Με καινούριο πλαίσιο στο πειθαρχικό δίκαιο θα ξεκινήσει η νέα πανεπιστημιακή χρονιά μετά την πρόσφατη ψήφιση του νομοσχεδίου του υπουργείο Παιδείας για τα ΑΕΙ.
Μεταξύ άλλων αλλαγών, πλέον στο αρμόδιο ανώτατο συμβούλιο που ελέγχει τις κατηγορίες σε βάρος των καθηγητών ΑΕΙ θα μπορούν πλέον να παραπέμπονται και άτομα με προσωποπαγείς θέσεις.
Στο άρθρο 177 του νέου νόμου «πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε παράβαση διάταξης της νομοθεσίας που αναφέρεται στη διδασκαλία, τη διεξαγωγή έρευνας, την εσωτερική οργάνωση, την οικονομική διαχείριση και λειτουργία των Α.Ε.Ι., την ιδιότητα και την κατάστασή του ως μέλους» ενώ αναγράφονται αναλυτικά οι περιπτώσεις.
Παραπτώματα: θεωρούνται η μη τήρηση των κανονισμών και των αποφάσεων των οργάνων του ιδρύματος, η άρνηση συμμετοχής στις διαδικασίες και τα όργανα του ιδρύματος, η παρακώλυση του έργου τους και η διατάραξη της ομαλής λειτουργίας τους, η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας έναντι των φοιτητών, καθώς και κατά τις διαδικασίες επιλογής και εξέλιξης προσωπικού, η χρησιμοποίηση χώρων, εγκαταστάσεων και υποδομών του ιδρύματος με τρόπο αντίθετο προς τον προορισμό τους και η αποσιώπηση απασχόλησης σε έργα ξένα προς τα καθήκοντά του ή κατοχής δεύτερης θέσης, η απασχόληση σε έργα ασυμβίβαστα προς την ιδιότητά του ή σε έργα που απαγορεύονται, η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του και η ατελής εκπλήρωσή τους, η λογοκλοπή και κάθε προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συναφών δικαιωμάτων, η συνειδητή αποσιώπηση της άμεσης ή έμμεσης συνεισφοράς άλλων προσώπων στο αντικείμενο της επιστημονικής του έρευνας και διδασκαλίας και η παράλειψη δήλωσης οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων αναφορικά με έρευνα στην οποία μετέχει.
Πειθαρχική δίωξη: Η πειθαρχική δίωξη ασκείται είτε με την παραπομπή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε με την κλήση σε απολογία. Δεν επιτρέπεται δεύτερη πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα ενώ δεν επιτρέπεται, μετά από την έκδοση οριστικής απόφασης, η εκ νέου πειθαρχική δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Πειθαρχική δίωξη περισσοτέρων για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα επιτρέπεται εφόσον ανήκουν στην αρμοδιότητα του ιδίου πειθαρχικού οργάνου ή συμβουλίου.
Παράλληλα, περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα που φέρονται ότι έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο διωκόμενο, μπορούν σύμφωνα με τον νόμο, να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής δίωξης. Αν ασκήθηκαν χωριστές πειθαρχικές διώξεις, οι υποθέσεις μπορούν, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών, να συνεκδικασθούν.
Επίσης, η πειθαρχική δίωξη που ασκείται από τον Πρύτανη γνωστοποιείται υποχρεωτικά στον Υπουργό Παιδείας, όπως ορίζει ο νέος νόμος.
Παραγραφή: Σύμφωνα με τον νόμο τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται πέντε χρόνια μετά από την ημέρα τέλεσής τους. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος που τελείται κατ’ εξακολούθηση αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έπαυσε η τέλεσή του.
Παράλληλα, πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή.
Ειδικά «το πειθαρχικό παράπτωμα της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, σύμφωνα με την περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α ́ 26), παραγράφεται, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 112 του Κώδικα αυτού».
Επιπλέον, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, ο χρόνος όμως της διακοπής αυτής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο χρόνια.
Ακόμα η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται λόγω τέλεσης νέου πειθαρχικού παραπτώματος, που αποσκοπεί στη συγκάλυψη ή στην παρεμπόδιση της άσκησης της πειθαρχικής δίωξης για το πρώτο. Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον νέον νόμο, δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.
Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται είναι οι ακόλουθες:
α) έγγραφη επίπληξη,
β) πρόστιμο μέχρι του ύψους των αποδοχών έξι μηνών, το οποίο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει το μέλος κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης,
γ) στέρηση δικαιώματος εξέλιξης σε ανώτερη βαθμίδα από 1 έως τρία 3 χρόνια,
δ) προσωρινή παύση 1 μηνός έως 1 έτους με πλήρη στέρηση αποδοχών,
ε) οριστική παύση, η οποία δύναται να επιβληθεί ιδίως για τα ακόλουθα παραπτώματα: της τέλεσης πράξεων με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση υπακοής στο Σύνταγμα, της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α ́ 95) ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, της απόκτησης αθέμιτου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, της τέλεσης των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, της αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων άνω των 30 ημερών συνεχώς κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους και της χαρακτηριστικώς ανάρμοστης ή ανάξιας συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας.
Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί για οποιοδήποτε παράπτωμα αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του πενταετία είχαν επιβληθεί στο μέλος από το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύο τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες της έγγραφης επίπληξης.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις τέλεσης των αδικημάτων της δωροληψίας, της δωροδοκίας, της λογοκλοπής και των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, καθώς και της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη της προσωρινής παύσης.
Μεταξύ άλλων ο νέος νόμος ορίζει ότι όταν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και πρόκειται για το παράπτωμα της απόκτησης αθέμιτου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από 10.000 έως 100.000 ευρώ.