«Εγώ έχω σπίτι, έχω και εξοχικό. Οι φίλοι μου όμως;»: Σκαλίζοντας τις διαταξικές φιλίες

«Εγώ έχω σπίτι, έχω και εξοχικό. Οι φίλοι μου όμως;»: Σκαλίζοντας τις διαταξικές φιλίες Facebook Twitter
Πώς, με ποιους και υπό ποιους όρους συνδεόμαστε φιλικά; Εικονογράφηση: bianka/ LIFO
0

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ, διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο «Can’t even: How Millennials became the burnout generation». Το θέμα του βιβλίου είναι το πώς η αστάθεια της δουλειάς, οι χαμηλοί μισθοί και η κανονικοποίηση τού να κάνει κανείς δουλειές του ποδαριού οδηγεί στο να μην έχουν οι εργαζόμενοι χρόνο. 

Σας φέρνω στην Αθήνα του 2025 και σας μεταφέρω έναν χιλιοπαιγμένο διάλογο Παρασκευής: 

— Τελικά τι θα γίνει, θα βρεθούμε; 

— Μωρέ, ξέρεις τι–

— Έλα, μην το ακυρώσεις, ένα ποτό θα ’ναι. 

— Είμαι λιώμα απ’ τη δουλειά. 

Κοιτάζω τον κόσμο γύρω μου και βλέπω παντού αυτό που μου υπέδειξε εκείνο το βιβλίο. Ανθρώπους νέους, εξαντλημένους από περιστασιακές δουλειές και εργασιακή ανασφάλεια. Και το ζήτημα που θέλω να θέσω, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι το πώς αυτή η συνθήκη έχει επηρεάσει τις φιλίες, και συγκεκριμένα τις φιλίες ανάμεσα στις τάξεις. 

Ψάχνοντας να βρω στοιχεία για τις διαταξικές φιλίες στην ενήλικη ζωή, δεν βρήκα σχεδόν τίποτα. Ωστόσο τις έχω δει πολλάκις, ξέρω ότι υπάρχουν. Ξέρω ότι βασίζονται σε κοινό όραμα, κοινές αξίες, αυθόρμητη συμπάθεια και κοινό χρόνο.

Είναι ένα θέμα που δυσκολεύτηκα να πιάσω γιατί κάθε φορά που το ξεκινούσα, κάπου κολλούσε. Το πρώτο και βασικότερο είναι ότι μου λείπει ένας βέβαιος ορισμός για την τάξη. Κι όσο πιο πολύ τον έψαχνα, τόσο περισσότερες γίνονταν οι παράμετροι και τόσο απομακρυνόταν ο σίγουρος ορισμός. Αποφάσισα να πάρω άλλη οδό: ζήτησα από ανθρώπους που ξέρω ότι έχουν φιλίες που θ’ αποκαλούσα «διαταξικές» να μου μιλήσουν γι’ αυτές. 

Εξήγησα το θέμα που θέλω να κάνω και τη δυσκολία στον φίλο μου τον Δημήτρη. «Καλέ, θα στο λύσω εγώ, να μου πάρεις συνέντευξη», μου είπε. Τον ρώτησα τι καταλαβαίνει με τον όρο «διαταξική φιλία». «Η ζωή μου όλη, αυτό καταλαβαίνω. Μια ζωή είμαι φτωχός και οι φίλοι μου καθόλου». 

«Ο πατέρας μου ήταν ο κλασικός μαλάκας Έλληνας που βρίσκει γκόμενα όταν είναι έγκυος η γυναίκα του και μετά την παρατάει για να κάνει αλλού οικογένεια. Η μάνα μου βρέθηκε από τη μονοκατοικία του και τις υποσχέσεις του στο να πρέπει να καθαρίσει σκάλες για να ζήσει. Λεφτά, θέλω να πω, δεν υπήρχαν πουθενά και ενώ είχε, δεν μας έδινε. Καλά ως εδώ. Στο λέω αυτό γιατί έχει σημασία για το μετά.

Το μετά είναι ότι εγώ πήγα γυμνάσιο και λύκειο σε ιδιωτικό πανάκριβο σχολείο, που τη χρονιά που έμπαινα έδινε τρομερά χαμηλά δίδακτρα για οικογένειες σαν τη δική μου υπό τον όρο ότι θα ήμουν άριστος μαθητής, που ήμουν, και θα έγραφα καλά σε εξετάσεις, που έγραψα. Αυτό προφανώς σήμαινε ότι βρέθηκα να είμαι σχεδόν το  “φτωχότερο”, ας πούμε, παιδί στην πρώτη γυμνασίου, κάτι που, σε διαβεβαιώνω, το ένιωθα. Δεν είναι και ότι γινόταν να το ξεχάσω. 

