Για μία ειδική ομάδα της τουρκικής ΜΙΤ με αποστολή την πρόκληση ενεργειών αποσταθεροποίησης στην Ελλάδα ή και ακόμα και προβοκάτσιας μιλάει σε ρεπορτάζ του στο Nordic Monitor ο Τούρκος δημοσιογράφος Abdullah Bozkurt, που διώκεται από το καθεστώς Ερντογάν και ζει τα τελευταία χρόνια στη Στοκχόλμη, από όπου και εργάζεται.
Ο Abdullah Bozkurt στο ρεπορτάζ του, που είναι ευρύτερο, αναφέρει ότι ο Τούρκος πρόεδρος, που έχει επανειλημμένα απειλήσει με εισβολή σε ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, σχεδιάζει να αναπτύξει μια μυστική, ειδικά εκπαιδευμένη μονάδα που υπάγεται στην υπηρεσία πληροφοριών MIT για να κλιμακώσει τις εντάσεις με την Ελλάδα.
Η συγκεκριμένη μονάδα της ΜΙΤ, γράφει ο Bozkurt, που είναι μυστική και αποτελεί ένα σχετικά νέο εργαλείο στο οπλοστάσιο της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών, θα χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά σε μία μυστική, στρατιωτικού τύπου επιχείρηση εναντίον δυτικής χώρας.
Το σχέδιο περιλαμβάνει διάφορες επιλογές, από σαμποτάζ σε ελληνικά νησιά που βρίσκονται κοντά στην Τουρκία, μέχρι κάποια προβοκάτσια σε μία ή περισσότερες ακατοίκητες βραχονησίδες. Μία τέτοια προβοκάτσια θα χρησίμευε για να δικαιολογηθεί μια τουρκική απάντηση.
Ο Ερντογάν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, εξακολουθεί να εξετάζει τα σενάρια που του έχει υποβάλει ο έμπιστός του επικεφαλής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα ποια δράση θα επιλέξει.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Nordic Monitor “από πηγές που γνωρίζουν το σχέδιο” όπως αναφέρει, εναπόκειται σε αυτή την ειδική μονάδα να πραγματοποιήσει μία επιχείρηση στο Αιγαίο με την υποστήριξη του τουρκικού στρατού. Το σχέδιο, λέει, που κρατείται αυστηρά απόρρητο και το γνωρίζει μόνο ο στενός κύκλος του Ερντογάν και του Φιντάν, θα ενεργοποιηθεί κοντά στις γενικές εκλογές του 2023 για να συσπειρώσει τους Τούρκους γύρω από τον Ερντογάν.
“Για δεκαετίες, η MIT δεν είχε επιχειρησιακή ικανότητα στρατιωτικού τύπου και οι εντολές προς αυτήν περιοριζόταν κυρίως σε επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών για την παροχή της καλύτερης ενημέρωσης στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Τουρκία”.
Όταν η ΜΙΤ χρειαζόταν δυνάμεις στο πεδίο, συνήθιζε να βασίζεται σε διάφορες επίλεκτες μονάδες του στρατού. Περιστασιακά αξιοποιείται και η αστυνομική δύναμη ειδικών επιχειρήσεων της αστυνομίας για τη διεξαγωγή εγχώριων επιχειρήσεων.
Αυτό άρχισε να αλλάζει όταν ο Φιντάν, ένας σκληροπυρηνικός φιλοϊρανός ισλαμιστής που δεν είχε καμία εμπειρία στις μυστικές υπηρεσίες ως τότε, διορίστηκε επικεφαλής της υπηρεσίας τον Μάιο του 2010. Ο Φιντάν ξεκίνησε να αναδιοργανώνει την υπηρεσία σύμφωνα με τις οδηγίες του Ερντογάν, μεταφέροντας νέα άτομα από άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες και κατά καιρούς προσλαμβάνοντας κάποιους από το εξωτερικό, ιδίως από ισλαμιστικές ομάδες.
Ο Φιντάν, όπως αναφέρει το Nordic Monitor, θαυμάζει το καθεστώς του Ιράν και γαλουχήθηκε σε σιιτικούς κύκλους. Οταν ήταν νεαρός υπαξιωματικός στην Άγκυρα, προσπάθησε να δημιουργήσει μια τουρκική εκδοχή της Δύναμης Κουντς εντός της υπηρεσίας. (Η Δύναμη Κουντς, είναι μία επίλεκτη δύναμη των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, της οποίας αρχηγός ήταν ο Κασέμ Σουλεϊμανί που δολοφόνησαν οι ΗΠΑ το 2020).
Ο Bozkurt αναφέρει ότι ο Φιντάν δρομολόγησε επίσης την εκκαθάριση εκατοντάδων πρακτόρων της ΜΙΤ με κατασκευασμένες κατηγορίες για να κάνει χώρο για τους νεοπροσληφθέντες και να εκφοβίσει όποιον είχε πρόθεση να διαφωνήσει ή να ασκήσει κριτική.
