Μια ομάδα επιστημόνων προτείνει μια νέα εξήγηση για ορισμένες περιπτώσεις μακροχρόνιου Covid, με βάση τα ευρήματά τους ότι τα επίπεδα σεροτονίνης ήταν χαμηλότερα σε άτομα με την πολύπλοκη πάθηση.
Στη μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο περιοδικό Cell, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας πρότειναν ότι η μείωση της σεροτονίνης προκαλείται από υπολείμματα του ιού που παραμένουν στο έντερο. Η μειωμένη σεροτονίνη θα μπορούσε να εξηγήσει ιδίως τα προβλήματα μνήμης και ορισμένα νευρολογικά και γνωστικά συμπτώματα του μακροχρόνιου Covid, λένε.
Γιατί έχει σημασία: Νέοι τρόποι διάγνωσης και θεραπείας για τον μακροχρόνιο Covid
Αυτή είναι μία από τις πολλές νέες μελέτες που τεκμηριώνουν διακριτές βιολογικές αλλαγές στο σώμα των ασθενών που πάσχουν από μακροχρόνιο Covid, συνεισφέροντας σημαντικά στις γνώσεις μας για μια πάθηση η οποία παίρνει πολλές μορφές και συχνά δεν καταγράφεται από τα συνήθη διαγνωστικά εργαλεία, όπως οι ακτίνες Χ.
Η έρευνα θα μπορούσε να δείξει το δρόμο προς πιθανές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων φαρμάκων που ενισχύουν τη σεροτονίνη. Οισυγγραφείς της δήλωσαν ότι η βιολογική οδός που περιγράφουν θα μπορούσε να ενοποιήσει πολλές από τις επικρατούσες θεωρίες για το τι προκαλεί τον μακροχρόνιο Covid: παραμένοντα υπολείμματα του ιού, φλεγμονή, αυξημένη πήξη του αίματος και δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
«Όλες αυτές οι διαφορετικές υποθέσεις συνδέονται πιθανόν μέσω της οδού της σεροτονίνης», δήλωσε ο ChristophThaiss, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και επίκουρος καθηγητής μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας.
«Δεύτερον, ακόμα και αν δεν αντιμετωπίζουν όλοι δυσκολίες στο “μονοπάτι” της σεροτονίνης, τουλάχιστον ένα υποσύνολο θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε θεραπείες που το ενεργοποιούν», είπε.
«Πρόκειται για μια εξαιρετική μελέτη που προσδιορίζει τα χαμηλότερα επίπεδα της σεροτονίνηςπου κυκλοφορεί στον οργανισμό ως μηχανισμό για τον μακροχρόνιοCovid», δήλωσε η AkikoIwasaki, ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο Yale. Η ομάδα της και οι συνάδελφοί της στην Ιατρική Σχολή Icahn στο νοσοκομείο Mount Sinai δημοσίευσαν πρόσφατα μια μελέτη που εντόπισε άλλες βιολογικές αλλαγές οι οποίες συνδέονται με ορισμένες περιπτώσεις μακροχρόνιουCovid, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων της ορμόνης κορτιζόλης. Οι μελέτες αυτές θα μπορούσαν να υποδείξουν συγκεκριμένους υποτύπους του longCovid ή διαφορετικούς βιολογικούς δείκτες σε διαφορετικά στάδια της πάθησης.
Το παρασκήνιο: Μια σειρά διαταραχές που προκαλούνται από υπολείμματα του ιού στο έντερο
Οι ερευνητές ανέλυσαν το αίμα 58 ασθενών οι οποίοι έπασχαν από μακροχρόνιο Covid για διάστημα μεταξύ 3 έως και 22 μηνών από τη μόλυνσή τους. Τα αποτελέσματα αυτά συγκρίθηκαν με την ανάλυση αίματος 30 ατόμων χωρίς συμπτώματα μετά τη νόσηση και 60 ασθενών που βρίσκονταν στο πρώιμο, οξύ στάδιο της λοίμωξης από κορωνοϊό.
Ο MaayanLevy, επικεφαλής συγγραφέας και επίκουρος καθηγητής μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή Perelman, δήλωσε ότι τα επίπεδα της σεροτονίνης και άλλων μεταβολιτών μεταβλήθηκαν αμέσως μετά τη μόλυνση από κορωνοϊό, κάτι που συμβαίνει επίσης μετά από άλλες ιογενείς λοιμώξεις.
Σε ασθενείς, όμως, με μακροχρόνιο Covid, η σεροτονίνη ήταν το μόνο σημαντικό μόριο που δεν επανήλθε στα επίπεδα πριν από τη μόλυνση, είπε.
