Μπορούν οι εφημερίδες να έχουν μέλλον; Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα social media; Τι άλλαξε μετά την εκλογή του Τραμπ; Πώς αντιμετωπίζονται τα fake news; Πρέπει να πληρώνεται η ποιότητα; Ποιες είναι οι ανάγκες του αναγνωστικού κοινού σήμερα; Ζούμε σε μια εποχή που διαρκώς μεταβάλλεται, οι αναγνωστικές συνήθειες αλλάζουν, οι ψεύτικες ειδήσεις υπερτερούν και τα virals έχουν γίνει κυρίαρχη μορφή ενημέρωσης. Τι πρέπει να κάνει, λοιπόν, ο ηλεκτρονικός και έντυπος Τύπος;
«Πρέπει να επικεντρωθούμε στην αξιοπιστία, στην έρευνα και την ανάλυση» μου λέει ο αντιπρόεδρος της μεγαλύτερης εφημερίδας στον κόσμο, των «New York Times», Αχιλλέας Τσάλτας. Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό σε ένα υπέροχο ρετιρέ της οδού Σκουφά, σ' ένα μικρό διάλειμμα από τα συνεχή ταξίδια του.
Γεννημένος στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και με ελληνικές ρίζες, έχει καταφέρει από το 2012 να αναρριχηθεί στα υψηλότερα αξιώματα της διεθνούς έκδοσης της αμερικανικής εφημερίδας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη διοργάνωση συνεδρίων και την Καινοτομία. Πρόκειται για ένα μέσο ενημέρωσης που κυκλοφορεί σε 160 χώρες, έχει 2.000.000 ψηφιακούς συνδρομητές, 1.000.000 συνδρομητές της έντυπης έκδοσης, 1.000.000 πωλήσεις στις ΗΠΑ καθημερινά και περίπου 130.000.000 μοναδικούς επισκέπτες τον μήνα στην ηλεκτρονική του έκδοση. Τα τελευταία χρόνια ζει στο Λονδίνο και παλιότερα στο Παρίσι και στο Χονγκ-Κονγκ.
«Αυτό που μου αρέσει στη ζωή μου είναι ότι ποτέ δεν νιώθω να βρίσκομαι σε ρουτίνα. Βέβαια, δεν ηρεμείς ποτέ, αλλά από τα πολυάριθμα ταξίδια μου έχω μάθει τι σημαίνει να γεφυρώνεις ανάμεσα στις διαφορές των πολιτισμικών χαρακτηριστικών» λέει ενώ απολαμβάνουμε την καταπληκτική θέα της Αθήνας. Από τη συζήτησή μας αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για έναν πολίτη του κόσμου, ο οποίος, όπως θα μου πει, δεν επιδιώκει να πάρει ποτέ σύνταξη, διατηρώντας ως τρόπο ζωής την εργασία μέχρι το τέλος.
Στη φάση που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος ο πολίτης επιλέγει τα άκρα, είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Τα άκρα δεν είναι η λύση, προφανώς, αλλά μια διαμαρτυρία από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι επιτυχημένο στο κέντρο.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στη LiFO συνομιλήσαμε για το νέο μιντιακό τοπίο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα έντυπα, τον Τραμπ και τους «New York Times», την ελληνική πολιτική σκηνή, τη δική του πορεία ως παιδιού οικογένειας Ελλήνων μεταναστών καθώς και το πώς διασταυρώθηκε «τυχαία» με τον χώρο των μέσων ενημέρωσης.
— Πού πιστεύετε ότι οδηγείται το μιντιακό τοπίο; Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
Μπροστά μας έχουμε τεράστιες προκλήσεις και βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης προς το ψηφιακό πεδίο. Αναμφίβολα, τα social media έχουν αλλάξει τον τρόπο ενημέρωσης των πολιτών κι αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, όπως είναι και οι «New York Times». Επίσης, η κυριαρχία του «post-truth» είναι η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για τα μέσα ενημέρωσης. Επομένως, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να επικεντρωθούμε στην ποιότητα, στην αλήθεια και στην ανεξαρτησία.
— Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έξι στους δέκα ενημερώνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης, ότι οι «ψεύτικες ειδήσεις» επισκίασαν τα ρεπορτάζ των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, ειδικά κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ. Πώς το σχολιάζετε;
Τα social media είναι μια θετική εξέλιξη, διότι μέσω αυτών αποκτούν φωνή περισσότεροι άνθρωποι. Παράλληλα, πρόκειται για μια πλατφόρμα πλήρως δημοκρατική. Βέβαια, είναι γεγονός ότι η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη και εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος. Όμως η ευθύνη που μας αναλογεί είναι αρκετά μεγάλη, διότι αγνοήσαμε τη δύναμή τους, πιστεύοντας ότι δεν είναι κάτι σημαντικό.
Ευτυχώς, δημιουργεί μια αισιοδοξία το ότι τα virals της τελευταίας περιόδου προέρχονται από τα σοβαρά συμβατικά μέσα ενημέρωσης. Άρα, αναγκαστήκαμε κι εμείς να μπούμε σε αυτό το κόλπο του viral προκειμένου να κερδίσουμε ξανά την εμπιστοσύνη των αναγνωστών μας. Πάντως, διαπιστώνουμε ότι σταδιακά οι πολίτες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο μιας «ψεύτικης είδησης».
— Μήπως όμως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ενισχύσει την τάση να μιλάμε περισσότερο παρά να ακούμε ή να διαβάζουμε;
Σαφώς, το επισήμανε και ο Κόφι Ανάν τον Σεπτέμβριο στο Athens Democracy Forum, όταν είπε πως «έχουμε χάσει την τέχνη της ακοής».
— Και την τέχνη της ανάγνωσης, θα πρόσθετα.
Μα, φυσικά. Οι περισσότεροι διαβάζουν απλώς τους τίτλους χωρίς καν να μπαίνουν στη διαδικασία ανάγνωσης όλου του ρεπορτάζ. Έτσι, δεν καταλαβαίνουν σε βάθος όσα προσφέρει ο γραπτός λόγος. Τι μπορείς να πεις μέσα σε 140 χαρακτήρες; Το αποτέλεσμα είναι ο καθένας να δημιουργεί ένα δικό του συμπέρασμα που περιέχει πολλές υποθέσεις. Κάποτε ένας Αμερικανός σύμβουλος είχε πει ότι πρέπει πρώτα να κατανοούμε τον άλλον και στη συνέχεια να έχουμε την αξίωση να μας καταλάβουν. Άρα κι εμείς στη δημοσιογραφία πρέπει πρώτα να μάθουμε να καταλαβαίνουμε τους άλλους και ύστερα να προσπαθούμε να μας καταλάβουν οι άλλοι.
— Υπάρχουν ελπίδες επιβίωσης για τις έντυπες εκδόσεις;
Για τα περιοδικά πιστεύω ότι θα είναι καλύτερη η κατάσταση. Για τις εφημερίδες όμως θεωρώ ότι κάποια στιγμή είτε θα χαθούν είτε θα έχουν παραμείνει ελάχιστες. Το περιοδικό προσφέρει μεγαλύτερη απόλαυση εν αντιθέσει με τις εφημερίδες, που έχουν πρακτική αξία. Βέβαια, πρόκειται για μια συζήτηση κι έναν φόβο που δεν διατυπώνονται τώρα, διότι, είτε με το ραδιόφωνο είτε με την τηλεόραση, πάντοτε εκφράζαμε την άποψη ότι το χαρτί τελειώνει. Αλλά η σημαντική διαφορά με την εποχή μας είναι η χρήση της τεχνολογίας.