Μία από τις βασικές προσλήψεις που πραγματοποίησε ο Φιντάν μόλις ανέλαβε τα ηνία της ΜΙΤ ήταν η μετάθεση του 57χρονου πρώην στρατιωτικού Κεμάλ Εσκιντάν, ο οποίος είχε κάποια εμπειρία στις μυστικές υπηρεσίες. Ο Eskintan φαίνεται να είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός στη Διεύθυνση Αντικατασκοπείας και Ασφάλειας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, σύμφωνα και με έγγραφα που παραθέτει ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Ο Eskintan τοποθετήθηκε αρχικά στο τμήμα που ήταν υπεύθυνο για την παροχή υπηρεσιών προστασίας σε VIP. Το 2014 τέθηκε επικεφαλής του Τμήματος Ειδικών Επιχειρήσεων. Η πρώτη κρίσιμη επιχείρηση που διεξήγαγε ο Eskintan ήταν η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός τζιχαντιστικών ομάδων στη Συρία. Γνωστός με το ψευδώνυμο Abu Furqan, ο Eskintan εξαπέλυσε χιλιάδες ένοπλους τζιχαντιστές στη Συρία, πολλοί από τους οποίους είχαν διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία (ISIS).
Όταν η Τουρκία συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης και εξοπλισμού ως το 2016, το οποίο διαφημιζόταν ως υποστήριξη της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης στη Συρία, τα ονόματα και οι ομάδες που επιλέχθηκαν ως υποψήφιες από τον Eskintan για εγγραφή στο πρόγραμμα, προέρχονταν κυρίως από ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα και το ISIS. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η CIA απέρριψε πολλούς από αυτούς κατά τον έλεγχο των υποψηφίων που υπέβαλε η Τουρκία.
Ο δεύτερος κρίσιμος ρόλος που διαδραμάτισε ο Eskintan ήταν κατά τη διάρκεια της -στημένης όπως τη θεωρεί ο Bozkurt και δεν είναι ο μόνος- απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, η οποία ενορχηστρώθηκε για να δημιουργηθεί ένα πρόσχημα για μαζική εκκαθάριση του τουρκικού στρατού, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης των δύο τρίτων του συνόλου των αξιωματικών, καθώς και για την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης στη Συρία, που θα βοηθούσε τον Ερντογάν να γίνει πρόεδρος χωρίς να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα του και να καταπνίξει τις διαφωνίες της αντιπολίτευσης στην Τουρκία.
Ο Εσκιντάν έφερε αρκετές ομάδες τζιχαντιστών στην Τουρκία για την προετοιμασία της προβοκάτσιας και τις τοποθέτησε στην Κωνσταντινούπολη και σε πολλές άλλες πόλεις-κλειδιά με σκοπό να προκαλέσουν αιματοχυσία στους δρόμους. Μάλιστα, ορισμένοι από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στο λιντσάρισμα των άοπλων δοκίμων, ήταν τζιχαντιστές του Eskintan.
Μετά την υποβολή μηνύσεων από τις οικογένειες των θυμάτων, οι εισαγγελείς ξεκίνησαν να ερευνούν το λιντσάρισμα των δοκίμων, αλλά γρήγορα τους σταμάτησε ένας νόμος που συντάχθηκε βιαστικά από την κυβέρνηση Ερντογάν, ο οποίος παρείχε γενική ασυλία στους πολίτες που συμμετείχαν σε εκδηλώσεις κατά του πραξικοπήματος στις 15 και 16 Ιουλίου. Έτσι όλες οι έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών του λιντσαρίσματος εγκαταλείφθηκαν.
Παρά τις επανειλημμένες προτάσεις που κατέθεσαν οι συνήγοροι υπεράσπισης στις δίκες για το πραξικόπημα, για να προσαχθούν ο Eskintan και ο βοηθός του, Kadir Sazoğlu, πρώην λοχίας του στρατού, στο εδώλιο του κατηγορουμένου προς εξέταση, προκειμένου να διαπιστωθεί ο ρόλος που διαδραμάτισαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, απορρίφθηκαν από τους δικαστές βάσει κυβερνητικής οδηγίας και δεν δόθηκε καμία εξήγηση από τα δικαστήρια για την άρνηση έκδοσης κλήσεων τους.
Όταν η Τουρκία ενεπλάκη στη Λιβύη και έστειλε Σύρους τζιχαντιστές να πολεμήσουν εκεί, ο Eskintan ήταν πάλι αυτός που είχε πραγματοποιήσει τη μυστική επιχείρηση για λογαριασμό της υπηρεσίας πληροφοριών και επανειλημμένα ταξίδια εκεί για να επιβλέπει τις επιχειρήσεις.
Από το 2016 ο Eskintan έχει εμπλακεί σε διασυνοριακές επιχειρήσεις για την απαγωγή επικριτών και αντιπάλων του Ερντογάν καθώς και σε ομάδες της διασποράς, προκειμένου να εκφοβιστούν οι αντικαθεστωτικοί δημοσιογράφοι και οι ακτιβιστές που ζουν εξόριστοι εκτός Τουρκίας.