Η ομάδα ανέλυσε δείγματα κοπράνων από ορισμένους τέτοιους ασθενείς και διαπίστωσε ότι περιείχαν εναπομείναντα ιικά σωματίδια. Συνδυάζοντας τα ευρήματα αυτά με έρευνες σε ποντίκια και μίνι μοντέλα του ανθρώπινου εντέρου, όπου παράγεται η περισσότερη σεροτονίνη, εντόπισαν ένα “μονοπάτι” που θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις.
Η ιδέα είναι η εξής: Τα υπολείμματα του ιού ωθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει πρωτεΐνες που καταπολεμούν τη λοίμωξη και ονομάζονται ιντερφερόνες. Οι ιντερφερόνες προκαλούν φλεγμονή που μειώνει την ικανότητα του οργανισμού να απορροφήσει την τρυπτοφάνη, ένα αμινοξύ που βοηθά στην παραγωγή σεροτονίνης στο έντερο. Οι θρόμβοι αίματος που μπορεί να σχηματιστούν μετά από λοίμωξη από κορωνοϊόενδέχεται να μειώσουν την ικανότητα του σώματος να παράγεισεροτονίνη.
Η μειωμένη σεροτονίνη διαταράσσει το πνευμονογαστρικό νευρικό σύστημα, μέσω του οποίου μεταδίδονται σήματα μεταξύ του σώματος και του εγκεφάλου, φρονούν οι ερευνητές. Ο νευροδιαβιβαστής αυτός παίζει ρόλο στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, πρότειναν επομένως ότι η εξαντλημένη σεροτονίνη θα μπορούσε να οδηγήσει σε προβλήματα μνήμης και άλλα γνωστικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι με μακροχρόνιο Covid.
«Βρήκαμε ότι ένα-δύο-τρία χτυπήματα στο μονοπάτι της σεροτονίνης οδηγούν στη συνέχεια σε δυσλειτουργία των πνευμονογαστρικών νεύρων και διαταραχή της μνήμης», δήλωσε ο Δρ.Iwasaki.
Υπάρχουν βέβαια κάποιες επιφυλάξεις. Η μελέτη δεν ήταν μεγάλη, οπότε τα ευρήματα πρέπει να επιβεβαιωθούν με επιπλέον έρευνες. Οι συμμετέχοντες σε ορισμένες άλλες μελέτες μακροχρόνιου Covid, στις οποίες ορισμένοι ασθενείς είχαν ηπιότερα συμπτώματα, δεν εμφάνιζαν πάντα εξαντλημένη σεροτονίνη, ένα αποτέλεσμα που για τον Δρ.Levyίσωςδείχνει ότι η εξάντληση συνέβαινε μόνο σε ασθενείςμε μακροχρόνιο Covid που εμφανίζουν πολλαπλά σοβαρά συμπτώματα.
Το επόμενο στάδιο: Μια κλινική δοκιμή του Prozac
Οι επιστήμονες θέλουν να βρουν βιοδείκτες για το μακροχρόνιο Covid - βιολογικές μεταβολές που μπορούν να μετρηθούν για να βοηθήσουν στη διάγνωση. Ο Δρ.Thaiss δήλωσε ότι η νέα μελέτη προτείνει τρεις: την παρουσία υπολειμμάτων ιού στα κόπρανα, τη χαμηλή σεροτονίνη και τα υψηλά επίπεδα ιντερφερόνης.
Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι δεν θα υπάρξει ένας μοναδικός βιοδείκτης για την πάθηση, αλλά ότι θα προκύψουν διάφοροι δείκτες οι οποίοι μπορεί να ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος των συμπτωμάτων και άλλους παράγοντες.
Υπάρχει τεράστια ανάγκη για αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης του μακροχρόνιου Covid και ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές διαφόρων θεραπειών. Οι Dr. Levy και Dr. Thaiss δήλωσαν ότι θα ξεκινήσουν μια κλινική δοκιμή για να δοκιμάσουν τη φλουοξετίνη, έναν εκλεκτικό αναστολέα επαναπρόσληψηςσεροτονίνης που συχνά κυκλοφορεί στην αγορά ως Prozac, ενδεχομένως και την τρυπτοφάνη.
«Εάν αναπληρώσουμε τα επίπεδα τηςσεροτονίνης ή αποτρέψουμε την αποικοδόμησή της, ίσως μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε ορισμένα από τα πνευμονογαστρικά σήματα βελτιώνονταςέτσι τη μνήμη, την ικανότητα αντίληψης κ.ο.κ.», σημείωσε ο Δρ.Levy.
Με στοιχεία από New York Times