Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Le Figaro επιχειρείται να ερευνηθούν οι πραγματικές διαστάσεις του κινδύνου από την τουρκική κρίση.
Όπως επισημαίνεται, ναι μεν δεν υπάρχει ακόμα κλίμα πανικού αλλά κάποιες εστιασμένες ανησυχίες, ενώ γίνεται λόγος για μετριασμένο αντίκτυπο της πτώσης της λίρας στα διεθνή χρηματιστήρια.
Οι επενδυτές πωλούν τους τίτλους που θεωρούν επικίνδυνους. Στη Γηραιά ήπειρο, αυτό μεταφράζεται σε μια ένταση στα επιτόκια δανεισμού των χωρών του Νότου, αρχής γενομένης από την Ιταλία.
Προς το παρόν, στην πρώτη γραμμή βρίσκονται οι αναδυόμενες οικονομίες. Μετά την τουρκική λίρα, τα νομίσματα Ρωσίας, Αργεντινής, Ν. Αφρικής και Βραζιλίας κλονίζονται στις αγορές συναλλάγματος.
Από την άνοιξη, αυτές οι χώρες έχουν πληγεί από τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ. Μεταξύ των πιο ευάλωτων οικονομιών και η Ινδονησία, η οποία, όπως και η Τουρκία, έχει πάρα πολλούς ξένους πιστωτές.
Καθώς η τουρκική οικονομία αντιστοιχεί μόνο στο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ο αντίκτυπος της κρίσης στη χώρα αναμένεται περιορισμένος, λέει ο Gareth Leather της Capital Economics.
Ωστόσο, υπογραμμίζει τον κίνδυνο «χρηματοοικονομικής μετάδοσης», παραπέμποντας στην ασιατική κρίση του 1997-1998 «Αν ο πανικός επηρεάσει άλλες αναδυόμενες οικονομίες, τότε θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε μια πιο συστημική κρίση».
Η ΕΚΤ δεν έχει προβεί σε κάποιον επίσημο σχολιασμό, ωστόσο σύμφωνα με τα ΜΜΕ, έχει κάποιες ανησυχίες.
Οι γαλλικές ή άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες με άνοιγμα στον τραπεζικό τομέα της Τουρκίας αναμένεται να έχουν ζημία, καθώς ενδέχεται να χρειαστεί να συντρέξουν τις θυγατρικές τους.
Η έκθεση της Γαλλίας υπολογίζεται σε 35 δισ. δολάρια και αφορά κυρίως την TEB, θυγατρική της BNP Paribas. Σε σχέση με τις γαλλικές επιχειρήσεις στην Τουρκία, η Renault, με το 10% της παγκόσμιας παραγωγής της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας να γίνεται στην Τουρκία.
Επισημαίνεται πως αυτό που αναμένεται να πληγεί είναι οι πωλήσεις εντός Τουρκίας, που από την αρχή του 2018 έχουν ούτως ή άλλως υποχωρήσει κατά 16%.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
σχόλια