— Από την ημέρα εκλογής του Τραμπ οι συνδρομές στους «New York Times» ανέβηκαν αισθητά. Τι εξήγηση δίνετε;
Είναι ένα δίκοπο μαχαίρι για εμάς. Διότι, επειδή δεν συμφωνούμε με όσα λέει και κάνει ο Τραμπ, δείχνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Όταν αποφασίσαμε τη λειτουργία της συνδρομητικής ψηφιακής μας έκδοσης, μας πήρε πέντε χρόνια να αποκτήσουμε 1.000.000 ψηφιακούς συνδρομητές. Από τότε που εξελέγη ο Τραμπ, προσθέσαμε άλλο ένα εκατομμύριο χρήστες στην ψηφιακή μας πλατφόρμα – σκεφτείτε την αναλογία. «Αll publicity, good publicity», οπότε οι απειλές του μας έχουν βοηθήσει κι έχουν προσθέσει αναγνώστες που πιθανόν θέλουν να μάθουν τι λέμε κι εμείς επί του θέματος.
— Είναι ανησυχητικό το ότι σε μια τελευταία έρευνα το 80% όσων ψήφισαν Τραμπ δήλωσαν ότι θα τον ξαναψήφιζαν. Νομίζω πως μια εφημερίδα όπως οι ΝΥΤ θα έπρεπε να την απασχολεί το παραπάνω ποσοστό.
Πιστεύω ότι είναι λάθος πολλών εφημερίδων όταν κατακρίνουν οτιδήποτε κάνει ο Τράμπ. Είναι αυτό που σας είπα προηγουμένως, ότι είναι χρήσιμο πρώτα να καταλαβαίνουμε εμείς τους άλλους. Γιατί γίνεται; Πού οφείλεται; Η δική μας εφημερίδα, παρά τους οικονομικούς περιορισμούς των τελευταίων χρόνων, όχι μόνο δεν περιόρισε το δημοσιογραφικό της προσωπικό αλλά με την εκλογή του Τραμπ αυξήσε τους ρεπόρτερ του Λευκού Οίκου, διότι αντιλήφθηκε ότι είναι κάτι καινούργιο, ότι πρόκειται για ένα γεγονός που χρήζει περισσότερης ανάλυσης για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει.
Αν, λοιπόν, επικεντρωθούμε στη σωστή ανάλυση, ίσως το 80% να περιοριστεί σημαντικά στο εγγύς μέλλον. Είναι μεγάλο λάθος όσοι από εμάς είμαστε αντι-Τραμπ να θεωρούμε δεδομένο ότι δεν θα επανεκλεγεί. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον υιό Μπους και, όπως γνωρίζουμε, η Ιστορία επαναλαμβάνεται.
— Διανύουμε μια περίοδο αμφισβήτησης ή αποδοχής όλων;
Θέλω να πιστεύω ότι αποδεχόμαστε πράγματα, αλλά από τη χρήσιμη πλευρά τους. Η αμφισβήτηση είναι κάτι που μας παραπέμπει στο παρελθόν. Είμαστε στην αρχή μιας νέας αναγέννησης. Δεν είναι, λοιπόν, πρόοδος να επιστρέφουμε στο παρελθόν. Γίνονται κατακλυσμιαίες αλλαγές στην τεχνολογία. Επομένως, ναι μεν αποδεχόμαστε τη διαμαρτυρία αλλά ταυτόχρονα αποδεχόμαστε και τις τεχνολογικές εξελίξεις προκειμένου να χτίσουμε κάτι νέο και ελπιδοφόρο.
— Στο σημερινό περιβάλλον ποιες είναι οι βασικές αρχές της δημοσιογραφίας;
Η έγκυρη και ουδέτερη πληροφόρηση, η ποιότητα, η έρευνα και η διασταύρωση της είδησης. Όλο αυτό είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Δεν είναι κάτι εύκολο. Για παράδειγμα, οι «New York Times» έχουν την τακτική να ελέγχουν κάθε κομμάτι πέντε φορές προκειμένου να επιβεβαιώσουν ότι πρόκειται για μια αληθινή είδηση και ότι προέρχεται από αξιόπιστες πηγές. Παρόλο, λοιπόν, που η οικονομική πίεση δημιουργεί εμπόδια, εμείς αποφασίσαμε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πληγεί το δημοσιογραφικό μας επίπεδο, ότι δεν θα γίνει καμία περικοπή στον τομέα της σύνταξης, μόνο στο εμπορικό τμήμα.
