Κάτι πολύ στραβό έχει συμβεί στους καιρούς μας και στρεφόμαστε όλο και πιο συχνά σε σύμβολα και εμβλήματα ενός παρελθόντος που μοιάζει συγκριτικά στιβαρό, σαφές και συγκροτημένο.
Συνήθως πρόκειται για στρεβλωτικές προβολές που κάνουμε πάνω στην ανάγκη μας να βρούμε ένα μπούσουλα για να διαχειριστούμε μια σύγχρονη σύγχυση, στην περίπτωση όμως του Μπεν Μπράντλι, του εμβληματικού -εδώ κολλάει απολύτως ο προσδιορισμός αυτός που έχει υποστεί τόση κατάχρηση- ιστορικού διευθυντή της Washington Post (από το 1968 ως το 1991), φαίνεται να έχει απόλυτο νόημα η αγιοποίηση ενός κατεξοχήν εκπροσώπου της δημοσιογραφίας παλαιάς κοπής όπου κριτήριο ήταν η αλήθεια και μόνον η αλήθεια χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, σε σχέση με τη σημερινή κυριαρχία της πόλωσης, του 24ωρου ειδησεογραφικού κύκλου, της χειραγώγησης των μέσων, της τρολιάς και των «ψευδών ειδήσεων».
«Για τον Μπεν Μπράντλι η δημοσιογραφία ήταν ένα δημόσιο αγαθό ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας» είχε δηλώσει ο Πρόεδρος Ομπάμα τον Οκτώβριο του 2014 όταν αναγγέλθηκε ο θάνατος του διάσημου «εφημεριδανθρώπου» σε ηλικία ενενήντα τριών ετών.
«Για τον Μπεν Μπράντλι η δημοσιογραφία ήταν ένα δημόσιο αγαθό ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας» είχε δηλώσει ο Πρόεδρος Ομπάμα τον Οκτώβριο του 2014 όταν αναγγέλθηκε ο θάνατος του διάσημου «εφημεριδανθρώπου» σε ηλικία ενενήντα τριών ετών.
Τρία χρονιά και κάτι μετά, έκανε πριν από μερικές μέρες την επίσημη πρεμιέρα του στο τηλεοπτικό δίκτυο HBO το ντοκιμαντέρ The Newspaperman: The Life and Times of Ben Bradlee του Τζον Μάτζιο, όπου σκιαγραφείται με γλαφυρό τρόπο η πορεία του ανθρώπου που είχε «πρώτο τραπέζι πίστα» σε κάποια από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα του 20ού αιώνα ενώ, ως διευθυντής της Post, υπήρξε πρωταγωνιστής στις πολύκροτες υποθέσεις των μυστικών εγγράφων του Πενταγώνου (Pentagon Papers) το 1971 σχετικά με τη μάταιη και αιματηρή παράταση της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και ακολούθως στο περιβόητο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.
Και στις δύο περιπτώσεις, η εφημερίδα αλλά και ο ίδιος ο Μπράντλι, είχε να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα αντίδραση και τις άγριες απειλές της κυβέρνησης Νίξον, και στις δύο περιπτώσεις κατέληξε θριαμβευτής, και στις δύο περιπτώσεις έμελλε να αποθεωθεί ο κρίσιμος ρόλος του στη μεγάλη οθόνη, μέσω της χολιγουντιανής δραματοποίησης.
Η πρώτη φορά ήταν φυσικά στην ταινία Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου (1976) όπου τον υποδύθηκε ο Τζέισον Ρόμπαρντς ενώ σε λίγες μέρες κάνει την πρεμιέρα της η νέα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ The Post με θέμα τον αγώνα της εφημερίδας εναντίον της απαγόρευσης δημοσίευσης απόρρητων εγγράφων μέχρι την τελική δικαίωση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ο Μπράντλι όμως –η φωνή του οποίου, μέσω αποσπασμάτων της audiobook εκδοχής της αυτοβιογραφίας του, A Good Life, αφηγείται «από το υπερπέραν» εκτεταμένα τμήματα του ντοκιμαντέρ– δεν ζει πλέον για να δει τον Τομ Χανκς να υποδύεται τον ίδιο και τη Μέριλ Στριπ να υποδύεται την εκδότρια της «Ποστ» Κάθριν Γκρέιαμ.
Κινηματογραφική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι κι αλλιώς η ζωή του Μπεν Μπράντλι, ο οποίος υπήρξε μέχρι τέλους μια εντυπωσιακή φιγούρα: ευθυτενής, κομψός, αγέρωχος και άφοβος στις φουρτούνες εντός και εκτός της αίθουσας συσκέψεων.
