ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΜΑΡΑΚΗ
―Ο θρύλος λέει ότι οι «Χειμερινοί Κολυμβητές» είναι το παλαιότερο μουσικό σχήμα εν Ελλάδι... Πώς αποφύγατε να σκοτωθείτε μεταξύ σας τόσα χρόνια; Δεν υπάρχουν στιγμές που δεν αντέχετε ο ένας τον άλλο;
Πιθανόν, αφού δημιουργηθήκαμε το 1965 και δρούμε δισκογραφικά και, με σταθερό σχετικά ρυθμό, συναυλιακά, από το 1980. Κάποιοι που δεν αντέχανε, π.χ. ήθελαν να εξελιχθούμε καλλιτεχνικά, αποχώρησαν. Εγώ αυτό το βρίσκω πρόβλημα τεχνικής φύσης και όχι καλλιτεχνικό. Άλλοι αποχώρησαν για άλλους λόγους. Συνολικά αποχώρησαν τέσσερις συνεργάτες ή μάλλον πέντε, οι δύο αρχικοί, ο ένας από τους αποχωρήσαντες έπειτα επανήλθε. Ούτε συναντιόμαστε τακτικά, ούτε πρωταρχικό μουσικό μέλημα όσων είναι αποκλειστικά μουσικοί αποτελεί το συγκρότημα και τα καταφέραμε να μην έχουμε να χωρίσουμε προφανή πράγματα. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να σκοτωθούμε. Κάναμε και κουμπαριές στο μεταξύ ανάμεσά μας, οπότε οι δεσμοί έδεσαν κι άλλο κι έκατσαν πιο καλά. Πρέπει να πω και ότι νιώθω πως αυτοί που αποχώρησαν κατά κάποιον τρόπο είναι μαζί μας, σχεδόν όλοι τουλάχιστον.
―Υπάρχει αγαπημένο τραγούδι από τη δισκογραφία σας; Ποιο είναι και γιατί;
Το πρώτο του πρώτου μας δίσκου, το «Ρωμυλία». Αναφέρεται σε ένα αγαπημένο βιβλίο, το Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, σε ένα ταξίδι του πατέρα αλλά κι ενός πολύ αγαπητού φίλου, του Αλέξη Μουτσοκάπα, που από χρόνια ζει τραυματισμένος στον Καναδά, στην πατρίδα τους τη Ρωμυλία, γιατί περιέχει τους στίχους «λύπη, αγάπη και λοιπά / δεν περνούν σε μας αυτά / μες στο πάθος μας σβηστήκαν / φύγαν, κάνανε φτερά» και γιατί γράφτηκε πάνω σ’ έναν όχι συνηθισμένο για μένα, όμως ελκυστικό, μουσικό δρόμο. Φυσικά, υπάρχουν και πάρα πολλά άλλα αγαπημένα.
―Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κομοτηνή Ροδόπης, χρησιμοποιούμε τη λέξη «μασάλια» για να περιγράψουμε ένα σχετικά ευρύ φάσμα λεκτικών φαινομένων, από το βρετανικό small talk μέχρι τις ανέκδοτες ιστορίες που σας αρέσει να διηγείστε τα live σας. Πριν από κάθε σειρά εμφανίσεων ετοιμάζετε καινούργια «μασάλια»; Λέτε συνέχεια τα ίδια ή έχετε μια φαρέτρα από γουστόζικες ιστορίες και διηγείστε όσες ταιριάζουν στην περίσταση; Υπάρχει χρυσός κανόνας στην αναλογία ιστορίες/τραγούδια στα live σας;
-Δεν υπάρχει κανένας χρυσός κανόνας. Στη φαρέτρα που λέτε υπάρχουν οι ιστορίες των ίδιων των τραγουδιών που μερικές φορές αισθάνομαι την ανάγκη να αναπτύξω, βασικά όταν έχουμε καινούργιους πελάτες. Δεν ετοιμάζω «μασάλια», όμως τα γεγονότα και οι πρόσφατες εντυπώσεις δημιουργούν καινούργια, που έτσι και περάσουν απ’ το μυαλό μου δεν μπορώ να τα κρατήσω μέσα μου. Μερικά μας διασκεδάζει να τα επαναλαμβάνουμε ακριβώς τα ίδια, σαν σλόγκαν. Aυτός ο τρόπος που εκτυλίσσονται οι συναυλίες προέκυψε με τα χρόνια, χωρίς κανέναν ορθολογικό