Εκείνα τα χρόνια δεν θα έλεγα ότι έκανα ακριβώς φιλίες με τους συμμαθητές μου, έκανα όμως δύο που τις έχω ακόμη, με δύο κορίτσια. Αυτά τα κορίτσια, που παραμένουν οι καλύτερές μου φίλες, ήταν οι πρώτες και οι μόνες που δεν μ’ έκαναν να νιώθω λίγος. Προέρχονταν από οικογένειες με πάρα πολλά χρήματα. Με καλούσαν στα σπίτια τους για Σαββατοκύριακο, με καλούσαν για διακοπές –άσχετο που η μάνα μου τα πρώτα χρόνια έλεγε σθεναρά όχι–, μ’ έπαιρναν μαζί τους σε εκδρομές με την οικογένειά τους. Ήξεραν ότι εγώ δεν μπορώ να ανταποδώσω και δεν το ζήτησαν ποτέ.

Τέλος πάντων, θέλω να σου πω τι ρόλο έπαιξε αυτό στη ζωή μου. Το πρώτο είναι ότι με έμαθαν να μιλάω τη γλώσσα που χρειάζεται να μιλάω για να γίνω δεκτός σε υποτροφίες και courses στο εξωτερικό με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Δεν αρκεί να κάνεις μια αίτηση. Υπάρχει μια ολόκληρη γλώσσα που ουσιαστικά είναι κλείσιμο του ματιού, στον φορέα που εξετάζει την αίτηση, ότι είσαι “έχων”.

Το δεύτερο είναι ότι μου έμαθαν να ντύνομαι, να φέρομαι και να λέω μια ορισμένη ιστορία στις συνεντεύξεις για δουλειά, που μ’ έκανε να φαίνομαι μέρος του κόσμου τους, έστω και για λίγο, και λέω για λίγο γιατί, μετά την πρώτη εντύπωση, μετράει και το lifestyle, το οποίο δεν μπορώ, εννοείται, να στηρίξω. Το τρίτο είναι ότι μέσα απ’ τη ζωή τους κατάλαβα ότι η ζωή είναι πολύ ωραία αν έχεις την οικονομική ασφάλεια να τη ζήσεις. 

Για παράδειγμα, εγώ τώρα μετακομίζω γιατί μου ανεβάζουν το νοίκι 250 ευρώ και απλώς δεν έχω να τα δώσω. Θα μετακομίσω σε άλλη μεριά της πόλης, πολύ πιο μακριά απ’ τη δουλειά μου, θα χρειάζεται να ξυπνάω πολύ νωρίτερα και λοιπά, γιατί, απλούστατα, εκεί βρήκα σπίτι που μπορώ να συντηρήσω. Είμαι ο μόνος στην παρέα μου που έχει τέτοια προβλήματα κι όταν λέω ο μόνος, εννοώ ο μόνος. Οι φίλες και οι φίλοι μου, αν νοικιάζουν, νοικιάζουν από προτίμηση σε ορισμένη περιοχή, αλλιώς οι γονείς τους έχουν δυο τρία-ακίνητα είτε άδεια, είτε Airbnb, είτε σε μακροχρόνια μίσθωση.

Έχω φίλη που δουλεύει οχτώ μήνες σε κάτι ΜΚΟ με μισθούς πείνας και παραιτείται κάθε Μάιο για να κάνει διακοπές όλο το καλοκαίρι. Και καλά κάνει, μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Επιστρέφω λοιπόν στην ερώτηση. Για μένα, οι φιλίες αυτές ήταν ο μοναδικός λόγος που έχω τη δουλειά που έχω τώρα, που κατάφερα να ζήσω εμπειρίες που δεν ήξερα ότι υπάρχουν, όπως δωρεάν ταξίδια με εκπαιδευτικό πρόσημο, να αποκτήσω ένα βιογραφικό που μου ανοίγει πόρτες, να γνωρίσω κόσμο που δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίσω στη ζωή μου». 

Καθώς μιλάμε με τον Δημήτρη, σκέφτομαι ότι το θέμα ίσως δεν είναι καν ο ορισμός της τάξης αλλά η συζήτηση για το κατά πόσο έχουμε υπεισέλθει σε μια κοινωνική και εργασιακή πραγματικότητα που εμποδίζει την ουσιαστική κοινωνική ζύμωση μεταξύ προσώπων διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού background.

