Η χειρωνακτική εργασία είναι εξαντλητική. Όπως το τρέξιμο, έτσι και μια κοπιαστική μέρα σωματικής εργασίας αδειάζει τις ενεργειακές αποθήκες του σώματος, και μας προκαλεί την αίσθηση της κόπωσης.
Η πνευματική εργασία μπορεί επίσης να αποδειχθεί εξαντλητική. Ο «γνωστικός έλεγχος», που περιλαμβάνει την πνευματική προσπάθεια, τον αυτοέλεγχο και τη δύναμη της βούλησης, επίσης εξασθενεί ανάλογα με την ένταση κάθε προσπάθειας. Αλλά σε αντίθεση με τον μηχανισμό της σωματικής κόπωσης, η αιτία της «γνωστικής κόπωσης» δεν έχει διαφωτιστεί.
Οι παλιότερες αναφορές και υποθέσεις ήταν ελλιπείς. Μία από τις πιο γνωστές βιολογικές αναλύσεις, βασίζεται σε όσα είναι γνωστά για τη μυϊκή κόπωση. Υποθέτει ότι η άσκηση γνωστικού ελέγχου καταναλώνει ενέργεια με τη μορφή γλυκόζης και ότι στο τέλος μιας ημέρας μεγάλης πνευματικής πίεσης, ο εγκέφαλος λειτουργεί με λίγα «καύσιμα». Το πρόβλημα όμως με αυτή την εκδοχή των γεγονότων είναι ότι το ενεργειακό κόστος που συνδέεται με τη σκέψη είναι ελάχιστο. Μια ανάλυση προηγούμενων μελετών δείχνει ότι οι γνωστικά καταπονημένοι και «εξαντλημένοι» εγκέφαλοι χρησιμοποιούν λιγότερο από το ένα δέκατο της θερμιδικής αξίας μιας καραμέλας Tic-Tac σε πρόσθετη γλυκόζη.
Αν η γνωστική κόπωση δεν προκαλείται από έλλειψη ενέργειας, τότε τι την εξηγεί;
Μια ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον Antonius Wiehler του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Pitié-Salpêtrière, στο Παρίσι, εξέτασε τα πράγματα από τη λεγόμενη νευρομεταβολική σκοπιά. Υποθέτουν ότι η γνωστική κόπωση είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης μιας συγκεκριμένης χημικής ουσίας στην περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται με τον έλεγχο. Η ουσία αυτή, είναι ένας διεγερτικός νευροδιαβιβαστής που αφθονεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα των θηλαστικών και παίζει ρόλο σε πλήθος δραστηριοτήτων, όπως η μάθηση, η μνήμη και ο κύκλος ύπνου-αφύπνισης.
Κοινώς η πνευματική εργασία οδηγεί σε χημικές αλλαγές στον εγκέφαλο, οι οποίες εκδηλώνονται συμπεριφορικά ως κόπωση. Αυτό, επομένως, είναι ένα σήμα για να σταματήσει η εργασία, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία στον εγκέφαλο. Στη νέα δημοσίευσή τους στο Current Biology, οι ερευνητές περιγράφουν ένα πείραμα που έκαναν για να εξηγήσουν πώς συμβαίνουν όλα αυτά.
Για να προκαλέσουν γνωστική κόπωση, μια ομάδα συμμετεχόντων κλήθηκε να εκτελέσει για λίγο περισσότερο από έξι ώρες διάφορες εργασίες που απαιτούσαν σκέψη. Στους μισούς ανατέθηκαν εύκολα πράγματα να κάνουν και στους άλλους μισούς δύσκολα. Για παράδειγμα, σε μια εργασία, γράμματα εμφανίζονταν σε μια οθόνη υπολογιστή κάθε δευτερόλεπτο περίπου. Όσοι ανήκαν στην εύκολη ομάδα έπρεπε να θυμηθούν αν το τρέχον γράμμα ταίριαζε με το προηγούμενο γράμμα. Αυτή ήταν η ομάδα με την εύκολη δουλειά, ενώ στην ομάδα με την δυσκολότερη πνευματική εργασία, οι συμμετέχοντες έπρεπε να θυμηθούν αν το γράμμα που έβλεπαν, είχε εμφανιστεί και τρεις θέσεις νωρίτερα.
