Μια συνομοταξία ποντικιών που θεωρείται το πιο κοινό θηλαστικό στη Βόρεια Αμερική, το επονομαζόμενο ποντίκι «deer», φαίνεται να έχει πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τις οικογενειακές αξίες από το ξαδελφάκι του, το ποντίκι «oldfield».
Το ποντίκι «oldfield» είναι μονογαμικό. Τα αρσενικά περιποιούνται τα μικρά τους, τα κρατούν ζεστά και τα προσέχουν ώστε να μην απομακρυνθούν από τη φωλιά.
Το ποντίκι «deer» προτιμά έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και αλλάζει συνεχώς σεξουαλικούς παρτενέρ. Δεν είναι ασυνήθιστο τα μικρά μιας γέννας να προέρχονται από τέσσερις διαφορετικούς πατέρες. Τα ποντίκια «deer» είναι εντελώς αμελείς μπαμπάδες. Φαίνεται πως τίποτα δεν μπορεί να τα κάνει να συμπεριφερθούν ζεστά και στοργικά στα μικρά τους. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε μέχρι τώρα.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Κολούμπια που μελετούν τα δύο είδη ποντικιών ανακάλυψαν κάτι που φαίνεται να είναι μια ζωτικής σημασίας διαφορά μεταξύ τους. Τα «οldfield» έχουν στα επινεφρίδιά τους ένα κύτταρο που δεν συναντάται σε άλλα ποντίκια. Το κύτταρο αυτό παράγει μια ορμόνη η οποία, όταν χορηγήθηκε σε παρθένα ποντίκια «deer» και των δύο φύλων, ώθησε το 17% από αυτά −ακόμη και τα αρσενικά− να περιποιούνται τα μικρά τους και να τα κρατούν κοντά στη φωλιά.
Δυστυχώς, δεν άλλαξε ιδιαίτερα τη συνήθη τακτική τους να έχουν πολλές θηλυκές συντρόφους. Δεν τα έκανε να θέλουν να περνούν περισσότερο χρόνο με μία σταθερή σύντροφο, όπως εξηγεί ο Andrés Bendesky, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Zuckerman του Πανεπιστημίου Κολούμπια, και ένας από τους συγγραφείς του άρθρου που περιγράφει την έρευνα, το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Nature».
Εξετάζοντας άλλα είδη ποντικιών, ο Bendesky και η ομάδα του διαπίστωσαν ότι ο νεοανακαλυφθείς τύπος κυττάρων αναπτύχθηκε στα ποντίκια «oldfield» πριν από περίπου 20.000 χρόνια, δηλαδή πριν από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στη χρονική κλίμακα της εξέλιξης. Ενώ η γονική φροντίδα και η μονογαμία είναι διακριτά χαρακτηριστικά, στη βιολογία συνδέονται, λέει ο Bendesky.
Η συντριπτική πλειονότητα των θηλαστικών −το 92%, σύμφωνα με τον Bendesky– χαρακτηρίζεται από «σεξουαλική ελευθεριότητα», όπως το ποντίκι «deer». Όταν τα θηλυκά ποντίκια «deer» είναι σε οίστρο, μερικές φορές ζευγαρώνουν με πολλά αρσενικά την ίδια νύχτα, πράγμα που επιτρέπει σε διαφορετικούς πατέρες να γονιμοποιήσουν διαφορετικά ωάρια. Στα περισσότερα «ελευθερίων ηθών» είδη, τα αρσενικά δεν συμμετέχουν στη φροντίδα των νεογνών. Ο Bendesky λέει ότι υπάρχουν μόνο τρεις εξαιρέσεις – τρία είδη του ζωικού βασιλείου που δεν είναι μονογαμικά στα οποία τα αρσενικά όντως βοηθούν στην ανατροφή των παιδιών: η ραβδωτή μαγκούστα, ο γκρίζος λεμούριος μπαμπού και η μαρμοσέτα του Γκέλντι. Λέει χαρακτηριστικά: «Και τα τρία προέρχονται από έναν πρόσφατα μονογαμικό πρόγονο, γεγονός που υπογραμμίζει τη στενή και διαρκή σχέση μεταξύ μονογαμίας και από κοινού γονικής φροντίδας».