Δεν είναι ότι μέχρι τώρα έκαναν παρέα οι εφοπλιστές με ανθρώπους που ζουν κάτω απ’ το όριο της φτώχειας. Ωστόσο, μια σταθερή εργασία με επαρκή μισθό επιτρέπει δύο πράγματα: μακροχρόνιο σχεδιασμό και την ύπαρξη χόμπι. Ένας άνθρωπος που διαθέτει αυτά τα δύο μπορεί να συναναστραφεί ανθρώπους με οικονομικές και εργασιακές πραγματικότητες πολύ διαφορετικές από τη δική του. 

Όταν μιλάμε για «αλλαγή τάξης» και ανοδική κινητικότητα, συνήθως μιλάμε για συνθήκη γάμου, επιτυχούς επιχειρηματικότητας ή πολύ αυξημένων εσόδων που προκύπτουν έπειτα από πανεπιστημιακές σπουδές. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι η φιλία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο απ’ αυτόν που νομίζουμε. Επειδή η φιλία είναι οργανικό και ιδιωτικό πράγμα, είναι και μη μετρήσιμο, άρα είναι δύσκολο να καταγράψουμε κατά πόσο η αλλαγή στο τι σημαίνει «μόνιμη και σταθερή απασχόληση» αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι τάξεις σε μια κοινωνία. 

Το χτίσιμο του πρεκαριάτου και η αλλοτρίωση αυτού που ονομάζουμε «μεσαία τάξη» οδηγεί μεγάλη μάζα ανθρώπων στο να μην έχουν πραγματικά ελεύθερο χρόνο, αμόλυντο από την ανάγκη της επιβίωσης. Οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα αποτελούν πρεκαριάτο κάποια χρόνια πριν θα σχολούσαν στην ώρα τους, θα είχαν την ασφάλεια κάποιων χρημάτων που μπαίνουν στην άκρη και θα είχαν την πολυτέλεια των χόμπι. Άρα, θα μπορούσαν να βρεθούν σε χώρους και σημεία όπου συνέβαινε η κοινωνική ζύμωση με ανθρώπους από άλλα backgrounds. 

«Απομακρύνθηκα απ’ τις φίλες μου μετά το πανεπιστήμιο επειδή ποτέ δεν ήξερα τι ώρα θα σχολάσω και εκείνες κανόνιζαν τακτικά εξόδους για φαγητό μες στην εβδομάδα», μου λέει η Βίκυ, 34 ετών, υπάλληλος γραφείου. «Δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι ανήκουμε σε άλλη τάξη, αλλά ξέρω ότι εκείνες, μέσες-άκρες, δεν χρειάζεται να εργαστούν για να ζήσουν, καθότι έχουν εισοδήματα από ακίνητα. Εγώ όμως χρειάζεται. Κι επειδή δουλεύω σε γραφείο με σπαστό ωράριο, πολύ απλά δεν μπορώ ποτέ να ξέρω αν τελικά μπορώ να παρευρεθώ και αν μπορώ και οικονομικά να το στηρίξω.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο είδα stories, π.χ., που είχαν πάει για φαγητό σ’ ένα μαγαζί στην Κηφισιά. Είδα τα πιάτα στο μενού και έστω και ένα να έπαιρνα, χωρίς ποτό, θα έβγαινα εκτός budget δύο εβδομάδες. Ακόμη μιλάμε για τα νέα μας και λοιπά, αλλά ενώ ήταν η σταθερή μου παρέα πάνω από έξι χρόνια, πλέον απλώς δεν ταιριάζουν τα προγράμματά μας. Δεν είναι θέμα κοψίματος ή αντιπάθειας, δηλαδή, είναι κυριολεκτικά αυτό που σου λέω».

Σε σχετική συζήτηση, ο κύριος Γιώργος, ετών 72, δικηγόρος στο επάγγελμα, μου λέει: «Κοίταξε, δεν ξέρω πώς εννοείς τον όρο “τάξη”. Εγώ είμαι δικηγόρος, έχω ένα σπίτι, μένω με την οικογένειά μου, έχω ένα εξοχικό. Οι φίλοι μου όμως;

Οι φίλοι μου μπορεί να μένουν σε βίλες στην Άνω Βούλα ή στην Εκάλη ή μπορεί να νοικιάζουν στον Κορυδαλλό και να μην έχουν καμιά περιουσία. Όταν πάμε για μεζέ, βρίσκουμε ένα μεζεδοπωλείο που είναι για όλα τα πορτοφόλια και όταν συναντιόμαστε για χαρτιά αυτά δεν παίζουν και τόσο ρόλο.