— Είναι η δημοσιογραφία μια εκπαιδευτική αποστολή;
Βεβαίως. Όχι μόνο εκπαιδευτική αλλά και ενημερωτική. Η δημοσιογραφία και τα media είναι η παύλα που ενώνει τα δύο συνθετικά της λέξης «δημοκρατία». Ουσιαστικά, είναι τοποθετημένη στη μέση, μεταξύ του κράτους και του δήμου.
— Με αφορμή αυτό δεν έχει κακοποιηθεί η λέξη «δημοκρατία» την εποχή μας;
Η δημοκρατία, όπως έχει πει ο Τσόρτσιλ, είναι το καλύτερο πολίτευμα, έως ότου βρεθεί κάτι καλύτερο. Περνά μια μεγάλη κρίση η δημοκρατία, αλλά οι αξίες στις οποίες βασίζεται, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ισότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν. Έχουμε δημοκρατία, αλλά ίσως χρειάζεται να της δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή.
— Πρέπει να πληρώνεται η ποιότητα στην ενημέρωση;
Φυσικά. Όταν η δημοσιογραφία πληρώνεται από τη διαφήμιση, παραμονεύει ο κίνδυνος να μη μεταδίδεται σωστά η πληροφόρηση. Αν, λοιπόν, ο αναγνώστης δίνει το ένα ευρώ την ημέρα, η είδηση γίνεται τροφή. Είναι μια βασική ανάγκη η ενημέρωση, όπως και οι υπόλοιπες για τις οποίες κάθε άνθρωπος πληρώνει.
— Εμείς είμαστε ένα έντυπο που κάποιος μπορεί να προμηθευτεί δωρεάν σε κάποια σημεία της πόλης και σας πληροφορώ ότι με κόπο και προσωπικό κόστος έχουμε δημιουργήσει ένα ποιοτικό προϊόν.
Έχω ακούσει πολλά καλά λόγια για τη LiFO. Δεν υποτιμώ καθόλου τα free press, είναι σαφώς ένα επιτυχημένο μοντέλο. Όμως, αυτό έγκειται καθαρά στο «Σινικό Τείχος» που επιθυμεί να σηκώσει ο ιδιοκτήτης, είτε της LiFO είτε άλλου εντύπου, ανάμεσα στο εμπορικό και στο δημοσιογραφικό προϊόν καθώς και στο κατά πόσο θα προσπαθήσει αυτά τα δύο να μην μπλέκονται μεταξύ τους.
Ούτε η Δύση ούτε η Ανατολή προσεγγίζουν σωστά το θέμα της παγκοσμιοποίησης και ότι το σημαντικό είναι να βρούμε το σημείο τομής τους.
— Τι θα συμβουλεύατε έναν δημοσιογράφο;
Να μην το βάζει κάτω, παρά τις συνεχείς πιέσεις που μπορεί να υποστεί. Να ερευνά και διαρκώς να επιθυμεί να μαθαίνει. «Γηράσκω αεί διδασκόμενος», όπως είχε πει και ο Σωκράτης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι βάσεις ενός δημοσιογράφου αλλά και του ενημερωμένου πολίτη είναι η εκπαίδευση και η παιδεία.
— Τι λείπει σήμερα από τις εφημερίδες;
Ο διαχωρισμός μεταξύ της γνώμης και του ρεπορτάζ. Ποτέ ένας δημοσιογράφος δεν πρέπει να εκθέτει την γνώμη του παρά μόνο να παραθέτει τα γεγονότα.