Το θέμα της μονογαμίας στο ζωικό βασίλειο παραμένει αμφιλεγόμενο, με ορισμένους επιστήμονες να υποστηρίζουν ότι μόλις το 3-5% των θηλαστικών είναι μονογαμικό. Οι ερευνητές αναφέρονται σε δύο διαφορετικά είδη μονογαμίας, την κοινωνική μονογαμία, κατά την οποία οι σύντροφοι ζευγαρώνουν και ζουν μαζί για μία ή περισσότερες αναπαραγωγικές περιόδους, και τη γενετική μονογαμία, κατά την οποία τα ζευγάρια ζευγαρώνουν αποκλειστικά μεταξύ τους.
Υπάρχουν ποικίλες θεωρίες σχετικά με το εξελικτικό όφελος που έχει η μονογαμία για τα αρσενικά. Ορισμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η παραμονή «στο σπίτι» με ένα ταίρι, αντί να περιπλανιούνται αναζητώντας άλλα θηλυκά, μπορεί να ήταν ένας τρόπος να σταματήσουν τα ανταγωνιστικά αρσενικά να τρώνε τα νεογνά. Μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι τα αρσενικά απλώς βρήκαν πολύ πιο εύκολο το να κρατούν τα αντίπαλα αρσενικά μακριά από ένα θηλυκό, παρά από πολλά.
Ο Bendesky, ο οποίος μελετά εδώ και 12 χρόνια τη διαφορά μεταξύ των ποντικιών «oldfield» και «deer», δήλωσε ότι βρήκε ένα απροσδόκητο στοιχείο στην ανατομία των δύο ειδών. Κάθε ένας από τους δύο επινεφρίδιους αδένες των ποντικιών «oldfield» ζυγίζει 7 χιλιοστόγραμμα – πάνω από τέσσερις φορές βαρύτερος από αυτόν των ποντικιών «deer». Τεράστια διαφορά. Οι επιστήμονες που εξέθρεψαν ποντίκια ώστε να εμφανίζουν περισσότερο ή λιγότερο άγχος −ένα συναίσθημα που προέρχεται από τις ορμόνες που παράγονται στα επινεφρίδια− δεν διαπίστωσαν διαφορά στο μέγεθος των αδένων μεγαλύτερη από 20%.
Τα επινεφρίδια είναι μία από τις κύριες πηγές στεροειδών ορμονών, οι οποίες δρουν ως σημαντικοί ελεγκτές της συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης της γονικής φροντίδας. Η μεγάλη διαφορά στο μέγεθος των επινεφριδίων υπέδειξε ότι τα ποντίκια «οldfield» παρήγαγαν μεγαλύτερες ποσότητες από ορισμένες τουλάχιστον στεροειδείς ορμόνες. Όταν οι επιστήμονες εξέτασαν πιο προσεκτικά τις διαφορές μεταξύ των ειδών, ανακάλυψαν ότι κάθε επινεφρίδιο στο ποντίκι «oldfield» έχει τέσσερα στρώματα ή ζώνες, έναντι τριών στο ποντίκι «deer». Η τέταρτη, που ονομάστηκε «zona inaudita» (λατινικά: «Μέχρι πρότινος άγνωστη ζώνη») περιέχει το νέο κύτταρο.
Στη γενετική ανάλυση που έκαναν οι επιστήμονες, διαπίστωσαν ότι το νεοανακαλυφθέν κύτταρο ήταν διαφορετικό από άλλα κύτταρα των επινεφριδίων. Βρήκαν ότι 194 γονίδια ήταν πιο δραστήρια στα νεοανακαλυφθέντα κύτταρα από ό,τι σε άλλα κύτταρα. Το επίπεδο δραστηριότητας των γονιδίων μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, όπως ακριβώς ρυθμίζεται το φως με ροοστάτη. Τα ποντίκια «oldfield» παράγουν μέσα στα νεοανακαλυφθέντα κύτταρα μια ορμόνη που ονομάζεται 20α-υδροξυπρογεστερόνη (20alpha-OHP), η οποία ανακαλύφθηκε μόλις το 1958. Αλλά σύμφωνα με τον Bendesky, κανείς δεν ήξερε τι επίδραση έχει στους ανθρώπους.