Κατά διαστήματα, καθ' όλη τη διάρκεια του πειράματος, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να λάβουν αποφάσεις που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τη γνωστική τους κόπωση. Μπορεί να τους ρωτούσαν αν θα ήθελαν να κερδίσουν 50 ευρω για ημίωρη ποδηλασία σε ποδήλατο γυμναστικής, στο επίπεδο ισχύος έξι (εργασία υψηλού κόστους, υψηλής ανταμοιβής) ή 37 ευρώ για 30 λεπτά στο επίπεδο ισχύος δύο (χαμηλού κόστους, χαμηλής ανταμοιβής).
Οι συμμετέχοντες στους οποίους ανατέθηκαν τα πιο απαιτητικά καθήκοντα γνωστικού ελέγχου ήταν πιο πιθανό να επιλέξουν τις προτάσεις χαμηλού κόστους και χαμηλής ανταμοιβής, ιδίως προς το τέλος των έξι ωρών.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες με τις δύσκολες εργασίες επένδυσαν λιγότερη προσπάθεια για τη λήψη αυτής της απόφασης. Και όλα φάνηκαν στα μάτια τους. Η κόρη του ματιού αρχικά συστέλλεται όταν στους συμμετέχοντες παρουσιάζονται οι δύο επιλογές. Ο χρόνος που χρειάζεται η κόρη για να διασταλεί στη συνέχεια αντικατοπτρίζει την ποσότητα της νοητικής προσπάθειας που καταβλήθηκε. Οι χρόνοι διαστολής της κόρης των συμμετεχόντων στους οποίους ανατέθηκαν δύσκολα καθήκοντα μειώθηκαν σημαντικά καθώς προχωρούσε το πείραμα.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια τεχνική που ονομάζεται φασματοσκοπία μαγνητικού συντονισμού, για τη μέτρηση βιοχημικών αλλαγών στον εγκέφαλο. Συγκεκριμένα, επικεντρώθηκαν στον πλευρικό προμετωπιαίο φλοιό, μια περιοχή του εγκεφάλου που σχετίζεται με τον γνωστικό έλεγχο.
Αν η υπόθεσή τους επαληθευόταν, θα υπήρχε μια μετρήσιμη χημική διαφορά μεταξύ των εγκεφάλων των συμμετεχόντων με δύσκολο και εύκολο έργο. Και πράγματι, αυτό ακριβώς διαπίστωσαν. Η ανάλυσή τους έδειξε υψηλότερες συγκεντρώσεις γλουταμινικού οξέως στις συνάψεις του πλευρικού προμετωπιαίου φλοιού των συμμετεχόντων με δύσκολη εργασία. Έτσι, δείχνοντας ότι η γνωστική κόπωση συνδέεται με αυξημένο γλουταμινικό οξύ στον προμετωπιαίο φλοιό. Ο Δρ Wiehler εικάζει ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα ενός μηχανισμού στον εγκέφαλο που υπολογίζει, αναλύοντας το κόστος και το όφελος. Όμως η κόπωση και το αυξημένο γλουταμινικό οξύ να αυξάνουν το κόστος της νοητικής προσπάθειας.
Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν τρόποι να μειωθούν τα επίπεδα του και αναμφίβολα κάποιοι ερευνητές θα αναζητήσουν τώρα φίλτρα με τα οποία θα μπορούσαν να «χακάρουν» τον εγκέφαλο, ώστε να επιταχύνουν τεχνητά την ανάκαμψη από την κόπωση. Εν τω μεταξύ, η καλύτερη λύση είναι η φυσική: ο ύπνος.
Με πληροφορίες από Economist