— Παρακολουθείτε την ελληνική πολιτική σκηνή;
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης μάς ενδιαφέρει όλους. Το πώς ανταποκρίνεται η οικονομία, η οποία είναι διαλυμένη, στη νέα πραγματικότητα δεν μπορεί να αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Αυτό είναι κάτι που παρακολουθούμε να συμβαίνει και σε άλλες χώρες, πάρτε για παράδειγμα το Brexit στην Αγγλία ή τη Γαλλία, όπου ένα ακροδεξιό κόμμα έλαβε πολύ μεγάλο ποσοστό. Απλώς, στην Ελλάδα ψηφίστηκε ένα ακροαριστερό κόμμα. Στη φάση που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος ο πολίτης επιλέγει τα άκρα, είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Τα άκρα δεν είναι η λύση, προφανώς, αλλά μια διαμαρτυρία από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάτι επιτυχημένο στο κέντρο.
— Δεν έχουμε πάντως ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος. Έχουμε οδηγηθεί σε πολιτικούς μεσαίου μεγέθους.
Συμφωνώ κατά ένα μόνο ποσοστό με αυτό που λέτε. Πράγματι, δεν υπάρχουν σήμερα πολιτικοί όπως ο Κένεντι ή ο ΝτεΓκολ, τους οποίους έχουμε μυθοποιήσει. Αλλά θα ήταν τόσο μεγάλοι αυτοί οι ηγέτες αν κυβερνούσαν σήμερα υπό την πίεση των social media; Νομίζω ότι ούτε κι εκείνοι θα τα κατάφερναν σε αυτήν τη νέα φάση που διανύουμε.
Ζούμε σε μια πολύ διαφορετική εποχή, όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ισοπεδώσει τα πάντα. Ο νέος ηγέτης που θα αναδειχτεί θα είναι κάτι εντελώς αλλιώτικο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, γυρνώντας στη δεκαετία του '60 η οποία έχει αποτυπωθεί ως εκείνη των μεγάλων ηγετών. Ίσως ο Τριντό ή ο Μακρόν να είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος ηγέτη της γενιάς αυτής. Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο όπου επικρατούν τα συνθήματα και όχι το περιεχόμενο. Ο Τραμπ, ο Τσίπρας, μπορεί να μην είναι οι μεγάλοι ηγέτες αλλά θα αποτελέσουν τους καταλύτες και το απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο για να περάσουμε στους μελλοντικούς ηγέτες.
— Πώς αντιμετώπιζαν οι ξένοι την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης;
Δεν ήταν και η πιο εύκολη περίοδος για τους Έλληνες. Ταξιδεύω σε πολλές χώρες και μπορώ να πω ότι με κοιτούσαν με «μισό μάτι» επειδή έχω ελληνική καταγωγή. Το ότι δεν πληρώνουμε τους φόρους ή ότι δεν δουλεύουμε σκληρά ήταν μερικά από τα στερεότυπα που επικράτησαν πολύ περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Αλλά ως χώρα η Ελλάδα διαθέτει μια κληρονομιά που σέβονται πάρα πολύ σε όλον τον κόσμο. Είναι βασική υποχρέωση του Έλληνα της εποχής αυτής να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην αρχαία και στη σύγχρονη Ελλάδα. Έχουμε μια επιλεκτική μνήμη όσον αφορά το παρελθόν μας και καλό θα ήταν οι Έλληνες να αγκαλιάσουν περισσότερο εκείνους της διασποράς.
— Εσείς ποια έντυπα διαβάζετε, ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας αρθρογράφοι;
Καθημερινά διαβάζω τη δική μας εφημερίδα, διαβάζω τους «Financial Times» ιδιαίτερα το Σαββατοκύριακο λόγω του πολιτιστικού ενθέτου, τον «Economist», που σου δίνει σφαιρική ενημέρωση, και το «Vanity Fair». Από τους NYT μου αρέσουν ο Thomas Friedman, ο Roger Cohen, και ο Simon Cooper από τους «Financial Times».
