"Λουτρό αίματος" στις εφημερίδες και γενικά στην έντυπη δημοσιογραφία προβλέπει η Guardian, κρίνοντας από τα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα της "Daily Mail", που δόθηκαν στη δημοσιότητα.
Και η αλήθεια είναι ότι τα οικονομικά αποτελέσματα τόσο της "Daily Mail" όσο και της κυριακάτικης έκδοσης της ήταν μια ψυχρολουσία για τους επενδυτές. Το τελευταίο εξάμηνο η πτώση στη διαφημιστική δαπάνη έχει αναγκάσει τη μητρική εταιρεία του εκδοτικού ομίλου σε διάφορους ελιγμούς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Το ανησυχητικό - σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της Guardian - είναι ότι οι επενδυτές δεν κατάφεραν να διατηρήσουν μία υγιή συντήρηση των κερδών τους σε ένα ποσοστό πάνω από 20%, γεγονός που ενισχύει τον προβληματισμό για τη βιωσιμότητα του μεγαλύτερου ίσως ενημερωτικού ιστότοπου του κόσμου.
Τόσο η "Telegraph" όσο και η "Guardian" εξετάζουν σοβαρά το σενάριο περικοπών θέσεων εργασίας - από 100 έως 250 άτομα μέσα στο τρέχον έτος - και ταυτόχρονο κλείσιμο των γραφείων τους σε διάφορα σημεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι η επανάληψη της ίδιας ιστορίας που συνέβη πριν από λίγο καιρό και στα αμερικανικά media.
Και δεν είναι μόνο αυτό: τα μεγαλύτερα online εθνικά ενημερωτικά δίκτυα εδώ και καιρό βλέπουν τα διαφημιστικά τους έσοδα να καταρρέουν, τη στιγμή που η online εκδοχή της Daily Mail σημειώνει - εν συγκρίσει πάντα - υψηλές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τα διαφημιστικά έσοδα, επιδόσεις που ουσιαστικά κρατούν στη ζωή τα έντυπα προϊόντα του ομίλου, κοινώς περιοδικά και εφημερίδες. Ποιο είναι το κέρδος αυτών των προϊόντων, των εντύπων, δηλαδή, που ζουν κυρίως από τις διαφημίσεις; Συνολικά 800 εκ. λίρες ετησίως. Αν το δει κάποιος από απόσταση και μελετώντας τα οικονομικά στοιχεία των ομίλων που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, πρόκειται για ποσό 4 φορές μεγαλύτερο από τα έσοδα των online βρετανικών μέσων.
Ωστόσο - και από εδώ αρχίζουν τα προβλήματα - πολλοί από τους επενδυτές σε τέτοιου είδους Μέσα κατά τη διάρκεια του έτους προχώρησαν σε μία άνευ προηγουμένου περιστολή δαπανών (και ο λόγος γίνεται για κολοσσούς όπως οι Tesco, Asda, κ.α), ενώ ταυτόχρονα μετέφεραν και αλλού την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Σύμφωνα με τον Douglas McCabe, διευθύνοντα σύμβουλο της "Enders Analysis", η εξήγηση γι' αυτό που συμβαίνει δεν είναι και τόσο ελπιδοφόρα: "Η διαφήμιση στα έντυπα εδώ και καιρό υφίσταται μία δομική μετατόπιση, ακριβώς λόγω των αποφάσεων σημαντικών διαφημιζομένων, όπως είναι επιχειρήσεις λιανικής και σούπερμαρκετς. Και εκεί λίγα μπορούν να κάνουν για να αντιστρέψουν το κλίμα, ακόμη και οι πιο δυνατοί πωλητές διαφήμισης από τα εμπορικά τμήματα των επιχειρήσεων media".
Ακόμη χειρότερα, όλο αυτό σημαίνει ότι ενώ μειώνονται τα έσοδα της ψηφιακής δημοσιογραφίας - για την ώρα, τουλάχιστον - ταυτόχρονα κραταιές εφημερίδες αναγκάζονται να προχωρήσουν σε σχεδόν βίαιη περιστολή δαπανών.
Συγκεκριμένα, τόσο η "Telegraph" όσο και η "Guardian" εξετάζουν σοβαρά το σενάριο περικοπών θέσεων εργασίας - από 100 έως 250 άτομα μέσα στο τρέχον έτος - και ταυτόχρονο κλείσιμο των γραφείων τους σε διάφορα σημεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι η επανάληψη της ίδιας ιστορίας που συνέβη πριν από λίγο καιρό και στα αμερικανικά media. Ό,τι ακριβώς συνέβη στους "New York Times" και σε άλλα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ.
