Ο
Λίγες μέρες πριν αγωνιστεί στους Παραολυμπιακούς Αγώνες κατακτώντας το χάλκινο μετάλλιο, ο Έλληνας αστέρας της ξιφασκίας με αμαξίδιο, Πάνος Τριανταφύλλου είχε αφηγηθεί στη LIFO την ιστορία του. Μια διαδρομή γεμάτη θέληση, διακρίσεις και μετάλλια, με τον τελευταίο της σταθμό να έρχεται εχθές στο Τόκιο, όταν μας έκανε για μία ακόμη φορά να αισθανόμαστε υπερήφανοι. Μπορεί λοιπόν, ο στόχος να έγινε πραγματικότητα, και το όνειρο, πράξη, όμως όσα μας είπε στον δρόμο για μία ακόμη μεγάλη επιτυχία, παραμένουν επίκαιρα.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο που τα τελευταία χρόνια εκπροσωπεί την Ελλάδα στην ξιφασκία με αμαξίδιο ξεχωρίζοντας για τις ικανότητες του. Από το διεθνές ντεμπούτο του στο Μόντρεαλ και την πρώτη του συμμετοχή στους Παραολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012 μέχρι το ασημένιο μετάλλιο στο Ρίο το 2016 και το χρυσό στο παγκόσμιο κύπελο στην Ολλανδία το 2019, που έφερε σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση, σήμερα, στα 35 του, έχει χαράξει μια εντυπωσιακή διαδρομή σε ένα άθλημα που στη χώρα μας δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Αθλητικός τύπος από μικρός, συμμετείχε σε ομάδες ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ και μαραθωνίους από τα σχολικά του χρόνια. Ήταν όπως λέει και ο ίδιος «ένα ζιζάνιο». Στα 18 του είχε ένα ατύχημα.
«Το ατύχημα συνέβη στις 21 Νοέμβριου του 2004, ένα τροχαίο. Πηγαίναμε να δούμε από περιέργεια και για βόλτα, μαζί με δυο φίλους ένα φράγμα στον Διόνυσο», λέει. «Ήταν μέρα Κυριακή, που δεν δούλευα. Τότε σπούδαζα στη Λαμία και δούλευα ταυτόχρονα στην Αθήνα. Ανέβαινα για λίγες μέρες στη Λαμία και κατέβαινα, δούλευα και τα Σαββατοκύριακα αλλά εκείνη την Κυριακή έτυχε να μη δουλεύω. Περνάει ένας φίλος, συμμαθητής με το αυτοκίνητο και λέει να πάμε να δούμε για βόλτα ένα φράγμα στον Διόνυσο. Όπως ανεβαίναμε πάνω στη στροφή από την Πεντέλη, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε σε γκρεμό μεγάλου βάθους. Η πρώτη αντίδραση μόλις άνοιξα τα μάτια μου, τα οποία πρέπει να άνοιξα ακαριαία με το που χτύπησα ήταν “οκ, εγώ θα σηκωθώ. Θα κάνω γυμναστική και θα σηκωθώ”. Προσπάθησα δηλαδή εκείνη την ώρα να σηκωθώ να περπατήσω, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να δώσω εντολή στα πόδια μου οπότε πιάστηκα από ένα κλαδί δίπλα μου, ήρθα σε μια θέση ευθεία ανάσκελα και περίμενα να δω αν θα με βοηθήσουν. Στην πρώτη μου αντίδραση όμως, επειδή τα παιδιά έκλαιγαν που δεν μπορούσα να αντιδράσω και να περπατήσω, τους είπα ότι όλα καλά θα πάνε. Και νομίζω ότι αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό και για τη μετέπειτα πορεία. Προσωπικά το θεωρώ σαν θείο δώρο. Από εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή που εγώ το πήρα τόσο θετικά και είπα πως ό,τι και να γίνει εγώ θα τα καταφέρω, όλα μετά εξελίχθηκαν με αισιοδοξία. Σίγουρα στην πορεία μιλώντας και με γιατρούς καταλάβαινα, ότι είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, και μόνο με κάποιο “ιατρικό θαύμα” θα αλλάξουν. Συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση είναι πάρα πολύ σοβαρή και ότι μπορεί να είναι και μόνιμη, που κατά 99,9% είναι μόνιμη. Αλλά δεν με έριξε αυτό γιατί πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα γίνει κάτι, όπως ένα ιατρικό θαύμα και θα σηκωθεί πάρα πολύς κόσμος. Αλλά και να μη γίνει αυτό, έχω μάθει πλέον να ζω με αυτόν τον τρόπο και θα πορεύομαι έτσι».
Τα άτομα με αναπηρία έχουν αρχίσει και μπαίνουν λίγο στη ζωή του ανθρώπου και μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσω της τηλεόρασης. Ωστόσο, όλο αυτό ξεκινάει από την παιδεία.
Όσον αφορά τον αθλητισμό, στη ζωή του Πάνου μπήκε πρώτα το μπάσκετ με αμαξίδιο, με το οποίο ασχολείται ακόμα. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία ιδιαίτερη σχέση με το συγκεκριμένο άθλημα, αποφάσισε να το αρχίσει από το μηδέν.
«Την πρώτη μέρα είδα πώς έπεφταν κάτω, πώς σηκωνόντουσαν, ήταν και μπάσκετ το οποίο δεν συμπαθώ πάρα πολύ και είπα πως εγώ αποκλείεται να μπω εδώ μέσα, θα σακατευτώ. Όμως πείσμωσα, χωρίς να μου πει κανείς να πάω με το ζόρι», λέει. Ο ίδιος έγινε γρήγορα αρχηγός της ομάδας, βασικό playmaker, μέσα σε έναν χρόνο μπήκε στην Εθνική, και τον επόμενο έγινε αρχηγός σε αυτή.
«Το ίδιο έγινε μετά και με την ξιφασκία. Το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα και επειδή έβλεπα και στα πλαίσια της εθνικής ότι αυτή δεν μπορούσε να διεκδικήσει πρόκριση σε Παραολυμπιακούς Αγώνες, που είναι η ύψιστη διοργάνωση, σκέφτηκα να κάνω κάτι ατομικό και παράλληλα να κρατήσω το μπάσκετ γιατί μου αρέσει πάρα πολύ. Πάλι μέσα από μια συγκυρία πραγμάτων, κάποιος μου είπε “έχεις πολύ μακριά χέρια γιατί δεν ασχολείσαι με την ξιφασκία;” Δοκίμασα κι άλλα όπως στίβο, σφαίρα, ακόντιο κολύμπι αλλά με κέρδισε αυτή. Είδα και το κλίμα της ομάδας που ήταν καλό. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να είναι καλό το κλίμα, ο προπονητής, να μπορείς να επικοινωνήσεις και με αυτόν και με τους αθλητές σου. Μέσα σε ένα διάστημα τριών μηνών που κατέβηκα στους πρώτους μου αγώνες στον Καναδά, στο Μόντεαλ, πήρα χάλκινο μετάλλιο σε παγκόσμιο κύπελο. Μου ταίριαξε το άθλημα και για αυτό το συνέχισα».
Ποια είναι τα στοιχεία της ξιφασκίας με αμαξίδιο και τα στοιχεία που χρειάζονται για να πας καλά σε αυτό;
«Τα στοιχεία πάνω κάτω ταιριάζουν με το μπάσκετ. Σε όλα τα αθλήματα κάποια πράγματα ταιριάζουν. Πρέπει να έχεις και ηρεμία και τσαμπουκά και έκρηξη και να μπορείς να τα κοντρολάρεις όλα αυτά. Απλά η ξιφασκία τα θέλει όλα στο 100%». Πρέπει δηλαδή να είσαι πάρα πολύ χαλαρός αλλά με το που ακούσεις την εντολή του διαιτητή πρέπει να γίνεις τρομερά εκρηκτικός», λέει. «Ταυτόχρονα θέλει να είσαι πάρα πολύ μυαλωμένος γιατί η ξιφασκία σε αμαξίδιο είναι ένα αθλητικό σκάκι. Πρέπει να έχεις διαβάσει πάρα πολύ καλά τον αντίπαλο σου και να προβλέψεις την κίνηση. Εκεί υπάρχει μια μικρή διαφορά με την ξιφασκία των αρτιμελών. Σε αυτή έχουν τον χρόνο να δουν κάποια πράγματα γιατί έχουν τα βήματα και ανοίγουν την απόσταση. Οπότε εκεί το μυαλό έχει χρόνο να σκεφτεί τι κίνηση θα κάνει. Η ξιφασκία σε αμαξίδιο επειδή παίζεται σε πολύ κοντινή η απόσταση και χρειάζεται και άψογη τεχνική στο χέρι, είναι θέμα πρόβλεψης».
Η πρώτη συμμετοχή σε Παραολυμπιακούς για τον Πάνο ήταν το 2012 στο Λονδίνο, όμως η μεγάλη επιτυχία για εκείνον ήρθε στους επόμενους και στο Ρίο, στο οποίο και βγήκε δεύτερος κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο.
«Στη Βραζιλία το κλίμα και οι άνθρωποι ήταν πάρα πολλοί ζεστοί. Στον αγωνιστικό χώρο που είχα πάει και ενώ έχασα και στον τελικό, έπαιζε Ζορμπά και όλος ο κόσμος χειροκροτούσε εμάς και την Ελλάδα. Ήταν πάρα πολύ ανατριχιαστικό και πάρα πολύ όμορφο συναίσθημα. Οπότε για εμένα η Βραζιλία, σε συνδυασμό και με το ασημένιο μετάλλιο και με τη ζεστή αγκαλιά του κόσμου που δέχθηκα, ήταν το αποκορύφωμα, ήταν το τέλειο, κάτι που δεν θα το ζήσουμε σε καμιά περίπτωση τώρα στο Τόκιο».
Ο ίδιος μου εξηγεί πως στους Παραολυμπιακούς του Τόκιο που θα λάβουν χώρα από τις 24 Αυγούστου, μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου, οι αθλητές θα πάνε τμηματικά λόγω του κορωνοϊού, με τον ίδιο να πηγαίνει με το πρώτο γκρουπ. Η κατάσταση με την πανδημία θα είναι δύσκολη. Θα υπάρχουν συνεχή τεστ, ενώ η θερμοκρασία στην Ιαπωνία θα είναι υψηλή, κάτι που κάνει αισθητό τον κίνδυνο της θερμοπληξίας, που μπορεί να θέσει τους αθλητές αυτόματα σε καραντίνα, μέχρι να βγουν τα αρνητικά αποτελέσματα του τεστ.
«Σε αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες έχω βάλει προτεραιότητα το να φτάσω υγιής, να παίξω, και να γυρίσω υγιής. Απαξ και είμαι και παίξω, θα δώσω το 100% του εαυτού μου και θα προσπαθήσω για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», αναφέρει. Ποιες είναι οι συνθήκες για τους αθλητές που συμμετέχουν στους φετινούς Παρολυμπιακούς και σε μια διοργάνωση που μοιάζει διαφορετική από όλες τις προηγούμενες και ποια η αγωνιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος;
«Εγώ προετοιμάζομαι με τις συνθήκες που έχουμε όσο καλύτερα γίνεται. Σίγουρα υπήρχε κενό με την πρώτη καραντίνα που δεν κάναμε προπονήσεις. Κάποιοι από τους άλλους αθλητές στον κόσμο μπορεί να έκαναν, κάποιοι όχι, δεν με αφορά και δεν με ενδιαφέρει. Στη δεύτερη καραντίνα όμως είχαμε πάρει ειδική άδεια από τον υφυπουργό αθλητισμού επειδή είμαστε και μέλη της εθνικής ομάδας και ήταν και οι Παραολυμπιακοί μπροστά και κάναμε και τις προπονήσεις μας. Αυτή τη στιγμή θεωρώ ότι είμαι σε πάρα πολύ καλό επίπεδο. Συνεχίζω την προετοιμασία μου. Με θεωρώ πολύ καλά προετοιμασμένο, με τα δεδομένα της Ελλάδας πάντα, γιατί άμα τα συγκρίνουμε με το εξωτερικό εκεί υπάρχουν και δυο και τρεις προπονητές ανά αθλητή με φυσικοθεραπευτές από πίσω και με μια τεράστια ομάδα. Εμείς είμαστε μια μικρή χώρα. Είμαι εγώ και ένας συναθλητής, ο Βασίλης ο Ντούνης, που έχουμε πάρει την πρόκριση, και ο προπονητής μου. Είμαστε εμείς οι τρεις που παλεύουμε για όλα, για την ξιφασκία για αμαξίδιο».
Κατά πόσο τον θλίβει η διαφορά αυτή στα δεδομένα και τις υποδομές που υπάρχουν σε σχέση με το εξωτερικό και τις συνθήκες με τις οποίες ετοιμάζονται οι άλλοι αθλητές σε σύγκριση με τους Έλληνες;
«Δεν θα πω ότι με θλίβει, θα πω ότι με πορώνει γιατί ανταγωνίζομαι και κερδίζω αθλητές με καλύτερα επίπεδα αθλητισμού. Οπότε αυτό με πορώνει. Σίγουρα δεν θα μιλήσω για τα άλλα αθλήματα γιατί δε γνωρίζω τι γίνεται σε αυτά. Θα πω για το δικό μου, επειδή είμαι σε αναπηρικό αμαξίδιο, σε συνδυασμό και με την προσβασιμότητα στην Ελλάδα με όλες τις δυσκολίες, ότι οι δυσκολίες στον αθλητισμό είναι το τελευταίο πράγμα το οποίο θα σκεφτώ. Και όπως καταλαβαίνεις θα το αντιμετωπίσω, γιατί σε πάρα πολλές χώρες που έχω πάει για να κάνω τις προπονήσεις μου, οι περισσότεροι δεν έχουν καν την απαραίτητη πρόσβαση. Θα έχω, σκαλοπάτι, δεν θα έχω πρόσβαση στα αποδυτήρια, στην τουαλέτα αλλά πλέον τα έχουμε συνηθίσει αυτά».
Πόσο δύσκολη είναι λοιπόν η ζωή και η καθημερινότητα ενός ανθρώπου με αναπηρία όσον αφορά την προσβασιμότητα που του παρέχεται για να ζήσει στην Ελλάδα;
«Κρίνοντας από την πρόσβαση θα πω ότι είναι αρκετά δύσκολη και ότι ανά περιοχές δεν υπάρχει καθόλου καλή πρόσβαση», αναφέρει. «Σίγουρα σε κάποια σημεία θα δεις ράμπες ή πάρκινγκ, αλλά είναι τέτοια η νοοτροπία του Έλληνα, που θα αφήσει το αυτοκίνητο για 20 λεπτά ή θα κλείσει μια ράμπα ή οτιδήποτε. Όλο αυτό το κομμάτι καλυτερεύει χρόνο με τον χρόνο και αυτό γίνεται γιατί προβάλλεται περισσότερο ο αθλητισμός για τα άτομα με αναπηρία. Γενικότερα τα άτομα με αναπηρία έχουν αρχίσει και μπαίνουν λίγο στη ζωή του ανθρώπου και μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσω της τηλεόρασης. Ωστόσο, όλο αυτό ξεκινάει από την παιδεία. Εγώ σαν μαθητής δεν θυμάμαι να έχει έρθει ποτέ ένας αθλητής με αναπηρία ή ένα άτομο και να μας μιλήσει για την αναπηρία. Οπότε αν δεν το έχεις δει στην οικογένεια σου και δεν το βιώνεις, δεν μπορείς να το γνωρίζεις. Και είναι κάτι που πλέον, 4, 5 χρόνια αφού ξεκίνησα τον αθλητισμό, αρχίσαμε να το κάνουμε πάρα πολύ έντονα. Όλοι οι αθλητές πηγαίνουμε σε σχολεία, μιλάμε για τον αθλητισμό και για την αναπηρία οπότε αυτό θα το δει το παιδί, θα το βάλει στο μυαλό του, θα το μεταφέρει και στην οικογένεια του και είναι μια αλυσίδα, οπότε για εμένα το κακό ξεκινά από την παιδεία».
Στην Ελλάδα πολλά αθλήματα τραβούν τους προβολείς της κοινωνίας και τα φώτα μόλις πλησιάζουν οι μεγάλες διοργανώσεις, και το υπόλοιπο διάστημα ξεχνιούνται μαζί με τους αθλητές που μας εκπροσωπούν σε αυτά. Ποια είναι η γνώμη του ίδιου για το ζήτημα;
«Το πιστεύω ακράδαντα αυτό. Για παράδειγμα η Στεφανίδη και η Κορακάκη που δεν πήραν μετάλλιο σε αυτούς τους Ολυμπιακούς, κατά τη δική μου γνώμη, ναι μεν έχουν χτίσει μια ιστορία με πάρα πολλά μετάλλια, τώρα θα υπάρξει μια περίοδος μέχρι να πάρουν μετάλλιο που θα ψιλοξεχαστούν. Για τον Πετρούνια που παίρνει συνέχεια χρυσά, μιλούσαν συνεχώς και υπήρχε μια προβολή επειδή ήταν συνέχεια στην κορυφή. Αν πέσεις από την κορυφή σε ξεχνούν, αν έχεις κάποιο τραυματισμό σε ξεχνούν και αυτό είναι το λυπηρό, όπως και με τον Ιακωβίδη, όταν είχε τον τραυματισμό, τον ξέχασαν. Εκεί πρέπει να σε στηρίξει η πολιτεία, ο σύλλογος σου, η ομοσπονδία. Τότε, στα δύσκολα, όπως γίνεται και με τους φίλους και με άλλα πράγματα, φαίνεται η μαγκιά και εκεί πρέπει να σε στηρίξει ο άλλος», ενώ με αφορμή τους μικρής διαρκείας, επιφανειακούς διθυράμβους των social media, ο ίδιος λέει «κάτι ακόμη που συνειδητοποιώ πλέον, είναι ότι με λυπεί πως ένας αθλητής για να έχει τους χορηγούς και να μπορούν να τον στηρίζουν και να προχωράει, θα πρέπει να έχει και ένα πάρα πολύ καλό Ιnstagram. Πλέον είναι αλληλένδετα αυτά τα δύο. Έχεις followers; Θα έχεις και χορηγούς». Πόσο δύσκολα είναι λοιπόν τα πράγματα οικονομικά για έναν αθλητή που δεν αγωνίζεται στα δυο «μεγάλα αθλήματα», και που προσπαθεί κάνοντας προπονήσεις συνέχεια στην καθημερινότητα του;
«Θεωρώ ότι είναι δύσκολο να συνεχίσει κάποιος τον αθλητισμό όταν δεν έχει χορηγούς. Γιατί η ομοσπονδία, το κράτος δεν θα σε στηρίξει. Θα σε στηρίξει στέλνοντας σε κάποιους αγώνες, μέχρι εκεί, κάτι που είναι και υποχρέωση της ομοσπονδίας να το κάνει, γιατί παίρνει κρατική επιχορήγηση για αυτό τον σκοπό. Δεν είναι ότι θα σου δίνει ένα ποσό για να επιβιώνεις, να μπορείς να πηγαίνεις στις προπονήσεις σου, να καλύπτεις τα υπόλοιπα σου έξοδα. Οπότε αν δεν έχεις χορηγούς, δεν μπορείς να συνεχίσεις. Εκτός βέβαια και αν είσαι ευκατάστατος οικονομικά έτσι κι αλλιώς, οπότε το κάνεις. Κι αυτό είναι πολύ λυπηρό. Όσον αφορά εμένα, είχε πάρει μια έκταση το θέμα με την Ολλανδία, είχα πάρει και το ασημένιο στη Βραζιλία και έχω 4-5 χορηγούς που με στηρίζουν, με όποιο ποσό και τους ευχαριστώ πάρα πολύ. Ο συναθλητής μου ο Βασίλης Ντούνης, που είναι ταλεντάρα, είχε βγει 4ος στους Παρολυμπιακούς αγώνες, έχει πάρει τώρα την πρόκριση πάλι, έχει πάρα πολλά μετάλλια σε παγκόσμια, σε πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα, δεν ακούστηκε ποτέ και πουθενά και το παλικάρι δεν έχει έναν χορηγό. Καταλαβαίνεις ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να σκεφτεί να τα παρατήσει. Δεν θα πρέπει δηλαδή σε αυτή τη χώρα να ελπίζουμε πότε θα γίνει μια συγκυρία πραγμάτων, πότε θα μαθευτούμε ή να επιλέγουμε μόνο αθλήματα όπως το μπάσκετ ή το ποδόσφαιρο, ή για παράδειγμα τους κρίκους λόγω του Πετρούνια, αθλήματα τα οποία φαίνονται, προβάλλονται, και αθλήματα (μπάσκετ και ποδόσφαιρο), τα οποία είναι και μέσα στο στοίχημα και από τη στιγμή που είναι και μέσα στο στοίχημα, πέφτουν και πάρα πολλά χρήματα. Πιστεύω ακράδαντα δηλαδή ότι άμα και ο παραολυμπιακός αθλητισμός έμπαινε στο στοίχημα, θα βρισκόντουσαν και χορηγοί, θα έπεφτε και χρήμα και ότι θα ανέβαινε πάρα πολύ μετά το αθλητικό επίπεδο.
Τι θα έλεγε τέλος, ο ίδιος σε νέους ανθρώπους με μια αναπηρία που μπορεί αυτή τη στιγμή να μην είναι στην καλύτερη ψυχική κατάσταση και να μην έχουν τη δύναμη να ξεκινήσουν κάνοντας κάτι όσον αφορά τον αθλητισμό;
«Θα απαντήσω σε αυτό σκεπτόμενος πώς λειτουργώ εγώ. Λειτουργώ πολλές φορές σκεπτόμενος κάποια χειρότερη κατάσταση, για να σκεφτώ ότι δόξα τον θεό εγώ είμαι καλά και ότι θα πορευτώ με αυτό που έχω. Πάντα όταν σκεφτόμαστε ότι υπάρχει κάτι πιο άσχημο λέμε ότι είμαστε καλά. Εγώ αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου αλλά σκέφτομαι και αυτόν που δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα χέρια του. Οπότε λέω δόξα τον θεό που μπορώ και εξυπηρετούμαι. Η ζωή είναι πάρα πολύ ωραία. Πρέπει να πορευόμαστε. Σίγουρα υπάρχουν πάρα πολλές συνθήκες από πίσω που μπορεί να μας ρίξουν κάτω. Μπορεί και η οικογενειακή κατάσταση να μας ρίξει γιατί μπορεί να μη ξέρει και ο γονιός πώς να το αντιμετωπίσει όλο αυτό. Αν δεν ξέρει, σε ρίχνει κι εσένα ψυχολογικά. Εκεί είναι και θέμα χαρακτήρα του ανθρώπου. Οπότε εγώ δεν θα κατακρίνω κάποιον που θα τον έχει ρίξει, θα του πω όμως να κοιτάξει ότι υπάρχουν και χειρότερα και θα του δώσω σαν μια άμεση λύση τον αθλητισμό. Γιατί; Αυτό το δίωρο που αθλείσαι, είτε έχεις, κάποια αναπηρία είτε όχι, δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο. Είσαι μόνο στον αθλητισμό. Οπότε ξεφεύγεις, και κάνεις πάρα πολύ καλό και στο σώμα σου και στο μυαλό σου. Είναι μια τρομερά καλή διέξοδος για όλους, πόσο μάλιστα για τα άτομα με αναπηρία. Τα άτομα με αναπηρία θα πρέπει έτσι κι αλλιώς να γυμνάζονται γιατί δεν κάνουν τις ίδιες καύσεις με έναν αρτιμελή. Ε, γιατί να μη το συνδυάσεις με τον αθλητισμό; Τι πιο όμορφο και πιο παραγωγικό; Και δεν μιλάω για επαγγελματικό επίπεδο, να κυνηγήσεις Παρολυμπιακούς και διοργανώσεις, αυτό είναι θέμα ταλέντου, να το γουστάρεις, να έχεις όρεξη. Το κάνεις για εσένα. Πώς ο άλλος θα πάει στο γυμναστήριο να κάνει τη γυμναστική, έτσι κι εσύ να πας να κάνεις ένα άθλημα, ό,τι κι αν είναι αυτό».