— Στα βιβλία ποιες είναι οι προτιμήσεις σας;
Δυστυχώς, ο χρόνος μου είναι αρκετά περιορισμένος και δεν προλαβαίνω να διαβάζω όσο θα ήθελα. Θα προτιμούσα να διέθετα περισσότερο χρόνο για να κάνω πράξη τη συμβουλή του πατέρα μου: «Λιγότερες εφημερίδες, περισσότερα βιβλία». Αυτές τις μέρες διαβάζω τα βιβλία του Yuval Noah Harari, το Sapiens και το Homo Deus: a brief history of tomorrow.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από την παιδική σας ηλικία;
Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που έφυγαν από την Πάτρα για τη μακρινή Αυστραλία. Ήταν μικροεπιχειρηματίες. Κάτι που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν ότι με την οικογένειά μου κάναμε πολλά ταξίδια και ότι ήταν βιβλιοφάγοι. Αναπολώ τις Κυριακές, που όταν ξυπνούσαμε με την αδελφή μου, βλέπαμε τους γονείς μας να κάθονται στο πάτωμα, έχοντας ανοικτά πολλά βιβλία στο χαλί, και να διαβάζουν ατελείωτες ώρες. Ως παιδιά εμείς αντιδρούσαμε τότε, θέλαμε τη βόλτα, το λούνα παρκ, αλλά στην πορεία κατάλαβα πόσο ευεργετικό ήταν αυτό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας. Είναι αυτό που με έκανε πολίτη του κόσμου.
— Επιλέγοντας την καριέρα, ποιο είναι το κέρδος και ποιο το κόστος;
Το κέρδος έγκειται στο ότι θέλω να δουλεύω ως το τέλος της ζωής μου, δεν με ενδιαφέρει να πάρω σύνταξη και να κατασταλάξω σε μια χώρα. Είναι ο βασικός τρόπος ζωής μου. Το κόστος είναι ότι δεν μπορείς, για παράδειγμα, να δημιουργήσεις οικογένεια. Όμως δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.
— Όπως η δική σας οικογένεια μετανάστευσε για μια καλύτερη ζωή, έτσι και σήμερα πολλοί νέοι φεύγουν για τον ίδιο λόγο.
Είναι λυπηρή αυτή η εξέλιξη κι ελπίζω κάποια στιγμή να γυρίσουν πίσω, ώστε να μεταφέρουν φρέσκες ιδέες και τρόπους σκέψης στον τόπο τους. Ευελπιστώ να είναι απλώς κάτι παροδικό.
— Μετά από τόσα ταξίδια και εμπειρίες, πείτε μου μια εικόνα που δεν ξεχάσετε.
Πρόσφατα ήμουν στο Μπαλί, όπου κάθε πρωί κάνεις γιόγκα. Εκεί, λοιπόν, ο δάσκαλος μας έλεγε συχνά μια λέξη, η οποία στα ελληνικά σημαίνει «παραδώσου». Μεγαλωμένος στη Δύση, θεώρησα ότι με αυτήν τη λέξη δηλώνεις αδυναμία. Όμως για τον ανατολικό τρόπο σκέψης σημαίνει «δύναμη», ότι μπορείς και αφήνεσαι στη δύναμη της φύσης και γίνεσαι ένα με την ενέργεια που υπάρχει γύρω σου. Από τότε, από μια άσκηση γιόγκα δηλαδή, αγκάλιασα τη λέξη αυτή, δίνοντάς της μια φιλοσοφική χροιά.
Επίσης, στο ίδιο ταξίδι διάβασα δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία, το Postcapitalism του Paul Mason και ένα του Κομφούκιου. Εκεί σκέφτηκα ότι ούτε η Δύση ούτε η Ανατολή προσεγγίζουν σωστά το θέμα της παγκοσμιοποίησης και ότι το σημαντικό είναι να βρούμε το σημείο τομής τους. Κατέληξα ότι η λύση των προκλήσεων θα μπορούσε να δοθεί μέσα από μια συζήτηση μεταξύ Κομφούκιου και Σωκράτη. Αν βάζαμε αυτούς τους δύο μαζί, θα είχαμε όλες τις απαντήσεις.
