Γνωστή έγινε πριν λίγη ώρα η είδηση, πως πέθανε ο πατέρας της Μαρίνας Σάττι.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο πατέρας της γνωστής καλλιτέχνιδας Αλί Οσμάν Σάττι, πέθανε λίγες ώρες πριν σε ηλικία 68 ετών, καθώς φέρεται να αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Υπενθυμίζεται πως η Μαρίνα Σάττι μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης, ο πατέρας της ήταν από το Σουδάν ενώ η μητέρα της είναι Ελληνίδα.
Ο πατέρας της ήταν αναισθησιολόγος, γεννήθηκε το 1956 στο Σουδάν, ενώ το 1972 ήρθε στην Ελλάδα. Υπήρξε Αναπληρωτής Καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού από το 1983 έως το 1989 και καθηγητής αναισθησιολογίας στην Εθνική Ιατρική Σχολή Αθήνας από το 1989 έως το 1995. Η δυσάρεστη είδηση του θανάτου του, έρχεται μόλις ένα μήνα πριν τον μουσικό διαγωνισμό της Eurovision, όπου η Μαρίνα Σάττι θα εκπροσωπήσει τη χώρα με το κομμάτι «Ζάρι».
Σε παλαιότερη συνέντευξή της στη LiFΟ, είχε μιλήσει για την οικογένειά της και συγκεκριμένα για το πως είχαν γνωριστεί οι γονείς της. «Η μαμά μου ήρθε από το Ηράκλειο στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο χημικός μηχανικός. Ο μπαμπάς μου από το Σουδάν στην Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Πήρε μια υποτροφία, έχοντας διακριθεί ως μαθητής στη χώρα του, ήταν ένας εκ των δύο αριστούχων που επελέγησαν να σταλούν για σπουδές», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Αρχικά πήγε στη Ρωσία, ξεκίνησε να μαθαίνει τη γλώσσα, αλλά δεν του άρεσε. Μετά δοκίμασε να πάει στη Ρουμανία, αλλά κι εκεί έμεινε λίγο καιρό. Τελικά κάποιοι φίλοι του, συμπατριώτες, του είπαν ότι στην Ελλάδα ήταν «καλά» κι έτσι κατέληξε στην Αθήνα. Τον πρώτο χρόνο έκανε μαθήματα για να μάθει την ελληνική γλώσσα και εν τέλει έδωσε εξετάσεις για να μπει στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Πέρασε. Επειδή όμως τα χρήματα της υποτροφίας δεν έφταναν, παράλληλα δούλευε σε ένα ξενοδοχείο όπου δούλευαν και δύο πρώτες ξαδέλφες της μαμάς μου. Στα γενέθλια της μίας εξ αυτών γνωρίστηκαν», τόνισε.
Πιο πρόσφατα, μιλώντας στην εκπομπή της ΕΡΤ Στούντιο 4, είχε αναφερθεί ξανά στους γονείς της, σημειώνοντας πως «υπάρχουν διαφορές όπως καταλαβαίνετε και ακόμα υπάρχουν. Πιστεύω ότι κατάφεραν να βρουν μια ισορροπία λόγω του έρωτα και στη συνέχεια ήρθαμε και εμείς, τα παιδιά. Θαυμάζω τη μαμά μου γι’ αυτό, για τον ατίθασο χαρακτήρα της. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ λέω “ουάου, μαγκιά”. Ο μπαμπάς μου ήταν ο πρώτος μαύρος που αντίκρισε η γιαγιά μου».