ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟ
Φαινόταν από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μια λάμψη, μακρυά στον ορίζοντα, λες και υπήρχε μια αχτίδα ηλίου μέσα στο βράδυ, που αντανακλούσε στιγμιαία το φως της πάνω σ' ένα καθρέφτη. Η λάμψη πρέπει να 'ταν φάρος, γιατί είχε αναγνωρίσιμη περίοδο και ρυθμό. Και κάθε φάρος έχει το δικό του στίγμα, που δεν το 'χει κανένας άλλος.
Το επόμενο δευτερόλεπτο πέταξα πάνω από την επιφάνεια του Θερμαϊκού, και σε λίγες στιγμές, ζαλισμένος από την υπερβολική ταχύτητα, πλησίασα στον πύργο πάνω από τα βράχια και τρύπωσα στον κλωβό του φωτιστικού μηχανήματος.
"Αντικαταδιοπρτικός φανός τύπου Fresnel" απήγγειλα μόνος μου, αυστηρά και θεατρικά, λες και απέδιδα φόρο τιμής στον Γάλλο εφευρέτη που το 1818 άλλαξε τον κόσμο των ναυτικών, προσφέροντας τους ένα οπτικό μηχάνημα που πολλαπλασίαζε τη δύναμη ενός κεριού και το έκανε να λάμπει σαν τον ήλιο μέσα στο σκοτάδι.
Συνεχίσαμε και λίγο μετά, πάνω στην άμμο, εμφανίστηκε μια λιμνοθάλασσα. Ή ήταν μήπως κόλπος, με ένα μικρό άνοιγμα προς τη θάλασσα; Και τι ήταν όλες αυτές οι παρατημένες εγκαταστάσεις; Υπέθεσα πως θα ήταν παλιές αλυκές. Και παραπίσω, στη λιμνοθάλασσα, κάποια πουλιά που δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν. Θα μπορούσαν να είναι γερανοί, φλαμίνγκο, κορμοράνοι - σίγουρα ήταν κάποιος υδροβιότοπος.
Σκέφτηκα τον ευγενικό και δαιμόνιο κύριο Φρενέλ να εποπτεύει τους τεχνίτες στην κατασκευή των γιγάντιων αυτών φακών που έμοιαζαν ζωντανοί, σαν τεράστιες γυάλινες καρδιές, σαν μεγάλα κρυστάλλινα μάτια, και τριγύρω ν'απλώνεται το βιομηχανικό Παρίσι και τα εργοστάσια του, γιγάντια κτήρια με τεράστιες τζαμαρίες, γεμάτα τεχνίτες και εργάτες με μονόκλ στην τσέπη και ταπεινή καταγωγή από τη Βρετάνη.
Εκείνο το γλυκό βράδυ όμως εγώ βρισκόμουν καθισμένος, με τα πόδια μου να κρέμονται πάνω από το νερό, στο ξύλινο πάτωμα της παραλίας της Θεσσαλονίκης, αρχές Μαΐου, Παρασκευή βράδυ, με την πόλη σύσσωμη στο δρόμο, να βουίζει ολόκληρη σαν κουδούνι. Να τρώει, να πίνει, να φωνάζει, να γελάει, να μιλάει, να μιλάει ασταμάτητα, και μετά να ξαναπινει και να ξανατρώει και να ξαναγελάει.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως την επόμενη μέρα θα πήγαινα να τον βρω αυτόν τον φάρο. Έπεισα μια φίλη να έρθει μαζί μου. Πήραμε την επομένη το αμάξι της και οδηγήσαμε παραλιακά. Στην Περαία ρώτησα έναν χαμογελαστό πιτσιρίκο αν ξέρει που είναι ο φάρος. Μου είπε: "Στο Αγγελοχώρι". Κι έτσι συνεχίσαμε παραλιακά ψάχνοντας το Αγγελοχώρι. Μπήκαμε σε μια μεγάλη ευθεία που κατέληγε στη θάλασσα. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου έκαναν την επαρχιακή άσφαλτο να γυαλίζει σαν μέταλλο.
Παρκάραμε σε μια παραλία με ένα μικρό πέτρινο μώλο, με μερικές βάρκες και αμέτρητους windsurfers. Μεσήλικες σχεδόν όλοι, μερικοί με τα παιδιά τους. Παραπέρα, προς τα νότια, ξεπρόβαλαν από το τοπίο οι αετοί των kitesurfers. Σαν κινέζικοι δράκοι, χορεύανε νευρόσπαστα στον αέρα.