— Πώς καταφέρνει ένας άνθρωπος να φτάσει σε μία από τις υψηλότερες θέσεις της μεγαλύτερης εφημερίδας στον κόσμο;
Τυχαία. Όλα ξεκίνησαν όταν μια μέρα μπήκε ο διευθυντής της μεγαλύτερης εφημερίδας της Αυστραλίας στο κατάστημα επίπλων όπου εργαζόμουν. Του πούλησα ένα σαλόνι και με ρώτησε με τι ασχολιόμουν πραγματικά πέρα από το να πουλάω έπιπλα. Του απάντησα ότι εξαρτάται από το τι έχει να μου προσφέρει και εκείνος μου είπε να πάω τη Δευτέρα από το γραφείο του. Από τότε, 25 χρόνια πριν, εργάζομαι ακατάπαυστα στον χώρο των media. Η εξέλιξη αυτή βασίστηκε σε τρεις άξονες: ουμανισμός, ταπεινότητα και το χιούμορ στο επίκεντρο. «Humanity, humility, humor» είναι το δικό μου σύνθημα. Να είσαι αυθεντικός, να είσαι γνήσιος, να σέβεσαι τους άλλους και να πιστεύεις στον εαυτό σου.
— Ποια είναι η πιο σημαντική αξία για εσάς;
Παρόλο που ξεκίνησα από τις πωλήσεις και είχα μάθει ότι σημαντικό είναι να «μιλάς», στην πορεία αντιλήφθηκα ότι τελικά είναι πιο χρήσιμο να ξέρεις να ακούς.
— Υπάρχει κάτι που να σας λείπει;
Ίσως η Ελλάδα. Θα ήθελα να την επισκέπτομαι πιο πολύ, αλλά γενικά είμαι τυχερός γιατί έχω δημιουργήσει μια ζωή από την οποία δεν μου λείπει τίποτα. Όσο για το ότι δεν έκανα οικογένεια, επιλέγοντας μια διαφορετική ζωή, ευτυχώς έχω τα ανίψια μου και τα βαφτιστήρια μου να την αναπληρώνουν.
— Τι σας δίνει ελπίδα;
Η νόηση. Ο ανθρώπινος νους είναι πάντοτε πιο δυνατός από κάθε αντιξοότητα που μπορεί να βιώσει. Δυστυχώς, η Ιστορία επαναλαμβάνεται και πιστεύω ότι στο άμεσο μέλλον μπορεί να οδηγηθούμε σε έναν πόλεμο όχι με την κλασική του έννοια, αλλά με τους νέους τρόπους εφαρμογής του (πυρηνικά, ρομποτική).
— Τι σας έχει μάθει η ζωή;
Όταν ήμουν μικρός είχα μια συνήθεια, την παραμονή Πρωτοχρονιάς να πηγαίνω σε όλους όσοι ήταν μαζεμένοι στο σπίτι με ένα βιβλιαράκι για να μου γράψουν μια ευχή. Μια κυρία λοιπόν μου έγραψε: «Αχιλλέα μου, σου εύχομαι πάντα να βλέπεις μπροστά». Είναι κάτι που έχω φροντίσει να διατηρήσω ως φιλοσοφία ζωής. Να είμαι αισιόδοξος και να παραμένω ανοιχτόμυαλος. Επίσης, έχω συγκρατήσει μια φράση από έναν παλιό μου δάσκαλο, τον κ. Παπαδόπουλο, που στη διάρκεια ενός μαθήματος μας είχε πει: «Κάθε άνθρωπος κουβαλά στη ζωή του δύο σάκους, έναν μπροστά του κι έναν πίσω του. Αυτός που βρίσκεται μπροστά είναι τα λάθη των άλλων, ενώ εκείνος που είναι πίσω αποτελείται από τα δικά του. Ποτέ όμως οι άνθρωποι δεν γυρίζουν πίσω να κοιτάξουν τα δικά τους λάθη, παρά μόνο εκείνα των άλλων».
Info
Τα συνέδρια των New York Times συγκεντρώνουν ηγέτες απ' όλο τον κόσμο με σκοπό να συζητήσουν, να εμβαθύνουν στην κατανόηση σημαντικών θεμάτων, να προωθήσουν καινοτόμες λύσεις σε μείζονες προκλήσεις και να τονίσουν τις νέες ευκαιρίες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO