Τα κβάζαρ έχουν ανακαλυφθεί εδώ και περίπου 60 χρόνια και θεωρούνται τα πιο ισχυρά και φωτεινά αστρόμορφα ουράνια αντικείμενα που βρίσκονται στον πυρήνα γαλαξιών.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα παρέμενε μυστήριο τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο ισχυρή δραστηριότητα. Σε αυτό το μυστήριο δίνει απαντήσεις μια έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Monthly Notices of the Royal Astronomical Society».
Η σύγκρουση γαλαξιών
Συγκεκριμένα, η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής το πανεπιστήμιο του Σέφιλντ ανακάλυψε ότι το φαινόμενο είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης γαλαξιών, αφού παρατήρησε 48 γαλαξίες που φιλοξενούν κβάζαρ και τους συνέκρινε με περισσότερους από 100 γαλαξίες χωρίς κβάζαρ.
Όταν δύο γαλαξίες συγκρουστούν, οι βαρυτικές δυνάμεις ωθούν τεράστιες ποσότητες αερίου προς υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες στο κέντρο του υπολείμματος του συστήματος γαλαξιών που προκύπτει από τη σύγκρουση. Λίγο πριν το αέριο καταναλωθεί από τη μαύρη τρύπα, απελευθερώνει τεράστιες ποσότητες ενέργειας με τη μορφή ακτινοβολίας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαρακτηριστική φωτεινότητα των κβάζαρ.
Παράλληλα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι γαλαξίες με κβάζαρ έχουν περίπου τριπλάσιες πιθανότητες να αλληλεπιδρούν ή να συγκρούονται με άλλους γαλαξίες.
«Από τα πιο ακραία φαινόμενα στο σύμπαν»
«Τα κβάζαρ είναι ένα από τα πιο ακραία φαινόμενα στο σύμπαν και αυτό που βλέπουμε είναι πιθανό να αντιπροσωπεύει το μέλλον του δικού μας Γαλαξία όταν συγκρουστεί με τον γαλαξία της Ανδρομέδας σε περίπου πέντε δισεκατομμύρια χρόνια», δηλώνει ο καθηγητής στο τμήμα Φυσικής και Αστρονομίας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ, Κλάιβ Ταντχάντερ.
Σημειώνεται ότι τα κβάζαρ είναι σημαντικά για τους αστροφυσικούς, καθώς λόγω της φωτεινότητάς τους ξεχωρίζουν σε μεγάλες αποστάσεις και λειτουργούν ως φάροι για τις πρώτες εποχές της ιστορίας του σύμπαντος.
«Ένα από τα κύρια επιστημονικά κίνητρα για το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb της NASA ήταν η μελέτη των πρώτων γαλαξιών του σύμπαντος και το τηλεσκόπιο αυτό είναι σε θέση να ανιχνεύσει φως ακόμη και από τα πιο μακρινά κβάζαρ, που εκπέμφθηκαν πριν από σχεδόν 13 δισεκατομμύρια χρόνια», εξηγεί ο μεταδιδακτορικός ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Χερτοφρντσάιρ, Τζόνι Πιρς.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