Συνάδελφοι είμαστε όλοι, στο κάτω κάτω της γραφής. Δεν ξέρω αν αυτά που σου λέω ισχύουν για τους νεότερους συναδέλφους, εμένα ο νεότερος φίλος μου είναι 55 χρονών». Ο κύριος Γιώργος, όπως πολλοί επαγγελματίες της γενιάς του, φρόντιζε να δημιουργεί χώρους κοινωνικοποίησης με τους συναδέλφους του με βάση τον αθλητισμό, κάποιο κοινό ενδιαφέρον και το φαγητό, με αποτέλεσμα να μπορούν να ευδοκιμήσουν οι επαφές και οι φιλίες ασχέτως διαφορών –ακόμη και μεγάλων– στο εισόδημα. 

«Δεν θα μπορούσα να κάνω παρέα με κόσμο εκτός της τάξης μου, όπως το θέτεις», μου λέει η Ελπίδα, 33 ετών. «Δηλαδή, ας πούμε, αν είναι για Σάββατο, μπορώ και προσπαθώ να πηγαίνω ένα θέατρο. Δεν θα μπορούσα ν’ ακολουθήσω αν η παρέα μου πήγαινε, π.χ., τριήμερο κάθε ΠΣΚ ή αν έκανε μια δραστηριότητα που θέλει πολλά χρήματα. Και να ήθελα, δεν θα γινόταν. Στη δουλειά μου, επειδή δουλεύω σε μουσείο και έχω συναδέλφους που έχουν προσωπική περιουσία κι ας παίρνουμε τον ίδιο μισθό, προσπάθησα να συμμετέχω στις δράσεις τους, αλλά μπορεί, π.χ., το Πάσχα να οργάνωναν ταξίδι στη Νέα Υόρκη κι εγώ δεν έχω να πάω μέχρι τη Σάντα Μπάρμπαρα».

Ψάχνοντας να βρω στοιχεία για τις διαταξικές φιλίες στην ενήλικη ζωή, δεν βρήκα σχεδόν τίποτα. Ωστόσο τις έχω δει πολλάκις, ξέρω ότι υπάρχουν. Ξέρω ότι βασίζονται σε κοινό όραμα, κοινές αξίες, αυθόρμητη συμπάθεια και κοινό χρόνο. Και, παράλληλα, διαβάζοντας διαρκώς για την αυξανόμενη απόσταση μεταξύ των τάξεων, αναρωτιέμαι τι επίπτωση θα έχει αυτό στο πώς, με ποιους και υπό ποιους όρους συνδεόμαστε φιλικά. Και ακόμη βαθύτερα: αν δεν έχουμε καν μελετήσει τη σημασία της διαταξικής φιλίας στην ύφανση της κοινωνίας, πώς θα αναγνωρίσουμε την απουσία της; 

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πόσα χρήματα χρειάζονται για να ζήσεις όπως πραγματικά θέλεις στην Αθήνα;

Living / Πόσα χρήματα χρειάζονται για να ζήσεις όπως πραγματικά θέλεις στην Αθήνα;

Πώς να ζήσεις σε μια πόλη όπου ο μισθός είναι τσιμεντένιος, ενώ οι τιμές εκτοξεύονται διαρκώς: τέσσερα νεαρά κορίτσια μας στέλνουν τα μηνιαία έξοδά τους και κοστολογούν ένα ιδανικό για εκείνες Σαββατοκύριακο.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
Σταμάτα να κάνεις τον φίλο μου, είσαι τ’ αφεντικό μου

Ιλεκτρίσιτυ / Σταμάτα να κάνεις τον φίλο μου, είσαι τ’ αφεντικό μου

Οι νέες εταιρείες με τα ευέλικτα ωράρια, τις χιπ εγκαταστάσεις, τα «κουλ» αφεντικά, μοιάζουν με φτηνά κακέκτυπα της Google, όπως αυτή μας φανερώθηκε μέσα απ’ τα social media και τα ντοκιμαντέρ.
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σαντορίνη: «Με τους σεισμούς δεν υπάρχουν βεβαιότητες»

Ρεπορτάζ / Σαντορίνη: «Με τους σεισμούς δεν υπάρχουν βεβαιότητες»

Οι ειδικοί της σεισμολογίας είναι «κουμπωμένοι», βρίσκονται σε εγρήγορση και είναι επιφυλακτικοί σχετικά με το ποια θα είναι η συνέχεια. Πάντως, η παρατεταμένη σεισμική δραστηριότητα στη θαλάσσια περιοχή της Ανύδρου χαρακτηρίζεται σπάνιο φαινόμενο για τη σεισμολογία.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Η ζωή μας ουσιαστικά είναι 10λεπτες εμπειρίες σε ακολουθία»