Τώρα ο Eskintan, όπως υποστηρίζει ο Bozkurt, είναι ο υπεύθυνος για να συντονίσει την προβοκάτσια κατά της Ελλάδας, μόλις πάρει το πράσινο φως από τον Πρόεδρο Ερντογάν.
Η ιδέα της δημιουργίας μιας αυτόνομης μονάδας ειδικών δυνάμεων μέσα στην MIT αναπτύχθηκε από τον Eskintan το 2012, υπηρετώντας τις φιλοδοξίες του Φιντάν να διεξάγει διασυνοριακές επιχειρήσεις. Αντί να βασιστεί σε παρόμοιες μονάδες που υπήρχαν στον τουρκικό στρατό και την αστυνομία, ο Fidan ήθελε να έχει ελεύθερα τα χέρια του, χωρίς τους περιορισμούς που αντιμετώπιζε η υπηρεσία όταν χρησιμοποιούσε τις ειδικές δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας, οι οποίες έχουν τους δικούς τους κανόνες και λογοδοτούν στον λαό και στο δικαστικό σώμα, σε αντίθεση με τη ΜΙΤ, η οποία απολαμβάνει πλήρη ασυλία, χάρη στη νομοθεσία που προώθησε στο κοινοβούλιο ο Ερντογάν.
Προκειμένου να συγκροτήσει την ειδική δύναμη, η ΜΙΤ προσέγγισε το 2013 αρκετούς υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Διοίκησης Ειδικών Δυνάμεων για στρατολόγηση, καθώς και συνταξιούχους. Στους υποψηφίους προσφέρθηκαν υψηλότερες αποδοχές, περισσότερα προνόμια και κυρίως ασυλία από διώξεις σε περίπτωση που αποκαλυφθούν.
Η ΜΙΤ άρχισε επίσης να βάζει τους δικούς της πράκτορες σε εκπαίδευση για την εμπλοκή σε σαμποτάζ, επιδρομές, παγιδεύσεις, καταστροφές, διείσδυση και προβοκάτσιες, στο πλαίσιο ενός μαθήματος με τον επίσημο τίτλο "Αντισυμβατικές Επιχειρήσεις". Ο ταξίαρχος Semih Terzi, διαφώνησε με τις υπόγειες δραστηριότητες της ΜΙΤ, ειδικά στη Συρία και το Ιράκ, αναφέρει το Nordic Monitor. Τον Ιούλιο του 2016 ο Terzi δολοφονήθηκε μετά από μία συνωμοσία που επινόησε η MIT και χαρακτηρίστηκε ψευδώς ως πραξικοπηματίας. Όταν η σύζυγός του άρχισε να σκαλίζει για να μάθει περισσότερα για τη δολοφονία, την φυλάκισαν για να εμποδίσουν την οικογένεια από το να αποκαλύψει τι ανακάλυψε ο σύζυγός της για τις παράνομες δραστηριότητες της MIT στη Συρία.
Ετσι χωρίς να έχει κανέναν απέναντι να διαφωνεί, ο Eskintan ενέτεινε τις προσπάθειές του για να ενισχύσει τη δική του μονάδα ειδικών δυνάμεων της MIT. Τα τελευταία χρόνια, γράφει ο Bozkurt, οι μυστικές επιχειρήσεις της ΜΙΤ που πραγματοποιήθηκαν στη Συρία και το Ιράκ για τη δολοφονία και τη σύλληψη ανώτερων στελεχών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και των συριακών παραφυάδων του, διεξήχθησαν από αυτή τη μονάδα ειδικών δυνάμεων. Η ΜΙΤ διαρρέει συχνά πληροφορίες για αυτές τις επιχειρήσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκειμένου να προβάλει την υπηρεσία δημοσίως και να δημιουργήσει πολιτικό κεφάλαιο έναντι των ανταγωνιστών της, στον στρατό και την αστυνομία.
Τώρα, καταλήγει ο Τούρκος δημοσιογράφος στο ρεπορτάζ του, η ίδια μονάδα είναι έτοιμη να πλήξει ελληνικά συμφέροντα, όχι για να προωθήσει τους στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας ή να αντιμετωπίσει επείγουσες ανησυχίες εθνικής ασφάλειας, αλλά μάλλον για να προωθήσει έναν ταλαιπωρημένο Ερντογάν ενόψει των εκλογών, εν μέσω των αυξανόμενων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι στην καθημερινή τους ζωή. “Εάν και όταν συμβεί αυτό, η δημόσια συζήτηση θα μετακινηθεί πέρα από τις συζητήσεις για το ψωμί και το βούτυρο, στη σύγκρουση με την Ελλάδα, και ο Ερντογάν ελπίζει να ξεπεράσει τις κρίσιμες εκλογές εν μέσω μιας αυξημένης εθνικιστικής ευφορίας”.