σχεδιασμό, και συνάντησε κατά καιρούς αντιδράσεις, ακόμη και μεταξύ των μελών του συγκροτήματός μας. Όμως, αν δεν το κάνω, αισθάνομαι σοβαροφανής κι ακόμα χειρότερα. Σε μια μακροσκελή, καταπληκτική ως συνήθως, επιστολή του στις 14.6.2002, ο Βαγγέλης Παπαζαχαρίου ή Ζάχος, δημιουργός, μεταξύ πολλών άλλων, των τραγουδιών του δίσκου μας «Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ», μου έγραφε: «... Θα ‘πρεπε να καταλάβουν αυτοί που σου λένε να μιλάς λιγότερο ή καθόλου ανάμεσα στα τραγούδια πως έχουν άδικο, πως δεν γνωρίζουν την παλαιά παράδοση που συνεχίζει, από το Βυζάντιο, να υφίσταται υπογείως και ασυναίσθητα ως τα σήμερα. Αυτές οι “…παρλάτες”, με ή χωρίς μουσική υπόκρουση, υπήρχαν και στο βυζαντινό “παίγνιον της μέσης (οδού)”, που συνεχίστηκε και με το θεωρούμενο τούρκικο “ορτά ογιουνού”, που σημαίνει κατά λέξη “παίγνιον της μέσης”. Όπως και στο Βυζάντιο οι “παιγνιδιάτορες”, έτσι και οι Οθωμανοί Meddah, ο καθένας μόνος του ή δυο μαζί ή και σε μπουλούκια ολόκληρα πήγαιναν από πόλη σε πόλη και από γειτονιά σε γειτονιά. Και αφού σχολίαζαν την επικαιρότητα, πολιτική, θρησκευτική, κοινωνική, οικονομική, τα τυχόν εγκλήματα, τις παρατυπίες και τις αξιέπαινες πράξεις, λέγανε και κανένα παραμύθι ή ανέκδοτο, λέγανε και τραγούδια… Μην αφήνεις, λοιπόν, Αργύρη μου, τους συντρόφους σου ή άλλους φίλους να σε λογο-κοπούν ή να σε λογο-κρίνουν. Είτε καλοπροαίρετα το κάνουν είτε όχι, είναι λάθος, χωρίς να το ξέρουν… Είναι ανιστόρητη κρίση. Πάει ενάντια στο λαϊκό αίσθημα. Όπως το έχεις καταλάβει, το κοινό γουστάρει κουβέντα. Και η τηλεόραση είναι, δυστυχώς, ένα μέσο μονοδιάστατο, ένας μονόδρομος, που δεν μπορεί να στήσει κουβέντα. Και από τότε που χάθηκαν τα θεατρικά μας μπουλούκια οι ηθοποιοί του θεάτρου έγιναν κι αυτοί λειψοί και μονοδιάστατοι, εξειδικευμένοι και… άμουσοι!».
―Είμαι βέβαιος ότι στο σπίτι σας ακούτε πολλή και διαφορετική μουσική. Αλλάζουνε τα γούστα σας με τον καιρό, υπάρχει κάτι που παλιά απορρίπτατε και στο οποίο τώρα είστε πιο δεκτικός;
Δεν ακούω και πολλά πράγματα στο σπίτι, αφού επιβάλλονται τα γούστα των δυο γιων μου, οι επιλογές των οποίων όμως μου προκαλούν συχνά το ενδιαφέρον. Εγώ επιλέγω μουσική όταν ταξιδεύω μόνος ή όταν περπατώ, όπως επιβάλλει η ηλικία μου, από τα ακουστικά του κινητού. Επιλέγω πια λίγα πράγματα. Ακούω Μάρκο μεταξύ ’32 και ’34, Κυριαζή, Γιοβάν Τσαούς, τους 20 τόμους με διπλά CDs ρεμπέτικων επιλεγμένων από τον Παναγιώτη Κουνάδη -που οριοθέτησε, νομίζω, πολύ σωστά με την επιλογή του αυτή το ρεμπέτικο- και επεξεργασμένων μοναδικά απ’ τον Νίκο Διονυσόπουλο. Ακούω, επίσης, τις κατά καιρούς ανακαλύψεις του 15χρονου μικρού μου γιου στον μουσικό παράδεισο της τζαζ, όπως ο Blind Willie Johnson, τα τραγούδια του μεγάλου, ηχογραφημένα από το συγκρότημα στο οποίο συμμετέχουν και οι δύο, τους Dreamers και οπωσδήποτε τις καινούργιες δουλειές των φίλων.
Θα δούμε σύντομα καινούργια ταινία του Σταύρου Τσιώλη; Σε ποια γεωγραφική περιοχή θα αναφέρεται;
Απ’ ό,τι ξέρω, υπάρχει υπερ-παραγωγή θεατρικών έργων διά χειρός Σταύρου Τσιώλη. Τον πιέζω για ταινίες, όμως καλά κάνει και περιορίζεται στον χώρο του θεάτρου, προστατεύοντας έτσι τον εαυτό του από την εξουθένωση των γυρισμάτων μιας ταινίας, όπως βέβαια ξέρει και απαιτεί ο ίδιος απ’ τον εαυτό του να τα κάνει.
―Συνήθως οι καλλιτέχνες επιλέγουν ωραίες γυναίκες για μούσες. Ο Τσιώλης γιατί επέλεξε ένα αρχιτέκτονα από την Καβάλα; Βοηθάτε και στα σενάρια;
Δεν είμαι και μούσα του Τσιώλη! Θα το διαβάσει κανείς και θα μας παρεξηγήσει. Δεν έχετε διαβάσει ότι στο Χόλιγουντ οι γυναίκες ηθοποιοί-ντίβες παραπονιούνται κατά καιρούς ότι οι πρώτοι αντρικοί ρόλοι υπερτερούν πολύ σε αριθμό των γυναικείων; Ο Τσιώλης με επέλεξε ακούγοντας κάποιους στίχους μου και όταν με είδε, του άρεσε φαίνεται η άγαρμπη κοψιά μου και, επιπλέον, πιθανόν να έψαχνε κάποιον που να παίζει όπως εγώ, δηλαδή να μην παίζει - όχι ότι μπορώ να παίξω, δεν μπορώ να παίξω. Όμως, πρέπει να σας πω ότι ταυτίζομαι με όλους τους ήρωες που δημιουργεί, δηλαδή ταυτίζομαι απόλυτα μαζί του. Μια φορά επενέβην δραστικά στο σενάριο της ταινίας Έρωτας στη χουρμαδιά. Γυρίσαμε τη σκηνή που πρότεινα με τον μακαρίτη τον Λάζαρο Ανδρέου στο Αντίρριο, ο Τσιώλης νόμισε ότι καταστρέψαμε την ταινία και ακολούθησε ό,τι ακολούθησε. Τελικά η σκηνή έσκισε στην προβολή. Πολλές φορές συζητάμε λεπτομέρειες του σεναρίου, όμως στις 999 φορές από τις χίλιες κάνει τη σωστή επιλογή. Άσε που στο μοντάζ κόβει τις σκηνές στις οποίες σκίζω, εννοώ που παίζω.
―Προσωπικά έχω γνωρίσει ανθρώπους που κάθε πρωί τηλεφωνούν και λένε ο ένας στον άλλο «Και αν δεν έχουν περάσει γυναίκες από τα χέρια σου πάνω, Πάνο μου», «Σαν τα μπεκατσόνια θα πάμε» ή κάποια άλλη ατάκα από το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (η καλύτερη ελληνική ταινία των τελευταίων 30 χρόνων κατ’ εμέ) για να πάει καλά η μέρα τους και το κλείνουν. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε το γεγονός ότι οι ταινίες σας έχουν αποκτήσει cult status;
Με συγκινεί ιδιαίτερα, και προσωπικά και ως μέλος της «κίνησης Τσιώλη».
―Έχετε φάει κοκορέτσι τύπου Παπαδίτσας;
Όχι, δε θα με αποτρέψει όμως ο Τσιώλης να το κάνω, αν τύχει.
