Προέρχομαι από εργατική οικογένεια. O πατέρας μου δούλευε κομπρεσέρ και η μάνα μου είχε ένα ψιλικατζίδικο. Κάποια στιγμή, στα 18 μου, που έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω με τον εαυτό μου, κάποιος με ρώτησε: «Γιατί δεν γίνεσαι δημοσιογράφος;». Η μοναδική ιδέα που είχα για το τι έκανε ένας δημοσιογράφος ήταν εκείνη η ταινία με τον Νίκο Κούρκουλο που γράφει μανιωδώς με το ένα δάχτυλο στη γραφομηχανή, η ίδια που σε κάποια φάση φωνάζει «όχι άλλο κάρβουνο».
Μου άρεσε πολύ αυτό. Πήγα στη μάνα μου και της είπα «δώσε μου 180.000» γιατί το 1987 υπήρχαν μόνο ιδιωτικές σχολές δημοσιογραφίας. Η μητέρα μου έπλενε τα πιάτα εκείνη την ώρα και της έπεσαν από τα χέρια. Με ρώτησε «πού έμπλεξες, παιδί μου;». Της είπα «πουθενά, θέλω να σπουδάσω δημοσιογραφία». Μου απάντησε «ξέρεις πού πας να μπλέξεις; Αυτοί τα βράδια παίζουν ζάρια».
• Κάποια στιγμή, στη σχολή είχαν αναρτήσει μια ανακοίνωση και ζητούσαν δόκιμους δημοσιογράφους για την εφημερίδα «Ελεύθερος». Έπιασα δουλειά εκεί αλλά σταμάτησα στους έξι μήνες και πήγα στην «Ακρόπολη». Αν και τότε έπνεε τα λοίσθια, πρόλαβα λίγο από το άρωμα της παλιάς εποχής της δημοσιογραφίας, που έμπαιναν μέσα μεγάλοι συνάδελφοι με άσπρα μαλλιά κι εμείς σηκωνόμασταν όρθιοι.
Είχε και ο κόσμος άλλη νοοτροπία βέβαια: όταν τους έλεγες ότι εγώ είμαι δημοσιογράφος σε κοίταζαν με σεβασμό, ένιωθες ότι είχες δίπλα σου έναν σύμμαχο απέναντι στην αδικία και το κατεστημένο. Σκέψου ότι όταν γίνονταν επεισόδια στις πορείες, εμείς ήμασταν με την πλευρά των διαδηλωτών και φοβόμασταν την αστυνομία. Αυτό άλλαξε γύρω στο '94, όταν επήλθε η δημοσιογραφία της τηλεόρασης και της κάμερας. Πλέον, πηγαίναμε πίσω από τους αστυνομικούς γιατί οι διαδηλωτές δεν μας ήθελαν και δεν είχαν κι άδικο.
Η ευκαιρία μού δόθηκε το 2000, όταν μου ζητήθηκε να φτιάξω το «Χρονικό της Ελλάδας στον 20ό αιώνα». Το έκανα και όταν έπαιξε ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι και μου ζήτησαν να τους κάνω «ένα τέτοιο κάθε μήνα». Αυτά τα ταξίδια που πηγαίναμε σαν backpackers, μέναμε σε χωριά ιθαγενών, γνωρίζαμε κάτι άλλο, ε, αυτό θέλαμε να το δείξουμε όχι ταξιδιωτικά, αλλά κοινωνικά. Έτσι ξεκίνησε ο «Εξάντας».
• Τον Φλεβάρη του 1990, όταν ξεκίνησε η ιδιωτική τηλεόραση, πήγα στο Mega. Όλο το κανάλι ήταν ένας χώρος 200 τ.μ. στην οδό Ξενοφώντος. Οι δημοσιογράφοι καθόμασταν γύρω από μια μεγάλη ροτόντα. Σκέψου ότι έχω κάνει θέμα είκοσι δευτερολέπτων για τις ειδήσεις. Το δελτίο ήταν μισή ώρα, είχε δεκάδες θέματα και έλεγε ειδήσεις. Καμία σχέση με σήμερα.
