Με ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Θεόδωρου Πάγκαλου ο Στέφανος Κασιμάτης, στη στήλη του στην «Καθημερινή» ,αναφέρεται στο « πηγαίο αφηγηματικό ταλέντο του» και στη «νοσταλγία και στα αισθήματα τρυφερότητας με τα οποία-σπάνια- ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης θυμάται τα πρώτα δειλά βήματα της σταδιοδρομίας του στο υπουργείο Εμπορίου»:
«Το καλοριφέρ, που ήταν σαράντα ετών, έκανε θορύβους, πέταγε ατμούς και κάθε τόσο έσπαγε και πλημμύριζε νερά τους διαδρόμους. Αποφάσισα λοιπόν να αλλάξω αυτό το προϊστορικό τέρας. Για να βγει όμως ο παλιός καυστήρας από το κτίριο, έπρεπε να γκρεμίσουμε έναν εξωτερικό τοίχο. Οπερ και έγινε. Την τρύπα την είχαν κλείσει με ένα κόντρα πλακέ. Μια ημέρα που επιθεωρούσα τα γραφεία όπου γίνονταν οι διαγωνισμοί προμηθειών του Δημοσίου, πέρασα από το σημείο αυτό και είδα ότι το κόντρα πλακέ είχε μια αρκετά μεγάλη τρύπα. Και, ω του θαύματος, εμφανίσθηκε και μια ανθρώπινη κεφαλή. Κάποιος έμπαινε με τα τέσσερα στο υπουργείο. Τον άρπαξα αμέσως από τα μαλλιά και τον ακινητοποίησα σε ένα σημείο όπου, όποια κι αν ήταν η δύναμή του, ήταν αδύνατο να σηκωθεί, να φύγει προς τα έξω ή να μπει προς τα μέσα. Το ερώτησα το όνομα του και μου είπε ότι ήταν κάποιος τμηματάρχης. Έστειλα λοιπόν τους ανθρώπους του γραφείου μου, που με συνόδευαν, και εκάλεσαν όλους τους υπαλλήλους από τα διπλανά γραφεία, προς τους οποίους, κρατώντας πάντα το θύμα μου από τα μαλλιά, γονατιστό στα τέσσερα, εξεφώνησα λογύδριο. Τους είπα πόσο μεγάλος πρέπει να είναι ο εξευτελισμός κάποιου ο οποίος το σκάει από τη δουλειά του με αυτόν τον ποταπό τρόπο και να θαυμάσουν την κατάσταση πλήρους ανυποληψίας στην οποία είχε περιέλθει ο ατυχής τμηματάρχης. Στο τέλος του είπα ότι δεν πρόκειται να τον τιμωρήσω, γιατί αυτό που έπαθε είναι ό,τι χειρότερο μπορούσε να πάθει ένας άνθρωπος που έχει στοιχειώδες φιλότιμο».