―Τέλος, πρέπει να σας εκμυστηρευτώ ότι σας είχα δει στα Εξάρχεια να παρακολουθείτε όρθιος το ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός στο καφέ που κι εγώ συχνάζω για να δω τον ΠΑΟΚ. Σκούντηξα τον αδελφό μου και του είπα ότι πρέπει να πάμε να σας συστηθούμε. Τελικά, είτε επειδή ντραπήκαμε είτε επειδή χάναμε κιόλας και σερνόταν η ομάδα, δεν ήρθαμε. Μετά ισοφάρισε ο Κλάους και πάνω στη χαρά της στιγμής ξεχαστήκαμε. Μετάνιωσα που δεν σας μίλησα, αλλά βεβαιώθηκα ότι παρακολουθείτε την ομάδα. Για να καταλήξω κάπου, αυτός ο Ιβάν Σαββίδης σας γεμίζει το μάτι; Προσωπικά, έχει κάτι απροσδιόριστο που ακόμα δεν με έχει πείσει.
Θα γνωρίζετε την έκφραση «Πάρε γυναίκα Πόντια και μηχανάκι Σαξ». Συμφωνώ πως υπάρχει κάτι απροσδιόριστο: Πόντιος, θρήσκος, επιχειρηματίας, φίλος του Πούτιν, μπερδεύεσαι. Όμως αυτό οφείλεται στο ότι είμαστε πολύ μακριά από την κουλτούρα των φυσικών μας συμμάχων, των Ρώσων, και έχουμε ενστερνιστεί ό,τι χειρότερο από τους φυσικούς και αποδεδειγμένους πολλάκις εχθρούς μας. Φυσικά και έχω ερωτηματικά για τον Σαββίδη, όμως πιστεύω ότι και να πάει ψηλά τον ΠΑΟΚ, δεν θα ζήσουμε την ξεφτίλα που βιώνουν οι οπαδοί του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, να βλέπουν τις ομάδες τους να ταυτίζονται με τη χούντα, μία με το ΠΑΣΟΚ, μία με τη Νέα Δημοκρατία, να βλέπουν και να ανέχονται αυτούς που διοικούν τις ομάδες τους, να δείχνουν ότι απολαμβάνουν τις αδικίες επί των αντιπάλων τους χωρίς να κρατούν στοιχειωδώς τα προσχήματα, αντιμετωπίζοντας τον χώρο του ποδοσφαίρου μόνο ως χώρο επίδειξης δύναμης. Πείτε μου πώς πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ πως θα προκόψουν όταν έχουν μέλη και προέδρους οπαδούς των δύο «μεγάλων-μικρών» του ποδοσφαίρου. Πρώτα να αλλάξουν ουσιαστικά ομάδα και μετά βλέπουμε.
―Την αντέχετε την Αθήνα; Τι σας αρέσει σε αυτήν;
Την αγαπώ πολύ. Έχω ζήσει σε αυτήν για μεγάλα διαστήματα, την έχω γνωρίσει και με τα πόδια και με μηχανή. Έχω φίλους που είναι ένα με αυτήν, όπως ο Χάρης Μιχαλογιαννάκης, συγγενείς, είναι μια πόλη όπου δημιουργείς οάσεις και μπορείς να ζήσεις μέσα τους, όπου τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό, που κυριαρχεί στις μικρές πόλεις, δεν τον αντιλαμβάνεσαι. Σταματώ εδώ, γιατί αυτή κουβέντα δεν έχει τέλος.
____________
Oι Χειμερινοί Κολυμβητές εμφανίζονται το Σάββατο 26/1 στο Gagarin205.
Λεωφόρος Λιοσίων 205
Credit Illustration
Φωτογραφία του Πάνου Μιχαήλ, επεξεργασμένη από τον Αλέξανδρο Γκάγκανη, που δημοσιεύτηκε στη LifO πριν από δυο περίπου χρόνια, μαζί με συνέντευξη του Αρ. Μπακιρτζή, με την ευκαιρία της συμμετοχής του στο ανέβασμα του έργου του Σταύρου Τσιώλη Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ από το Θέατρο Τέχνης.
σχόλια