• Τον Αύγουστο του 1992 ζήτησαν έναν εθελοντή για να καλύψει τον πόλεμο στο Σεράγεβο. Ήμουν 22 χρόνων. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα εκτός Ελλάδος και είχα άγνοια κινδύνου. Δεν κρατιόμουν. Έτσι βρέθηκα στο Ελληνικό με ένα σακίδιο με το αλεξίσφαιρο κι ένα με τα ρούχα μου. Στους γονείς μου είχα πει ότι πάω σε ιατρικό συνέδριο στο Βελιγράδι. Μετά βέβαια με είδαν στην τηλεόραση και έπαθαν εγκεφαλικό.
Η εμπειρία από αυτό το ταξίδι ήταν ό,τι χειρότερο έχω ζήσει στη ζωή μου και το λέω έχοντας κάνει πολεμικές ανταποκρίσεις από την Κροατία, το Κόσοβο, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας και την εξέγερση στην Αλβανία. Το Σεράγεβο εκείνο τον Αύγουστο ήταν σαν ένας κουβάς. Στον πάτο του ήταν η πόλη και γύρω από τον πάτο, στα βουνά δηλαδή, ήταν το πυροβολικό των Σέρβων, οι οποίοι έριχναν όλο το 24ωρο μέσα στην πόλη ό,τι πυρομαχικό μπορείς να σκεφτείς. Δεν υπήρχαν ΟΗΕ και ελεύθερη ζώνη, δεν υπήρχε τίποτα. Ήσουν στο ξενοδοχείο και κοιμόσουν και έσκαγαν θραύσματα απ' το παράθυρο.
• Γύρω στο 1997 είχα απηυδήσει. Θεωρούσα ότι υπήρχε μια απόσταση μεταξύ αυτού που εγώ θεωρώ δημοσιογραφία και αυτού που μου ζητούσαν. Μου λέγανε «κάνε μια έρευνα να παίξει το βράδυ». Είχα αποφασίσει να φύγω και ξεκίνησα με τη σύντροφό μου, την Αναστασία, για Λατινική Αμερική. Από τότε κάνουμε ένα τέτοιο ταξίδι κάθε χρόνο με όσα λεφτά μάς περισσεύουν. Βρήκαμε και δουλειά στο Περού ως ξενοδοχοϋπάλληλοι στην Αρεκίπα, σε μια πανσιόν που λεγόταν La casa de mi abuela, αλλα τελικά είπαμε να δώσουμε στην Ελλάδα άλλη μια ευκαιρία.
Η ευκαιρία μού δόθηκε το 2000, όταν μου ζητήθηκε να φτιάξω το «Χρονικό της Ελλάδας στον 20ό αιώνα». Το έκανα και όταν έπαιξε ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι και μου ζήτησαν να τους κάνω «ένα τέτοιο κάθε μήνα». Η έκφραση αυτή είναι πολύ ανοιχτή, οπότε βάλθηκα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αυτά τα ταξίδια που πηγαίναμε σαν backpackers, μέναμε σε χωριά ιθαγενών, γνωρίζαμε κάτι άλλο, ε, αυτό θέλαμε να το δείξουμε όχι ταξιδιωτικά, αλλά κοινωνικά. Έτσι ξεκίνησε ο «Εξάντας».
• Διαλέγουμε θέματα με βάση τι μας αγγίζει, τι μας άφορα και τι θα αφορά και άλλους ανθρώπους. Σίγουρα δεν ασχολούμαστε με το τι νούμερα κάνουν. Δεν σκέφτομαστε ποτέ ότι παράγουμε ένα τηλεοπτικό προϊόν. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να πούμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία στον κόσμο. Η δουλειά μας έχει άπειρες ώρες επεξεργασίας από πίσω. Γράφεται πρωτότυπη μουσική για κάθε έργο ξεχωριστά, οι ώρες του μοντάζ είναι πάνω από 350, γίνεται color correction σε κάθε πλάνο.
Μακάρι να έχουμε βοηθήσει στο ελάχιστο να ξεκουνηθεί ο κόσμος από τον καναπέ του, να του πούμε «μισό λεπτό, κάνε μια παύση από τα δικά σου προβλήματα, κοίτα τι γίνεται εδώ κι εδώ, γιατί αυτό που συμβαίνει εδώ σου επηρεάζει τη ζωή». Ακόμα και αύριο να σταματούσε ο «Εξάντας», εάν έχουμε καταφέρει να ξεκουνήσουμε έστω και έναν, θα νιώθω τυχερός που η μοίρα μού έδωσε αυτό το πλεονέκτημα.
