Ξεκίνησε η συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας για την ακρόαση και διατύπωση γνώμης στον διορισμό του Θεμιστοκλή Δεμίρη ως νέου διοικητή της ΕΥΠ.
Εκ μέρους της κυβέρνησης στη συνεδρίαση παρίσταται ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης. Η διαδικασία της ακρόασης είναι απόρρητη, με βάση το άρθρο 43Α του Κανονισμού της Βουλής.
«Οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της ΕΥΠ είναι απόρρητες και οι βουλευτές - μέλη της Επιτροπής δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους», προβλέπει ο κανονισμός. Αυτό σημαίνει ότι τηρούνται πρακτικά της συνεδρίασης, αλλά αυτά δεν διανέμονται. Τα μέλη της Επιτροπής, οι βουλευτές και τα κόμματα έχουν πρόσβαση σε αυτά, μόνο για ανάγνωση και προκειμένου να κρατήσουν σημειώσεις και όχι να λάβουν αντίγραφα.
Ο πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, ανέλαβε νέος διοικητής της ΕΥΠ μετά την παραίτηση του Παναγιώτη Κοντολέοντα, στις αρχές Αυγούστου, «κατόπιν λανθασμένων ενεργειών που διαπιστώθηκαν στη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων», όπως είχε ανακοινώσει τότε το γραφείο του πρωθυπουργού. Υπενθυμίζεται ότι την ίδια ημέρα είχε παραιτηθεί και ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, στο ντόμινο εξελίξεων που προκάλεσε η υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.
Ποιος είναι ο Θεμιστοκλής Δεμίρης
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει κάνει μεταπτυχιακό στην Μεσανατολική Πολιτική στο Ινστιτούτο Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών. Την περίοδο 1978- 1981 εργάστηκε ως δημοσιογράφος (εξωτερικός συνεργάτης) στην επιθεώρηση «Πολιτικά Θέματα» και ως διευθυντής σύνταξης στα περιοδικά «Computer Age», «Plant», «Equip», «Αγροτική Περιουσία» Το 1981 εισήλθε στην Διπλωματική Ακαδημία του υπουργείου Εξωτερικών και ορκίστηκε διπλωματικός ακόλουθος το 1982. Μέχρι και το 1984 εργάστηκε ως ακόλουθος και γραμματέας Γ' στην Κρυπτογραφική Υπηρεσία και τη Διεύθυνση Μέσης Ανατολής και Αφρικής.
Το 1985 τοποθετήθηκε στην ελληνική πρεσβεία στη Βαγδάτη. Το 1989 μετατέθηκε στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην UNESCO.
To 1992 επέστρεψε στην Κεντρική Υπηρεσία, τοποθετούμενος στη Διεύθυνση Τουρκίας-Κύπρου, αναλαμβάνοντας, το 1994, ως επικεφαλής, το τμήμα Κύπρου. Από το 1996 υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία στη Λευκωσία, ως σύμβουλος Α' και αναπληρωτής επικεφαλής αρχής / επιτετραμμένος.
Το 2001 μετατέθηκε στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην ΕΕ, αναλαμβάνοντας διαδοχικά τα καθήκοντα εκπροσώπου στην Ομάδα Δυτικών Βαλκανίων και τη διεύθυνση του τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων της Αντιπροσωπείας. Επανήλθε το 2006 στην Κεντρική Υπηρεσία, αναλαμβάνοντας ως διευθυντής της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκών Εξωτερικών Σχέσεων και προαγόμενος το 2007 σε πληρεξούσιο υπουργό Β΄.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 τοποθετήθηκε στις Βρυξέλλες ως μόνιμος αντιπρόσωπος στην Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση και πρέσβης στη Ε.Ε. με καθήκοντα εκπροσώπου της Ελλάδας στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας.
Το 2013 ορίστηκε ως πρέσβης της Ελλάδας στην Ιταλία και στον Άγιο Μαρίνο και ως μόνιμος αντιπρόσωπος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς με έδρα την Ρώμη.
Το 2014 προήχθη σε πληρεξούσιο υπουργό Α΄. Τον Μάιο του 2017 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε διευθυντής στη Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Οργανισμών μέχρι την 1.1.2018. Έχει παρασημοφορηθεί από τους προέδρους της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Ιταλίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