Υπό αυτή την έννοια, η ορμόνη έμοιαζε πολύ με το όργανο που την παρήγαγε. Τα επινεφρίδια, που για πρώτη φορά τα περιέγραψαν οι επιστήμονες το 1564, αποτελούσαν τέτοιο γρίφο για εκείνους ώστε το 1716 η Ακαδημία Επιστημών του Μπορντό προκήρυξε διαγωνισμό για να προσδιοριστεί ο σκοπός που εξυπηρετούσε το όργανο. Καμία συμμετοχή δεν κέρδισε το βραβείο.
Μόνο πολύ αργότερα η ανακάλυψη ασθενειών όπως η επινεφριδιακή ανεπάρκεια βοήθησε να διευκρινιστεί ο ρόλος των επινεφριδίων στην παραγωγή ορμονών που εμπλέκονται στη ρύθμιση του μεταβολισμού, της ανοσίας, της αρτηριακής πίεσης και της αντίδρασης στο στρες.
Η έρευνα του Bendesky και των συναδέλφων του, που αποκάλυψε τον νέο τύπο κυττάρων, εξέπληξε πολλούς επιστήμονες. Ο Steven M. Phelps, καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη αλλά παρακολουθεί εδώ και καιρό τη δουλειά του Bendesky με τα ποντίκια, δήλωσε: «Το πιο συναρπαστικό ζήτημα είναι η προέλευση αυτού του νέου τύπου κυττάρων». Συμπλήρωσε δε ότι, απ’ όσο θυμάται, πρώτη φορά στα 30 χρόνια που ασχολείται με το αντικείμενο ανακαλύπτεται ένας νέος τύπος κυττάρων.
Παράλληλα, η Jessica Tollkuhn, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Cold Spring Harbor Laboratory, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αυτό που πραγματικά με ενθουσίασε στην εργασία ήταν η ιδέα ότι αυτή η ορμόνη που παράγεται στα επινεφρίδια στη συνέχεια διασπάται και χρησιμοποιείται από τον εγκέφαλο για να επηρεάσει τη συμπεριφορά που αφορά τη φροντίδα. Πρόκειται για μια νέα πτυχή της βιολογίας που δεν είχε καταγραφεί στο παρελθόν».
Η Margaret M. McCarthy, καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland, εξέφρασε την έκπληξή της για το γεγονός ότι η εξέλιξη εμφυσεί τη γονική συμπεριφορά με τόσο πολύπλοκο τρόπο. Η ρύθμιση του εγκεφάλου με μια ορμόνη που δημιουργείται στα επινεφρίδια, λέει, είναι λιγότερο άμεση από την απλή ανάπτυξη ενός νέου νευρικού κυκλώματος. «Αυτό συνέβη στους αρουραίους, και έχουμε μονογαμικούς και πολυγαμικούς αρουραίους», δήλωσε και συμπλήρωσε: «Η εξέλιξη πάντα εκπλήσσει. Υπάρχουν εκατομμύρια τρόποι για να λυθεί ένα πρόβλημα».
Τα ευρήματα στα ποντίκια μπορεί να οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων όταν γίνονται γονείς, λένε οι επιστήμονες. Στα ποντίκια, η ορμόνη της γονικής φροντίδας συχνά μετατρέπεται σε μια ένωση που μοιάζει πολύ με την αλλοπρεγνανολόνη, η οποία εγκρίθηκε από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων το 2019 για τη θεραπεία της επιλόχειας κατάθλιψης. Το φάρμακο είναι γνωστό ως βρεξανολόνη και πωλείται στην Αμερική με την εμπορική ονομασία Zulresso.
Ο Tali Kimchi, αναπληρωτής καθηγητής στο Ινστιτούτο Επιστημών Weizmann στο Ισραήλ, δήλωσε ότι η δημοσίευση στο «Nature» προσφέρει τη δυνατότητα για βαθύτερη έρευνα της επιλόχειας κατάθλιψης, «μιας από τις πιο καταστροφικές, ανίατες ψυχοπαθολογίες που γνωρίζουμε, με μακροχρόνιες και μερικές φορές ακόμη και θανατηφόρες επιπτώσεις τόσο στους γονείς όσο και στους απογόνους τους».