μια αξιοπρόσεχτη φωτογραφία εξαιρετικής ευκρίνειας της γαλλικής εταιρείας Braun, Clément και Σία (1877-1928), που ιδρύθηκε από τον Adolphe Braun, δίνει το κρίσιμο στοιχείο που βοηθά να εξηγήσουμε την απόφαση του Μνησικλή να αλλάξει τον προσανατολισμό της εισόδου στην Ακρόπολη. Ένας φύλακας που φοράει φουστανέλα στηρίζεται σε έναν πεσσό των Προπυλαίων, δίνοντας κάποια αίσθηση της κλίμακας του οικοδομήματος. Στο κέντρο, μια φλοίδα του Σαρωνικού αχνοφέγγει κάτω από αυτό που συνήθως περιγράφεται ως «μακρινά βουνά». Αυτά, όμως, δεν είναι συνηθισμένα βουνά, είναι τα βουνά της Σαλαμίνας, της «θεϊκής Σαλαμίνας», όπου, αργά μια μέρα του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. οι Αθηναίοι νίκησαν την περσική αρμάδα («Θεϊκή Σαλαμίνα, θα φέρεις τον θάνατο στους γιους των γυναικών» αναφέρεται στον Ηρόδοτο, 6.141-142, ως μέρος μιας προφητείας του Δελφικού Μαντείου στον Αθηναίο απεσταλμένο). Επρόκειτο για μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Αθήνας, καθώς νίκησε τον περσικό στρατό, μία φορά από ξηράς, στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ., και μία στα στενά της Σαλαμίνας, μία δεκαετία αργότερα. Επίσης, η νίκη της επετεύχθη σχεδόν χωρίς βοήθεια και στη δική της επικράτεια.
Ο Βρετανός φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος John Stuart Mill δήλωσε στην «Edinburgh Review» του 1846 σχετικά με τη μάχη του Μαραθώνα: «Αν το αποτέλεσμα εκείνης της ημέρας ήταν διαφορετικό, οι Βρετανοί και οι Σάξονες μάλλον θα περιπλανιούνταν ακόμα στα δάση». Αυτό που εννοούσε ο Mill ήταν ότι χωρίς τις νίκες στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα η αθηναϊκή δημοκρατία μάλλον δεν θα άντεχε στον χρόνο και ότι η τροχιά της πορείας του δυτικού κόσμου θα ήταν σημαντικά διαφορετική.
Η κυρίαρχη σύγχρονη ερμηνεία για τα Προπύλαια έχει διατηρήσει την έννοια του τερματισμού και του πρελούδιου και αυτό το στοιχείο αντικατοπτρίζεται σαφώς σε μερικές από τις πιο εμβληματικές αναπαραστάσεις του μνημείου. Η υδατογραφία του Peter Connolly (εικ. 5) προσφέρει μια αναπαράσταση τους τέλους της πομπής των Μεγάλων Παναθηναίων, της αστικής γιορτής της Αθήνας που γινόταν προς τιμήν της προστάτιδας θεάς της, Αθηνάς, η οποία γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα, που αντιστοιχεί περίπου στον Αύγουστο. Στην αναπαράσταση του Gorham Phillips βλέπουμε ότι τα Προπύλαια προετοιμάζουν τον επισκέπτη γι' αυτό που πρόκειται να ανακαλύψει μέσα στο ιερό. Γι' αυτό το εσωτερικό των Προπυλαίων θα έπρεπε να εννοηθεί ως κάτι περισσότερο από έναν χώρο μετάβασης ή ένα γεωμετρικά καθορισμένο όριο. Αποτελούσε μάλλον ένα «πρελούδιο θέασης», αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες θα όριζαν ως θέατρον.
Ίσως, όμως, αυτό που συχνότατα παραβλέπεται είναι το γεγονός ότι το οικοδόμημα του Μνησικλή δεν ήταν μόνο μια είσοδος. Τα Προπύλαια μπορεί να ήταν μια εμβληματική είσοδος –ισορροπώντας στο οριακό σημείο μεταξύ του ιερού εσωτερικού και του κοσμικού εξωτερικού χώρου–, αλλά αποτελούσαν και μια μνημειώδη έξοδο. Ακριβώς όπως αποτελεί την τελετουργική πύλη προς την αθηναϊκή Ακρόπολη, το πέρασμα που δίνει την έξοδο από την Ακρόπολη προσφέρει σε κάθε επισκέπτη μια υπενθύμιση αυτού που ίσως αποτέλεσε τη μεγαλύτερη νίκη των Αθηναίων, μια νίκη που έμελλε να αλλάξει αμετάκλητα την ιστορία και την τοπογραφία της Αθήνας. Καθώς βγαίνεις από την Ακρόπολη διασχίζοντας τα Προπύλαια του Μνησικλή, αντικρίζεις τη Σαλαμίνα. Την κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε τη νίκη στη Σαλαμίνα οι μεταρρυθμίσεις του Κίμωνα και του Περικλή σε κοινωνικό, πολιτικό και αρχιτεκτονικό επίπεδο μεταμόρφωσαν το τοπίο της κεντρικής Αθήνας, σαρώνοντας, ως επί το πλείστον, όσα είχαν γίνει πριν.