• Εάν είσαι σε επικίνδυνη περιοχή, ο φόβος είναι αυτός που σε κρατάει ζωντανό. Όσο μεγαλώνεις πιθανόν να φοβάσαι και περισσότερο. Το ζήτημα είναι να καταλάβεις πού σε παίρνει και πού δεν σε παίρνει - ούτε ήρωας είσαι και δεν θες να γίνεις πλατεία ούτε δρόμος. Δεν θέλω να γίνω οδός Γιώργου Αυγερόπουλου. Μου 'χει συμβεί τρεις φορές τα τελευταία χρόνια να νιώσω ενστικτωδώς ότι κάτι δεν πάει καλά. Και όταν ήμασταν στο Δέλτα του Νίγηρα, αλλά και με τους FARC στην Κολομβία, δεν ξέραμε αν θα μας απαγάγουν ή αν θα κάνουμε γύρισμα.
Η τρίτη ήταν στη Γάζα, την εποχή που το Ισραήλ είχε επιτεθεί στον Λίβανο. Είχαμε κανονίσει να τραβήξουμε τις ταξιαρχίες Ezzedeen Al Qassam -το στρατιωτικό μέλος της Χαμάς δηλαδή- την ώρα που πολεμούσαν τους Ισραηλινούς στη Γάζα. Ο σύνδεσμός μας ήταν ένας φανατικός μουσουλμάνος, ο Μοτάσεμ. Το ραντεβού μας ήταν τα μεσάνυχτα σε έναν ελαιώνα στα σύνορα. Τον ρώτησα μήπως δεν ήταν καλή ιδέα. Με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε «γιατί, Γιώργο; Δεν είσαι έτοιμος να συναντήσεις τον Θεό σου;». « Όχι, σε καμία περίπτωση», του απάντησα.
Κάποια στιγμή φιλμάραμε στον ελαιώνα με υπέρυθρες κάμερες, όταν ο αρχηγός τους μας πρόσταξε να κρυφτούμε κάτω από τα δέντρα. Ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα, πέρασαν από πάνω μας σε απόσταση αναπνοής δυο ελικόπτερα Απάτσι. Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο να είσαι με το στρατιωτικό σκέλος της Χαμάς και να περνάνε από πάνω σου πλήρως εξοπλισμένα Απάτσι.
• Το επόμενο ντοκιμαντέρ μας είναι για την Αργεντινή. Είχαμε κάνει γύρισμα εκεί τον Ιανουάριο του 2002 αμέσως μετά τη χρεοκοπία και ξαναπήγαμε τώρα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά. Το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζουμε τώρα έχει σχέση με το τι έχει γίνει δέκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία.
Είναι εντυπωσιακό το ότι σταματούσαμε συνηθισμένους ανθρώπους στην κεντρική πλατεία του Μπουένος Άιρες μετά τον θάνατο του Κίρσνερ και μας μιλούσαν γι' αυτό τον άνθρωπο, πλέκοντάς του το εγκώμιο. Μας έλεγαν «κατάφερε να μας δώσει πίσω την αξιοπρέπειά μας και να διώξει το τέρας. Κι εσείς που είστε από την Ελλάδα, οι πολιτικοί σας δεν μαθαίνουν από τις δικές μας εμπειρίες;».
• Μακάρι να έχουμε βοηθήσει στο ελάχιστο να ξεκουνηθεί ο κόσμος από τον καναπέ του, να του πούμε «μισό λεπτό, κάνε μια παύση από τα δικά σου προβλήματα, κοίτα τι γίνεται εδώ κι εδώ, γιατί αυτό που συμβαίνει εδώ σου επηρεάζει τη ζωή». Ακόμα και αύριο να σταματούσε ο «Εξάντας», εάν έχουμε καταφέρει να ξεκουνήσουμε έστω και έναν, θα νιώθω τυχερός που η μοίρα μού έδωσε αυτό το πλεονέκτημα.
σχόλια