Κι αναθυμήθηκα τότε και πάλι τον λόγο που αληθεύει — του Γκαίτε νομίζω: "Οι συλλέκτες είναι άνθρωποι ευτυχισμένοι"
Stefan Zweig
Το Πάθος του Συλλέκτη. Ο συλλέκτης παλεύει να διασώσει μνήμες. Είναι ο πολύτιμος φύλακας των θαυμάτων/θραυσμάτων του παρελθόντος που ακόμη επιβιώνουν στο παρόν όχι ως χρηστικά αντικείμενα αλλά ως τρόποι και τόποι της μνήμης, ως υπενθύμιση αυτού που άλλοτε ήμασταν, αυτού που κατόρθωσαν άνθρωποι θαυμαστοί και γενναίοι, ήτοι να προικίσουν το αντικείμενο με ομορφιά.
Πολλά βιομηχανικά προϊόντα δεν επενδύονται με κανένα ίχνος κάλλους, θέλουν να είναι απλώς χρηστικά. Άλλα, σχεδιασμένα από εμπνευσμένους ανθρώπους που στοχάστηκαν σχετικά με την ομορφιά, παραμένουν θελκτικά. Η φωτογραφική συσκευή και οι κινηματογραφικές μηχανές λήψεως και προβολής κατόρθωσαν μέσα στις δεκαετίες να διατηρήσουν ένα λίαν ελκυστικό κάλλος. Μια άλλη πτυχή της γοητείας που ασκούν έχει να κάνει με την παιδική μας ηλικία, με το ότι μέσα από τη δράση τέτοιων συσκευών και μηχανών είδαμε τον χρόνο να ανθίσταται στη φθορά, τους αγαπημένους μας τεθνεώτες να ζωντανεύουν, τοπία και σκηνές που δεν υπάρχουν πια να λειτουργούν για μας σαν λυτρωτικές υπενθυμίσεις. Κι ακόμα: οι συσκευές μάς εξοικειώνουν με ένα είδος άρσης των ανταγωνισμών, μας κάνουν ίσους τον έναν με τον άλλο, μας επιτρέπουν να εντρυφήσουμε σε απολαύσεις που ήσαν προορισμένες, παλαιότερα, για εύπορους και άρχοντες.
Ο Πιστιόλας φροντίζει να ξεναγεί κάθε φίλο του κινηματογράφου στο Μουσείο του, το οποίο επιδιώκει μάλιστα να δωρίσει, να το προσφέρει σε κάποιο ίδρυμα για μόνιμη εγκατάσταση, τονίζοντας ξανά και ξανά: "Δεν θέλω λεφτά. Θέλω να τα χαρίσω όλα στις επόμενες γενεές".
Η μαζική διάδοση της φωτογραφικής συσκευής επιτρέπει στον κάθε ένα να γίνει φωτορεπόρτερ της ίδιας του της ιστορίας και των δράσεών του, χρονικογράφος της γενιάς του, καταγραφέας της ανώνυμης εποποιίας που είναι η καθημερινή ζωή, όπως, φέρ᾽ ειπείν, η άγνωστη μέχρι πρόσφατα, σπουδαία φωτογράφος Vivian Maier, που ενόσω εργαζόταν σεμνά σε νοικοκυριά με παιδιά, φρόντισε να απαθανατίσει κρυφές πτυχές του άστεως, ιδίως μάλιστα κακόφημων συνοικιών. Γράφει ο Lewis Mumford: "Η μηχανή είναι ένας κομμουνιστής, ανεξάρτητα από την πολιτική που ακολουθεί οποιαδήποτε χώρα. Καθώς η μηχανή κατακτά διαδοχικά όλα τα τμήματα της παραγωγής, εξαλείφει τις διακρίσεις της κάστας και της οικονομικής κατάστασης" (Βλέπε: Ο Μύθος της Μηχανής, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. ύψιλον/ βιβλία, σ. 25).
Ο κύριος Δημήτρης Πιστιόλας είναι ένας μανιακός συλλέκτης — και μάλιστα συλλέκτης μηχανών: εδώ και μισόν αιώνα συλλέγει κινηματογραφικές μηχανές λήψεως και προβολής. Συλλέγει ουσιαστικά τις μνήμες του από την πρώτη εκείνη στιγμή που είδε, όπως μας λέει ο ίδιος, ανθρώπους να κινούνται, να βαδίζουν, να χορεύουν, να τρέχουν, να φιλιούνται, και τους είδε σε ένα σεντόνι απλωμένο σε κάποιον τοίχο ενώ η μηχανή προβολής θρόιζε μαγικά. Συλλέγει τις στιγμές της αθωότητας που θέλει να διαρκέσουν για πάντα. Ένας ταχυδρομικός υπάλληλος, ένας φιλότιμος και στοργικός οικογενειάρχης, ένας άνθρωπος του κοινωνικά επωφελούς μόχθου, που συνέλαβε την ιδέα να συλλέξει τα οχήματα της μαγείας που είναι ο κινηματογράφος. Άδολος σαν τον άλλο μανιώδη συλλέκτη στιγμών, τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, συγγραφέα μάλιστα του έργου Οι συλλέκται της Μονόχρα (εκδ. Κάκτος, 1979). Έλεγε ο Κατσαρός, ο αγαπημένος μας Μισέλ, στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο: "Εκτός από τα ζωγραφικά μου έργα, συλλέγω ό,τι αντικείμενο μου αρέσει: ένα αραβούργημα, τη γραφή ενός τυχαίου ανθρώπου, υλικό για να συμπληρώσω τη ζωγραφική μου, συλλέγω από τις θάλασσες ξύλα για να κάμω εικονίσματα, κοχύλια, ανεξίτηλα χρωματιστά χαλίκια, οστά ψαριών [...] Προχτές συνέλεξα το τρίτο μου κότσι αρνιού – αυτό που το ρίχνουν και παίζουν τα παιδά. Το 'βαλα πάνω σ' ένα ράφι, μαζί με δύο άλλα παλιότερα".
Δεν πρόκειται εδώ για την φαντασμένη ή/και ιδιοτελή δραστηριότητα ορισμένων ευπόρων που συλλέγουν έμπλεα κύρους και πανάκριβα έργα τέχνης, τα οποία φροντίζουν να εγκλείουν σε θυρίδες ή να τα επιδεικνύουν ως στολίδια ενός εξουσιαστικού γοήτρου. Εδώ πρόκειται για μια παιγνιώδη, επίμονη και επίπονη, αναρχική στη φιλοσοφία της, διαδικασία δωρεάς: ο Πιστιόλας φροντίζει να ξεναγεί κάθε φίλο του κινηματογράφου στο Μουσείο του, το οποίο επιδιώκει μάλιστα να δωρίσει, να το προσφέρει σε κάποιο ίδρυμα για μόνιμη εγκατάσταση, τονίζοντας ξανά και ξανά: "Δεν θέλω λεφτά. Θέλω να τα χαρίσω όλα στις επόμενες γενεές".
Ο Πιστιόλας συνέλεξε, και εξακολουθεί παρά τα ογδόντα εφτά του χρόνια να συλλέγει, για να σώσει από τη λήθη και την καταστροφή τις πολύτιμες και ιστορικές —και όμορφες, μην το ξεχνάμε— κινηματογραφικές μηχανές. Δεν έχει ποτέ προσφύγει σε τηλεαγορές, δεν έχει καν ταξιδέψει στο εξωτερικό για τα αποκτήματά του: όλα τα βρήκε εδώ, ψάχνοντας ακάματα, σε παλιατζίδικα και σε σπίτια της Ελλάδας. Και τα έσωσε — όχι μόνον τα αποθηκεύει επιμελώς αλλά και τα επισκευάζει, τα συντηρεί, τους δίνει εκ νέου ζωή.
Τον βρήκαμε, ύστερα από αλησμόνητες, σχεδόν μυθιστορηματικές, έρευνες της εκλεκτής Λίζης Καλλιγά. Μείναμε έκπληκτοι από τον πλούτο της συλλογής του, και μας ενθουσίασε η προσωπικότητά του: ένας ζεστός άνθρωπος, με αεικίνητο γαλάζιο βλέμμα, με αίθρια ψυχή, και αμάραντο πάθος. Μας ξενάγησε στο Μουσείο Κινηματογραφικών Μηχανών Δημήτρη και Αρετής Πιστιόλα, όπως το λέει, το οποίο για την ώρα στεγάζεται σε δύο ταπεινά, μα τόσο πλούσια!, ημιυπόγεια, στο κέντρο των Αθηνών — συμπτωματικά, το ένα μια ανάσα από το σπίτι μας. Έβαλε κάμποσες μηχανές προβολής να δουλέψουν, μας εξήγησε τη λειτουργίας τους, μας αφηγήθηκε την ιστορία τους, μας μίλησε για πολλά μοντέλα που είναι πλέον ιστορικά και ανεκτίμητα. Μας μίλησε για το πάθος του, την λατρεία που έχει για τον κινηματογράφο. Μας μίλησε για την ένταξή του στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες, για τις τιμές και τα εύγε που έχει αποκομίσει από θεσμούς της αλλοδαπής.
Σκεφτήκαμε να τον τιμήσουμε. Καταστρώσαμε —η Λίζη Καλλιγά, η Μαρίλη Ζάρκου, κι εγώ που σας τα ιστορώ— ένα σχέδιο σωτηρίας της Συλλογής Πιστιόλα. Απευθυνθήκαμε στον δραστήριο Πρύτανη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, τον φίλο Πάνο Χαραλάμπους, και επισκεφθήκαμε μαζί, εκ νέου, τον κύριο Πιστιόλα. Προχωρήσαμε στην απόφαση να οργανώσουμε μια τιμητική εκδήλωση στην ΑΣΚΤ, στις 11 Μαΐου του 2017. Είναι τα πρώτο βήμα για να αναγωριστεί το πολύτιμο πάθος του Πιστιόλα και να μεταφερθεί η Συλλογή σε έναν χώρο που να αναδεικνύει τον πλούτο της και να είναι προσβάσιμη σε μελετητές της ιστορίας του κινηματογράφου, και σε όλους τους γνήσιους φίλους της Έβδομης Τέχνης.
Διηγείται η εικαστικός Λίζη Καλλιγά: Πριν μερικά χρόνια,το 2012, έψαχνα να βρω μια μηχανή προβολής 16μμ για μια ιδιωτική προβολή των ταινιών του Gregory Markopoulos και του Robert Beavers. Χρειαζόμασταν οπωσδήποτε μια μηχανή προβολής για κλειστό μικρό χώρο και έτσι αγόρασα μία μεταχειρισμένη, από έναν φίλο στην Γερμανία για να μπορούμε να βλέπουμε κι εδώ αυτές τις ταινίες. Μετά, άρχισα να ψάχνω κάποιον να την συντηρήσει. Μια πληροφορία και η καλή μου τύχη με έφεραν στην πόρτα του κυρίου Λευτέρη Στεφανουδάκη, κοντά στον Αγιο Παντελεήμονα. Όταν μπήκα στον χώρο του έμεινα άφωνη. Ένα δωμάτιο γεμάτο ράφια φορτωμένα κινηματογραφικές μηχανές όλων των ειδών. Ο ίδιος, συλλέκτης και επισκευαστής μηχανών, μου μίλησε με ενθουσιασμό για το πάθος του και, όταν διατύπωσα τον θαυμασμό μου για όλο αυτό, μου μίλησε για τον κύριο Δημήτρη Πιστιόλα, που έχει την μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο, όπως είπε με έμφαση. Είναι και στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. Μαζεύει μηχανές πενήντα χρόνια τώρα, και έχει σπανιότατα κομμάτια από τις αρχές του κινηματογράφου, όλες μαζεμένες στην Ελλάδα από υπόγεια, από αποθήκες, από ιδιώτες, από το Μοναστηράκι και άλλα μέρη, αναζητώντας, ψάχνοντας, σκαλίζοντας, τρέχοντας, κουβαλώντας. Αισθάνθηκα σαν αρχαιολόγος μπροστά σε μεγάλη ανακάλυψη. Γνωρίζοντας την αγάπη του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη για τον κινηματογράφο, αλλά και το ενδιαφέρον του για τα ιδιαίτερα πράγματα, αποφάσισα να του μιλήσω μήπως μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για να αναδείξουμε τον άνθρωπο και την μοναδική συλλογή του. Αρχές του 2017 έγινε η πολυπόθητη συνάντηση με τον κύριο Πιστιόλα. Κατεβήκαμε τα σκαλιά σε μια σπηλιά του Αλαντίν, γεμάτη θησαυρούς. Από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, εκατοντάδες μηχανές, και πολλά κινηματογραφικά κειμήλια, φωτογραφίες, περιοδικά, αφίσες, μπρελοκ, αγαλματίδια, ό,τι μπορείς (και δεν μπορείς) να φανταστείς. Ήμασταν: Ο κύριος Δημήτρης Πιστιόλας, η κόρη του Θεοδώρα, ο κύριος Λευτέρης Στεφανουδάκης, η Μαρίλη Ζάρκου, ο Ίκαρος, κι εγώ. Μιλήσαμε με τον συλλέκτη, φωτογραφήσαμε, κινηματογραφήσαμε, θαυμάσαμε. Και είπαμε να κάνουμε κάτι για να σωθεί αυτός ο θησαυρός, και για να τον γνωρίσουν κι άλλοι. Είναι κάτι ανεκτίμητο, πραγματικά.
Διηγείται η φωτογράφος Μαρίλη Ζάρκου: Τα καλύτερα φωτογραφικά θέματα, προκύπτουν από συζητήσεις με φίλους. Μια μέρα, βρεθήκαμε με τη Λίζη Καλλιγά και μας είπε για τον κύριο Δημήτρη Πιστιόλα. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα για το μουσείο του κυρίου Δημήτρη, άρχισα να είμαι ανυπόμονη και να φαντάζομαι εικόνες. Περίμενα με μεγάλη αγωνία την συνάντηση μας. Την στιγμή που πέρασα την πόρτα του Μουσείου, αντίκρυσα ένα θησαυρό απίστευτο και ανεκτίμητο. Δυσκολεύτηκα πολύ να συγκεντρωθώ και να φωτογραφίσω, διότι οι εικόνες που έβλεπα ήταν αμέτρητες, η μυρωδιά του χώρου και ο ήχος που έκανε μια απο τις κινηματογραφικές μηχανές που έβαλε ο κύριος Δημήτρης να δουλέψει, με πήγαινε πολλά χρόνια πίσω, στα παιδικά μου χρόνια, εκεί που μου έβαζε ο παππούς μου να βλέπω μικρά φιλμάκια στον τοίχο του σπιτιού του. Ύστερα από αρκετή ώρα, κατάφερα να συγκεντρωθώ, και άρχισα να φωτογραφίζω.
σχόλια