Η έξοδος της Ακρόπολης μέσω των Προπυλαίων του Μνησικλή βάζει στο κάδρο την ίδια τη Σαλαμίνα. Βάζοντας στο κάδρο το νησί, ο Μνησικλής βάζει στο κάδρο την ίδια την ιστορία. Η διαδικασία μετακίνησης από τα ανατολικά προς τα δυτικά μέσω των Προπυλαίων γίνεται εμπειρική, με το αντικείμενο που τίθεται στο κάδρο να γίνεται όλο και πιο ευκρινές. Καθώς εισέρχεται κανείς στα Προπύλαια από τα ανατολικά, αυτό που βλέπει είναι τα βουνά του κεντρικού τμήματος του νησιού. Μέχρι να βγει από τα Προπύλαια στη δυτική πλευρά φαίνεται πρακτικά ολόκληρη η Σαλαμίνα. Αυτή η διαδικασία κατά την οποία διέρχεσαι το μνημείο είναι διδακτική ως προς το τι μπορεί να συμβεί όταν διασχίζουμε τα κτίρια και δεν κοιτάζουμε απλώς προς αυτά.
Παρατηρώντας τη Σαλαμίνα, τα Προπύλαια αποκτούν ενεργό ρόλο, πλαισιώνοντας τη νίκη. Είναι ένα σύνθετο μνημείο πολέμου και ταυτόχρονα ένα μνημείο νίκης. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της Ακρόπολης, όχι μόνο ο ναός της Αθηνάς Νίκης, αλλά και το βόρειο τμήμα του τείχους –όπου οι Αθηναίοι τοποθέτησαν τα κατεστραμμένα κατάλοιπα του αρχαϊκού ναού της Αθηνάς Πολιάδος (δηλαδή της Αθηνάς της Πόλης) και τους ημιτελείς σπονδύλους των κιόνων του Προπαρθενώνα ως υπόμνηση της ιεροσυλίας που οι Πέρσες διέπραξαν όταν πυρπόλησαν την Ακρόπολη– ήταν μια περίτεχνη, τεράστια και περίπλοκη πραγματεία για την ίδια τη νίκη.
Αλλά το οικοδόμημα του Μνησικλή κάνει κάτι πολύ περισσότερο από το να κοιτάζει απλώς προς τη Σαλαμίνα. Αν ακολουθήσει κανείς το πέρασμα ακριβώς έξω από τα Προπύλαια, ο οπτικός άξονας κατευθύνεται ακριβώς βόρεια του λιμανιού του Κάνθαρου στον Πειραιά και λίγο-πολύ μεταξύ της χερσονήσου της Κυνόσουρας στη Σαλαμίνα –στη βόρεια πλευρά της οποίας οι Αθηναίοι στάθμευαν τον στόλο τους, από τον Κόλπο των Αμπελακίων στα νότια μέχρι τον κόλπο στα Παλούκια και τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου στα βόρεια– και της νησίδας της Ψυττάλειας, όπου οι Πέρσες συγκέντρωναν τα στρατεύματά τους. Στη χερσόνησο της Κυνόσουρας έστησαν οι Αθηναίοι ένα τρόπαιο με τη μορφή μιας μαρμάρινης κολόνας προς τιμήν της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Ο Μνησικλής επέλεξε τον συγκεκριμένο άξονα θέασης ώστε να είναι αυτός που θα έβλεπαν όλοι όσοι έβγαιναν από την Ακρόπολη. Εξ όσων γνωρίζω, αυτό είναι το πρώτο οικοδόμημα στην ιστορία που πλαισιώνει μια μάχη και μια νίκη.