Υπηρέτησε στη μάχη του Ειρηνικού, ερωτεύτηκε την ταινία του Χίτσκοκ Ξένος Ανταποκριτής (γνωστής στα ελληνικά και με τον τίτλο Πριν από τη θύελλα) και μετά τον πόλεμο βρέθηκε στο Παρίσι όπου εργάστηκε ως ανταποκριτής του Newsweek βιώνοντας παράλληλα τη γλυκιά ζωή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στην Πόλη του Φωτός. Ακολούθως επέστρεψε στην Αμερική για να εγκατασταθεί στην Ουάσιγκτον όπου θα γινόταν γείτονας και κολλητός (πραγματικός κολλητός, όπως παρουσιάζεται εντυπωσιακά στο υλικό που δείχνει η ταινία με τις εκδρομές, τα σουαρέ και τις βόλτες με το ιστιοπλοϊκό) του μετέπειτα Προέδρου Τζον Φ. Κένεντι. Η στενή σχέση τους συνεχίστηκε και μετά την άνοδο του JFK στο ύπατο αξίωμα της χώρας του, και ο Μπράντλι δεν έκανε κανέναν κόπο να την κρύψει παρότι κάτι τέτοιο έμοιαζε και μοιάζει εντελώς ανάρμοστο και αντιδεοντολογικό για επιφανή δημοσιογράφο.
Αφότου αποδέχτηκε τη θέση του διευθυντή της «Ποστ» με στόχο να τη βγάλει από την επαρχιακή, περιφερειακή ανυποληψία (κάτι που κατάφερε και με το παραπάνω, καθιστώντας την βασικό ανταγωνιστή των New York Times), ο Μπεν Μπράντλι με την πληθωρική και ασυμβίβαστη προσωπικότητα έγινε ο πρώτος «celebrity editor», ενώ ήταν επίσης αυτός που καθιέρωσε και τη lifestyle καταγραφή της επικαιρότητας με το ένθετο «Style» που εγκαινίασε στο σώμα της εφημερίδας.
Το ντοκιμαντέρ του Μάζιο αφιερώνει, όπως είναι φυσικό, μπόλικο από το χρόνο του στους δημοσιογραφικούς θριάμβους των εγγράφων του Πενταγώνου και του Γουότεργκεϊτ, ασχολείται όμως και με μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της εφημερίδας υπό τη διεύθυνση του Μπράντλι. Το 1980, η νεαρή, ραγδαία ανερχόμενη και ισχυρό πουλέν του διευθυντή της, δημοσιογράφος Τζάνετ Κουκ, παρουσίασε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ με τίτλο «O κόσμος του Τζίμι» ("Jimmy's World"), αφηγούμενη την ιστορία ενός οκτάχρονου εθισμένου στην ηρωίνη με φόντο το σύμπαν των γκέτο στη Ουάσιγκτον.
Το εκτενές άρθρο έκανε τεράστια αίσθηση και κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, το οποίο όμως η εφημερίδα αναγκάστηκε ντροπιασμένη να επιστρέψει όταν αποδείχτηκε ότι η ιστορία ήταν ένα γλαφυρό αποκύημα της φαντασίας της φιλόδοξης συντάκτριας.
Η αντίδραση του Μπράντλι ήταν να δημοσιεύσει στην εφημερίδα μια απολογητική ανάλυση αυτής της ύβρεως στην οποία υπέπεσε η εφημερίδα. Το κείμενο ξεπερνούσε τις 18.000 λέξεις, αλλά αποτέλεσε «το υπόδειγμα τού τι πρέπει να κάνεις μετά από τέτοιο ατόπημα», όπως αναφέρει στο ντοκιμαντέρ ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, πρώην δημοσιογράφος στην Post και νυν διευθυντής του New Yorker.
Ο ρομαντισμός και η παλαιάς κοπής αντίληψη της δημοσιογραφίας ως μοχλός ελέγχου της εξουσίας, που διαπερνούν την ταινία του Μάτζιο, μπορεί να φαίνονται εκτός τόπου και χρόνου στο σύγχρονο μιντιακό τοπίο (ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ο νέος εκδότης της Post είναι ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του Amazon, Τζεφ Μπέζος), τα λόγια όμως του Μπράντλι, όπως καταγράφηκαν σε μια επιστολή που έγραψε πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, απηχούν τις διαχρονικές αξίες που οφείλουν να συνοδεύουν το «λειτούργημα» ακόμα και στη σημερινή, υβριδική και περίεργη φάση του: «Η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα τόσο επικίνδυνη όσο το ψέμα. Ειλικρινά πιστεύω ότι η αλήθεια είναι αυτή που απελευθερώνει τους ανθρώπους στο τέλος».