Ακόμη, όμως, και με τους τριγμούς της οικονομίας να "αγγίζουν" και τα ψηφιακά Μέσα, οικονομικοί σύμβουλοι ανά τον κόσμο συμβουλεύουν τους εκδότες να προτιμήσουν τα μικρότερα, πιο ευέλικτα και οικονομικά σχήματα που έχει να προσφέρει το διαδίκτυο και να απομακρυνθούν από τον κόσμο του χαρτιού, που αποδεικνύεται όχι απλώς δαπανηρό, αλλά οικονομικά αιματηρό σπορ.
Την ίδια στιγμή, για όλη αυτή τη σφαγή στον Τύπο οι εκδότες κατηγορούν ανοιχτά τόσο τη Google, όσο και το Facebook. Ενώ, αρχικά, οι εκδότες επιχείρησαν όσο ταχύτερα γινόταν να συνάψουν συμφωνίες με τους δύο τεχνολογικούς κολοσσούς για να αυξήσουν τη διείσδυση τους στο αναγνωστικό κοινό του διαδικτύου, ενώ προσπάθησαν να κινηθούν με ευελιξία σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο τους επενδύοντας σε προγράμματα, όπως το Instant Articles του Facebook, όχι μόνο δεν βγήκαν κερδισμένοι, αλλά έχασαν κιόλας.
Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ μοιάζει να έχει όλα όσα ενδιαφέρουν τον επενδυτή: τεράστια πλατφόρμα κοινού στο οποίο θα απευθυνθεί, ηλικίες που αγαπούν οι διαφημιστές (το περίφημο 16-34 ετών) και αμέτρητες υπηρεσίες και εφαρμογές που συνεχώς εμπλουτίζονται, προσελκύοντας νέους χρήστες.
Η ζημία εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι δύο τεχνολογικοί κολοσσοί προχώρησαν σε ένα άνευ προηγουμένου άνοιγμα προς τους επενδυτές, ένα άνοιγμα που ξεπερνά το 53%, ο λόγος, δηλαδή, γίνεται για μία αγορά 8 δις λιρών, χρήματα τα οποία θα επενδύονταν στην ψηφιακή διαφήμιση εντός Ηνωμένου Βασιλείου.
"Η προσήλωση στην ψηφιακή διαφήμιση κυρίως στο Facebook και στη Google είναι μεγαλύτερη στο Ηνωμένο Βασίλειο από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, ακόμη κι από τις ΗΠΑ", παρατηρούν οι οικονομικοί αναλυτές, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό εξηγούν έναν ακόμη λόγο της πτώσης της διαφημιστικής δαπάνης σε παραδοσιακά μέσα.
Εν κατακλείδι, στην παρούσα φάση, η ανάπτυξη του μέσου που ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ δημιούργησε μοιάζει να έχει όλα όσα ενδιαφέρουν τον επενδυτή: τεράστια πλατφόρμα κοινού στο οποίο θα απευθυνθεί, ηλικίες που αγαπούν οι διαφημιστές (το περίφημο 16-34 ετών) και αμέτρητες υπηρεσίες και εφαρμογές που συνεχώς εμπλουτίζονται, προσελκύοντας νέους χρήστες.
Καθώς μάλιστα το πέρασμα του στα κινητά και στα tablets ήταν από τα πιο ευέλικτα που έγιναν ποτέ, αυτή τη στιγμή το Facebook φαίνεται να "σκουπίζει" όχι μόνο τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης, αλλά ακόμη και εκείνα που γύρισαν το τιμόνι απευθείας στο Διαδίκτυο για να ακολουθήσουν την εποχή τους. Η μερίδα του λέοντος των διαφημιστικών εσόδων, μέχρι αυτή τη στιγμή, ανήκει σε αυτούς τους δύο παίκτες της διαδικτυακής αγοράς και στο Twitter που επίσης παίρνει κεφάλι στη διεκδίκηση διαφήμισης, οπότε το μέλλον -ακόμη και των διαδικτυακών Μέσων - διαγράφεται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αβέβαια.
Με στοιχεία από την Guardian