Θέλω να ολοκληρώσω επιστρέφοντας στην Ακρόπολη, όχι την εποχή της ώριμης κλασικής περιόδου, αλλά περισσότερο τις πολύ πιο σκοτεινές μέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μια υποβλητική φωτογραφία του Μαΐου του 1941 δείχνει τον στρατάρχη Walther von Brauchitsch, μαζί με τη συνοδεία του, στην αθηναϊκή Ακρόπολη. Η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο στο συναρπαστικό έργο του Mark Mazower, Inside Hitler's Greece. Τα Προπύλαια του Μνησικλή στο φόντο κάνουν αυτό που έκαναν πάντα: χρησιμεύουν ως είσοδος και ως έξοδος. Μέσα από το μεγάλο τελετουργικό πέρασμα παρέλασε πληθώρα Γερμανών στρατιωτών που είχαν εισβάλει επιτυχώς στην Ελλάδα. Το πρόσωπο που ξεναγεί τον θριαμβευτή στρατάρχη με όλα του τα ναζιστικά διακριτικά δεν είναι άλλο από τον Walther Wrede, τον διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας. Ο συμβολισμός της φωτογραφίας που απεικονίζει τον Wrede και τον Von Brauchitsch είναι προφανής. Για να καταλάβει κάποιος την Αθήνα, έπρεπε να καταλάβει την Ακρόπολη, και αυτή η στρατηγική και συμβολική πλευρά του Βράχου ποτέ δεν άλλαξε, ακόμα και την Κλασική Περίοδο. Χωρίς την Ακρόπολη, η Αθήνα δεν θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο, φυσικά ή διανοητικά. Ακριβώς όπως είχαν κάνει οι Πέρσες 2.500 χρόνια πριν, οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Βράχο της Ακρόπολης, την ίδια την καρδιά της πόλης, αλλά, αντίθετα από τους Πέρσες, εκείνοι ήρθαν για να θαυμάσουν, και να σφετεριστούν την αρχιτεκτονική, όχι να την καταστρέψουν.
Ο συμβολισμός της «Σβάστικας πάνω από την Ακρόπολη» βρήκε ωστόσο την αντίσταση που έπρεπε, γιατί τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941, λίγο μετά τη γερμανική εισβολή, δύο νεαροί, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, ανέβηκαν στην Ακρόπολη και κατέβασαν τη ναζιστική σημαία. Η πράξη τους τιμήθηκε με μια χάλκινη αναμνηστική πλάκα που στήθηκε στην είσοδο του Πύργου της Ακρόπολης, ευρύτερα γνωστού και ως Belvedere, εκεί όπου σήμερα είναι το υψηλότερο σημείο στον Βράχο. Η πλάκα αντίκριζε και τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο και τιμά αυτή την πράξη αντίστασης.
Η μνήμη και η ανάμνηση είναι ισχυρές δυνάμεις. Όπως παρατήρησε η Susan Alcock, οι άνθρωποι αντλούν την ταυτότητά τους από την κοινή ανάμνηση –από τη συλλογική μνήμη–, η οποία με τη σειρά της τους παρέχει μια εικόνα του παρελθόντος τους και ένα σχέδιο για το μέλλον τους. Αυτό που οι άνθρωποι θυμούνται από το παρελθόν διαμορφώνει την αίσθηση της κοινότητας και καθορίζει τους συμμάχους, τους εχθρούς και τις πράξεις τους: θα φιλονικήσουν και θα σκοτώσουν γι' αυτό. Η συλλογική μνήμη είναι προφανώς μια ισχυρή δύναμη, που όμως βαθμηδόν εξασθενεί. Οι αναμνήσεις καλύπτουν και ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Με την πάροδο του χρόνου αλλάζουν ή εξαλείφονται. Οι άνθρωποι ξεχνούν.
Τον 5ο αι. π.Χ. οι Αθηναίοι όχι μόνο τιμούσαν τη μνήμη αλλά και εξωράιζαν την πόλη τους με τη συλλογική μνήμη αποτυπωμένη ευλαβικά στην πέτρα, στον χαλκό, στον χρυσό, στο ελεφαντόδοντο, και με ζωγραφικές απεικονίσεις σε ξύλινους πίνακες (σανίδες). Το χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου (η Αθηνά της πρώτης γραμμής της μάχης) καταστράφηκε και το μέταλλο μάλλον το έλιωσαν και το ξαναχρησιμοποίησαν. Το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου που υπήρχε μέσα στον Παρθενώνα έχει από καιρό χαθεί, όπως και οι ζωγραφικοί πίνακες –ίσως το πιο εύθραυστο καλλιτεχνικό μέσο– και πολλά από τα πέτρινα γλυπτά είναι διαβρωμένα και κατακερματισμένα. Το πιο σημαντικό είναι ότι η συλλογική μνήμη υφάνθηκε στον αρχιτεκτονικό ιστό της πόλης, ειδικά επάνω και γύρω από την Ακρόπολη.
Μέσω της αρχιτεκτονικής, τόσο μέσα από μεμονωμένα κτίρια όσο και μέσα από τη διαρρύθμιση διαφορετικών κτιρίων, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να διαιωνίσουν τις νίκες και τη δόξα τους και να συγκεκριμενοποιήσουν τη μνήμη τους μέσα στο τοπίο της πόλης τους.
σχόλια