Το βιβλίο που κυκλοφορεί σε ανενεωμένη έκδοση αυτές τις μέρες με τον μακρύ αλλά απολύτως επεξηγηματικό τίτλο "All That Glitters: Anna Wintour, Tina Brown, and the Rivalry Inside America's Richest Media Empire" και εστιάζει στην υποτιθέμενη αντιπαλότητα που υπέβοσκε στους κόλπους της μιντιακής αυτοκρατορίας της Condé Nast, ανάμεσα στην διευθύντρια της Vogue κα την διευθύντρια του Vanity Fair (και ακολούθως του New Yorker), είχε γραφτεί από τον Thomas Maier με την προοπτική να γίνει σενάριο μίνι τηλεοπτικής σειράς. Τελικά, το πρότζεκτ δεν προχώρησε, το βιβλίο όμως αποτελεί μια απολαυστική ματιά στο σύμπαν των περιοδικών που ανήκαν στον δισεκατομμυριούχο S. I. Newhouse Jr στην περίοδο ανάμεσα στα μέσα των '80s και στις αρχές των '90s. Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου που προδημοσιεύτηκε στο Salon.
Το εστιατόριο του ξενοδοχείου Royalton ήταν γνωστό χιουμοριστικά και ως το «καφέ της Condé Nast», η οποία πλήρωνε και σημαντικό μέρος των υψηλών λογαριασμών που άφηναν εκεί οι εργαζόμενοί της. Κατά μήκος του τοίχου στην πίσω πλευρά του χώρου υπήρχε μια σειρά από σεπαρέ «εξουσίας» όπως τα λέγανε, με καθίσματα από πράσινο βελούδο σε σχήμα ημισέληνου. Εκεί ήταν που το προσωπικό της Condé Nast συναναστρεφόταν με πρωτοκλασάτους διαφημιστές, με διασημότητες και με σχεδιαστές μόδας.
Στο Royalton σύχναζαν φυσικά τόσο η Τίνα Μπράουν όσο και η Άννα Γουίντορ, σε διαφορετικά πάντα τραπέζια, σαν βασίλισσες η καθεμιά με τον δικό της θρόνο.
«Ο χώρος ήταν υπέροχα φωτισμένος» θυμάται η Candy Pratts Price, πρώην αρχισυντάκτρια της Vogue. «Η Άννα είχε το πρώτο σεπαρέ και η Τίνα είχε ένα στρογγυλό τραπέζι το οποίο είχε και παραβάν, μπορούσες να τραβήξεις την κουρτίνα, όπως σε θάλαμο νοσοκομείου».
Η μετεωρική άνοδος της καριέρας των δύο Βρετανίδων στην Condé Nast έμοιαζε σαν δύο παράλληλες γραμμές προορισμένες όμως να εκτροχιαστούν αναπτύσσοντας ταχύτητα και αναπόφευκτα να συγκρουστούν.
Μιλώντας εκείνη την εποχή για την υποτιθέμενη έριδά της με την Γουίντουρ και τη σχέση τους μέσα στους κόλπους της Condé Nast, η Τίνα Μπράουν είχε δηλώσει κατ΄ιδίαν: «Ο τύπος φαίνεται να ελπίζει σε μια κόντρα ανάμεσά μας. Η Άννα όμως είναι υπερβολικά ευθύς χαρακτήρας για έριδες και, έτσι κι αλλιώς, η Vogue ποτέ δεν με ενδιέφερε. Υποθέτω ότι οι 'γατομαχίες' παραμένουν πάντα το κλισέ που κατατρέχει τις ισχυρές γυναίκες που είναι στην ίδια δουλειά».
Η Γουίντουρ και η Μπράουν έμοιαζαν να κινούνται σε μια απόλυτη σχεδόν αναλογία ως (θριαμβευτικά) επιτυχημένες Βρετανίδες διευθύντριες περιοδικών με μεγάλη ιστορία και απήχηση, που απείχαν λίγα χρόνια μόνο η μία από την άλλη [Η Άννα Γουίντουρ είναι σήμερα 69 και η Τίνα Μπράουν 65 ετών]. Σε μια χρονική περίοδο που ακόμα ήταν θέμα συζήτησης το αν η γυναίκα «μπορεί να τα έχει όλα», και οι δύο τους έμοιαζαν με μοντέρνα για την εποχή υποδείγματα: παντρεμένες με μεγαλύτερους άντρες και μητέρες μικρών παιδιών αλλά απολύτως αφοσιωμένες πάνω απ΄ όλα στην υψηλού προφίλ δουλειά τους.
Υπήρχε όμως σίγουρα πάντα παρούσα μια αίσθηση ανταγωνισμού ανάμεσά τους, από τότε ακόμα που βρισκόντουσαν σε εγκυμοσύνη τον ίδιο καιρό, το 1985. Όπως είχε εμπιστευτεί τότε στο ημερολόγιό της η Τίνα Μπράουν: «Αυτή τη στιγμή έχω το μέγεθος ενός τανκ. Πώς γίνεται η Άννα Γουίντουρ που είναι επίσης έγκυος να μοιάζει σα να έχει μόνο ένα κομψό καρούμπαλο κάτω από το Chanel σακάκι ενώ εγώ έχω γίνει σαν μπαλόνι; Και είναι και δύο μήνες πιο μπροστά από μένα!».
Οι διαφορές μεταξύ τους υπήρχαν σίγουρα και ήταν πολλές και σε πολλά επίπεδα.
Παρότι η Γουίντουρ ήταν η διευθύντρια ενός διάσημου εντύπου, δεν έγραφε ποτέ σχεδόν, αντίθετα από την Τίνα Μπράουν που το χάρισμά της στο γράψιμο αλλά και η εκτιμήσεις της για τη γραφή των άλλων ήταν κάτι παραπάνω από εμφανή στην καριέρα της στο Vanity Fair όπου και συχνά ήταν πρόθυμη να πληρώσει αστρονομικά (για την πιάτσα) ποσά προκειμένου να προσελκύσει συντάκτες που μοιράζονταν το όραμά της αλλά συγχρόνως είχαν πρόσβαση και στα καλύτερα πάρτι. Η Άννα Γουίντουρ από την άλλη, λειτουργούσε ως διευθύντρια με μια πού πιο παραδοσιακή και ιεραρχική αντίληψη, αντίστοιχη με αυτήν του εκδότη πατέρα της Τσαρλς Γουίντουρ, στην Φλιτ Στριτ του μεταπολεμικού Λονδίνου.
Την ίδια στιγμή, στο Vanity Fair, η Τίνα Μπράουν λειτουργούσε ως ιμπρεσάριος για ένα πολυσύνθετο καστ χαρακτήρων σα να αντανακλά την θεατρική εμπειρία των γονιών της. Θα έλεγε αργότερα η ίδια, σχολιάζοντας με ενδυματολογικούς όρους τις ανυπόστατες φήμες περί αντιπαλότητας της με την διευθύντρια της Vogue: «Υποθέτω ότι αν έχω ένα μυστικό όσον αφορά στο στυλ, είναι ότι μου αρέσουν οι στολές. Μου αρέσουν τα λευκά πουκάμισα το καλοκαίρι και τα μαύρα τον χειμώνα».
σχόλια