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και πατήσαμε στην άμμο. Ήταν μια παρατημένη μικρή πλαζ. Ίσως να ξαναζωντάνευε τα καλοκαίρια, αλλά τώρα έμοιαζε σαν το ερείπιο ενός παλιού της εαυτού. Ξεκοκκαλιασμένες ομπρέλες και ένα ζευγάρι ξεχαρβαλωμένα αποδυτήρια. Κι ένα φως που κατέβαινε προς το Θερμαϊκό, και ποιος να 'ξερε τι έβλεπα απέναντι, εκεί που πήγαινε να δύσει ο ήλιος. Ένα μεγάλο βουνό, για την ακρίβεια ένα τεράστιο βουνό, που μάλλον ήταν ο Όλυμπος.
Η αμμουδιά συνέχιζε προς τα νότια. Φαινόταν ένα ερειπωμένο σπίτι πάνω στην άμμο.
Λίγο πριν το ρημαγμένο κτίσμα, μια βάρκα βουλιαγμένη ολόκληρη μέσα στην άμμο. Έγραφε πάνω της "Αθήνα" στα Γαλλικά. Σκέφτηκα για άλλη μια φορά χαμογελώντας, αυτό που πάντα μου συμβαίνει όταν βρίσκομαι σ' ένα μέρος που μου αρέσει, εκτός της Αθήνας: η πόλη μου μου στέλνει σημάδια για να τη θυμηθώ, λες και ζηλεύει.
Σαν την διαλυμένη βάρκα, όλα σ' αυτή τη γωνιά της γης ήταν πεταμένα, ρημαγμένα, αφημένα μόνα τους να βλέπουν τα ηλιοβασιλέματα πάνω από την Κατερίνη και τον Όλυμπο. Και ήταν όλα τόσο σιωπηλά και ήρεμα που ηρεμούσες κι εσύ. Σαν να έμπαινες σε μια μεγάλη αίθουσα με ένα τεράστιο ουράνιο τρούλο, που όλοι όσοι ήταν εκεί, μίλαγαν σιγανά και με ευγένεια. Και τότε κατάλαβα ότι στον τόπο αυτό υπάρχει ενός είδους γαλήνη που δεν υπάρχει στην ηλεκτρισμένη Αττική, την γεμάτη διαολεμένες δονήσεις. Στην Αττική ακόμα κι η ησυχία προμηνύει καταιγίδες, δράματα, μπλεξίματα. Η Αττική είναι ηλεκτροφόρα.
Συνεχίσαμε και λίγο μετά, πάνω στην άμμο, εμφανίστηκε μια λιμνοθάλασσα. Ή ήταν μήπως κόλπος, με ένα μικρό άνοιγμα προς τη θάλασσα; Και τι ήταν όλες αυτές οι παρατημένες εγκαταστάσεις; Υπέθεσα πως θα ήταν παλιές αλυκές. Και παραπίσω, στη λιμνοθάλασσα, κάποια πουλιά που δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν. Θα μπορούσαν να είναι γερανοί, φλαμίνγκο, κορμοράνοι - σίγουρα ήταν κάποιος υδροβιότοπος.
Οι kitesurfers πια είχαν αρχίσει να αποχωρούν. Το τελευταίο τους νευρόσπαστο χαμήλωσε και χάθηκε. Και τότε ξαφνικά πίσω μας εμφανίστηκαν δυο καβαλάρηδες.
Τα άλογα τους ήταν πανέμορφα. Τους ρώτησα, "δικά σας τα άλογα;" "ναι" μου απάντησε ο ένας, χαμογελώντας περήφανος. "Τα παίρνουμε κάθε τόσο και πάμε βόλτες". Τους ζήλεψα. 50-60 χρονών και οι δυο, εμφανώς χαρούμενοι με αυτό που έκαναν εκείνη τη στιγμή. Τους έβγαλα φωτογραφία. Πόζαραν σαν μικρά παιδιά. Το χαμόγελο τους ζέστανε όλο το τοπίο. Όταν είσαι σε άγνωστη γη και οι κάτοικοι της σε καλωσορίζουν με χαμόγελο, ξαφνικά αυτή η γη γίνεται και δική σου.
Οι καβαλάρηδες χαίρετησαν, και λίγο πιο μετά η εξερεύνηση σταμάταγε. Ήταν φανερό πως σταμάταγε, γιατί η άμμος σχημάτιζε μια μύτη, ένα αμμουδερό μικροσκοπικό ακρωτήρι. Λες και ήσουν στο τέλος του κόσμου. Κι όμως ήταν απλά ένα μυτερό κομμάτι άσπρης άμμου. Παραδίπλα υπήρχε μια συστοιχία από ομπρέλες κι ένα ξύλινο beach bar, που ακόμα δεν ήταν έτοιμο για το καλοκαίρι.
