Ο Απόστολος Λύτρας έφτασε νωρίτερα σήμερα στο Εφετείο Αθηνών, όπου επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεση ξυλοδαρμού με θύμα την πρώην σύζυγό του, επίσης δικηγόρο, Σοφία Πολυζωγοπούλου.
Λίγο αργότερα, έφτασε και η Σοφία Πολυζωγοπούλου, συνοδευόμενη από την νομική της ομάδα. Την ίδια ώρα, έγινε γνωστό πως πριν τη δίκη, παραιτήθηκε ο δικηγόρος της κ. Πολυζωγοπούλου και πλέον, συνήγορος υπεράσπισης ανέλαβε ο Νίκος Αλεξανδρής. «Είναι μια αναμέτρηση μεταξύ της αξιοπρέπειας και της βαρβαρότητας» δήλωσε στις κάμερες ο κ. Αλεξανδρής για να προσθέσει: «Μην ξεχνάμε ότι η πράξη έχει ομολογηθεί και έτσι ο Απόστολος Λύτρας είναι δράστης και όχι κατηγορούμενος. Η πελάτισσά μου συκοφαντείται και περιμένουμε να έρθει η ώρα του δικαστηρίου για να εκθέσουμε τα πραγματικά περιστατικά».
Η Σοφία Πολυζωγοπούλου από την πλευρά της ανέφερε: «Ό,τι είναι να πω, θα το πω στο δικαστήριο».

Τον Ιούνιο του 2024, η Σοφία Πολυζωγοπούλου κατήγγειλε ότι υπέστη σοβαρό ξυλοδαρμό από τον τότε σύζυγό της, Απόστολο Λύτρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ζευγάρι βρισκόταν σε εστιατόριο της Βουλιαγμένης, όταν ο Απόστολος Λύτρας ενοχλήθηκε από τη γυναίκα του που χρησιμοποιούσε το κινητό της τηλέφωνο. Αφού την απείλησε πως θα κάνει σκηνή μέσα στο εστιατόριο, οι δυο τους έφυγαν άρον - άρον. Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και αφού ο Απόστολος Λύτρας έθεσε σε λειτουργία το όχημα, άρχισε να τη βρίζει. Τότε τη χτύπησε με μια γροθιά.


Μεταξύ άλλων, η δικηγόρος είχε περιγράψει στις καταθέσεις της: «Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά. Σημειωτέον ότι όλη αυτή την ώρα μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα και τα κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι. Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Προφανώς με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου προκειμένου να ειδοποιήσω την αδερφή μου ή κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ. Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα. Με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου».