Media / «Η ζωή μας ουσιαστικά είναι 10λεπτες εμπειρίες σε ακολουθία»

Ο βραβευμένος δημοσιογράφος του «Atlantic» Ντέρεκ Τόμσον εξηγεί γιατί ζούμε σε έναν «αντικοινωνικό αιώνα» και μιλά για την εκλογή Τραμπ και τον ρόλο της δημοσιογραφίας στις μέρες μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί ο κόσμος κινδυνεύει να γίνει ζούγκλα;

Οπτική Γωνία / O νέος ιμπεριαλισμός και γιατί ο κόσμος κινδυνεύει να γίνει ζούγκλα

Οι συνέπειες της πολιτικής του νέου Αμερικανού Προέδρου και οι αντιδράσεις του κόσμου. Μιλά στη LiFO ο δρ. Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Τριαντάφυλλος Καρατράντος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ο Μασκ δεν είναι Ναζί ακριβώς, αλλά μπορεί να είναι κάτι ακόμα χειρότερο»

Οπτική Γωνία / «Ο Μασκ δεν είναι Ναζί ακριβώς, αλλά μπορεί να είναι κάτι ακόμα χειρότερο»

Viral έχει γίνει η ανάρτηση του πρώην φίλου και συνεργάτη του Έλον Μασκ, Φίλιπ Λόου, επιφανή νευροεπιστήμονα, ιδρυτή της εταιρείας Neurovigil και εφευρέτη του iBrain, όπου γράφει μεταξύ άλλων ότι λίγη σημασία έχει τελικά αν κάποιος είναι πραγματικά Ναζί από τη στιγμή που ενεργεί ως Ναζί.
THE LIFO TEAM
«Αν κλείσει το TikTok, δεν θα θυμάσαι καν ποιος είμαι»

Social media / «Αν κλείσει το TikTok, δεν θα θυμάσαι καν ποιος είμαι»

Ο σεφ Eraldo μιλά για τους ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς που επανοικειοποιείται και χρησιμοποιεί ως «όπλο» στα viral βίντεό του στο TikTok, αλλά και για την πιθανότητα η εφαρμογή μια μέρα απλώς να εξαφανιστεί.
ΠΕΝΝΥ ΜΑΣΤΟΡΑΚΟΥ
Τέμπη: Πού βρισκόμαστε δύο χρόνια μετά

Βασιλική Σιούτη / Τέμπη: Πού βρισκόμαστε δύο χρόνια μετά

Η δικαστική έρευνα είναι σε εξέλιξη, αλλά η κοινωνία πιέζει να αποδοθούν ευθύνες στους υπαίτιους. Τα αναπάντητα ερωτήματα είναι αρκετά και η κυβέρνηση δεν έχει πείσει πως έχει κάνει ό,τι χρειάζεται για να διευκολύνει την έρευνα της Δικαιοσύνης.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Ο Κηφισός και τα αντιπλημμυρικά έργα στην Αττική «μπάζουν νερά»;

Ρεπορτάζ / Ο Κηφισός και τα αντιπλημμυρικά έργα στην Αττική «μπάζουν νερά»;

Πώς ιεραρχούνται τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας στην Αττική; Είναι στη σωστή κατεύθυνση; Θα ήταν εφικτό ο πλημμυρικός κίνδυνος να αντιμετωπιστεί με λύσεις βασισμένες στη φύση, και τι μπορεί να γίνει στον Κηφισό;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Ναι, δεν υπάρχουν μόνο δύο φύλα»

Οπτική Γωνία / «Όχι, δεν υπάρχουν μόνο δύο φύλα»

Το επικοινωνιολόγ@ Jay Ραΐσης και η κλινική ψυχολόγος, συνιδρύτρια του Orlando LGBT+, Νάνσυ Παπαθανασίου εξηγούν γιατί το κοινωνικό φύλο είναι ένα κατασκεύασμα και πώς η ρητορική μίσους κανονικοποιεί και ενδυναμώνει την άσκηση κάθε είδους βίας στην καθημερινότητα. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ανελκυστήρες: Τα ατυχήματα και τα θολά σημεία

Ρεπορτάζ / Δημόσιοι ανελκυστήρες: Τα ατυχήματα και το περίπλοκο νομικό πλαίσιο

Γιατί χιλιάδες ανελκυστήρες είναι άγνωστοι σήμερα στην πολιτεία; Τι συμβαίνει με τις συμβάσεις συντήρησης και πιστοποίησής τους; Με αφορμή τα πρόσφατα ατυχήματα σε δύο νοσοκομεία, αναζητήσαμε απαντήσεις.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