Δυο ψαράδες, αραγμένοι κάτω από τις ομπρέλες, δίπλα στο νερό, με τα καλάμια τους να περιμένουν, μας είπανε ένα γεια γεμάτοι χαμόγελο κι αυτοί σαν τους καβαλάρηδες. Στο beach bar δυο άτομα δουλεύανε, κάνανε μερεμέτια. Ακουγόταν ο μονότονος ήχος ενός σφυριού μέσα στο ελαφρύ αεράκι. "Τακ, τακ, τακ..." Ήταν λες και άκουγες την αντίστροφη μέτρηση για το καλοκαίρι.
Ο αέρας δυνάμωνε. Ο ουρανός σκούραινε κι η θάλασσα μαζί του. Βούτηξα στα άγνωστα νερά. Που δεν ήταν ούτε Κυκλαδίτικα, ούτε Επτανησιακά, ούτε Αττικά, ούτε Ευβοιώτικα, ούτε τίποτε άλλο που γνώριζα. Ήταν κάτι άλλο. Όπως κάτι άλλο ήταν και η Θεσσαλονίκη. Δεν ξέρω τι, αλλά ήταν "άλλο". Άγνωστο, εξωτικό, με ένα τρόπο σχεδόν βορειοευρωπαϊκό. Και μου ήταν αδύνατον να το εξηγήσω, και ακόμα δεν μπορώ. Και γι' αυτό θέλω να ξαναπάω, και να ξαναπάω. Για να εξηγήσω τι είναι η Θεσσαλονίκη. Ίσως, εν τέλει, την έχω λίγο ερωτευτεί - αν κανείς στ' αλήθεια μπορεί να ερωτευτεί μια πόλη.
Στις παρατημένες αλυκές στο Αγγελοχώρι, όταν ο ήλιος πέθανε κάπου κοντά στην Κατερίνη, στον ορίζοντα, ξεκινήσαμε να περπατάμε προς τα πίσω. Προς το αυτοκίνητο, την οδήγηση, την πόλη, πέρα από την άσπρη άμμο και τα αμμουδερά ακρωτήρια, τους καβαλάρηδες, τις ξεχασμένες αλυκές, τα σμήνη κορμοράνων κι ερωδιών κι όλο αυτό το ξεχασμένο, ασήμαντο επεισόδιο λίγο έξω απ' τα σύνορα της αινιγματικής συμπρωτεύουσας.
Και εκεί που είχα εντελώς ξεχάσει τον φάρο, είδα τη λάμψη του. Ήταν ακριβώς πάνω από τον μώλο που είχαμε παρκάρει, αλλα πρωτύτερα δεν τον παρατήρησα. "Καταδιοπτρικός φανός τύπου Φρενέλ" ξανάπα μέσα μου. Φώτιζε τη θάλασσα και την έκανε να αστράφτει μέσα στο λυκόφως.
Αναρωτιέμαι τώρα, πίσω στην Αθήνα, έχοντας ψάξει και μάθει γι' αυτόν ό,τι μπορούσα: Να 'τανε άραγε εκεί πάνω ακόμα τα πυροβολεία των Γερμανών, τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων από κάτω του; Που έσκασαν οι βόμβες των συμμαχικών αεροπλάνων στον πόλεμο και τον τσάκισαν; Ήθελα να περπατήσω το λόφο για να δω τη λάμψη του απο κοντά και να ρίξω μια μάτια σε όλο το Θερμαϊκό από 'κει πάνω, όμως έπρεπε να φύγουμε.
Το αμάξι πήρε μπρος και ο φάρος έμεινε πίσω. Η λάμψη του φαινόταν ακόμα, για λίγο, στο καθρεφτάκι. Σε λίγο χάθηκε κι έμεινε πίσω. Αργότερα, το ίδιο βράδυ όμως, εμφανίστηκε πάνω απ' τα ποτά που πίναμε στη Σαλονίκη. Εκεί που τσούγκρισαν δυο ποτήρια, τον είδα ξώφαλτσα να αστράφτει στο βάθος. Η Λεωφόρος Νίκης όμως, αυτάρεσκη και μεθυσμένη μέσα στο Σαββατόβραδο, δεν έδινε δεκάρα για τα σινιάλα του.
________
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί πρώτη φορά στο LIFO το 2012
σχόλια