Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τηλεδιάσκεψη με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ που θα πραγματοποιηθεί μέσω τηλεδιάσκεψης την Πέμπτη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συζήτησε με τον κ. Μισέλ τις διεργασίες εντός της ΕΕ για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, μέσω νέων χρηματοδοτικών εργαλείων και κοινών παρεμβάσεων, που θα διασφαλίζουν τη συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.
Επίσης, ο πρωθυπουργός επισήμανε ιδιαίτερα την ανάγκη αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ζήτησε οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες να επεξεργαστούν ένα συνεκτικό πλαίσιο για την εξομάλυνση των μεταφορών και της τουριστικής δραστηριότητας.
Ο κ. Μητσοτάκης συζήτησε, επίσης, με τον πρόεδρο Μισέλ την κλιμακούμενη τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αναφορικά με στάση που θα κρατήσει ο πρωθυπουργός στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ για την έκδοση κορονο-ομολόγου και σε ποια χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ θα συναινέσει η ελληνική πλευρά καθώς και ποιο συνολικό ποσό χρηματοδότησης για την Ελλάδα διεκδικεί η Αθήνα για την αντιμετώπισης της κρίσης από τον κοροναϊό ο κ. Πέτσας κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών απέφυγε να μπει σε αριθμούς και επεσήμανε αναφορικά με τις προσδοκίες της Αθήνας το εξής:
«Αυτό που έχει σημασία είναι να φανεί σε όλους -και στους πολίτες της Ένωσης και στις αγορές- ότι η Ευρώπη κάνει ό,τι χρειαστεί και έχει διαθέσιμο οποιοδήποτε ποσό χρειαστεί για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Αυτό λύνεται, μεταξύ άλλων, και με τις πρωτοβουλίες που ανέφερα στην εισαγωγική μου τοποθέτηση, αλλά και με έναν κοινό μηχανισμό, ο οποίος θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τα κράτη-μέλη για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι το κοινό ομόλογο, το οποίο έχει προτείνει και ο Πρωθυπουργός και για το οποίο θα συζητήσει, σήμερα το απόγευμα, με τον κ. Μισέλ. Από εκεί και πέρα, ποιος μηχανισμός θα προκριθεί, είναι ένα ζήτημα συζήτησης. Αυτό το οποίο πρέπει να φανεί στο τέλος της ημέρας, είτε αυτό είναι την Πέμπτη, είτε το επόμενο χρονικό διάστημα, είναι ότι η Ευρώπη πράγματι κάνει ό,τι χρειαστεί για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.