Λίγες ημέρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε τις ρωσικές πυρηνικές δυνάμεις σε κατάσταση ετοιμότητας και δήλωσε ευθέως ότι όσοι σκεφτούν να παρέμβουν θα βρεθούν αντιμέτωποι με συνέπειες «που δεν έχουν δει ποτέ στην ιστορία τους».
Η Μόσχα έχει ξεκαθαρίσει ότι τα πυρηνικά όπλα που διαθέτει θα χρησιμοποιηθούν μόνο σε περίπτωση υπαρξιακού κινδύνου. Μια ευθεία δυτική παρέμβαση στον πόλεμο μπορεί να ενεργοποιήσει αυτά τα «υπαρξιακά» αντανακλαστικά με τον ίδιο τρόπο που η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη ενεργοποίησε τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία.
Ακόμα όμως και αν αυτός ο πόλεμος δε γενικευτεί ή δεν αποτελέσει προθάλαμο για κάτι «μεγαλύτερο», φαίνεται πως έχει ήδη ανατρέψει το status quo γύρω από τη συζήτηση που αφορά τη χρήση πυρηνικών όπλων, επανεφέροντάς τα δυναμικά ως διαπραγματευτικό χαρτί στο διεθνές σύστημα.
Όπως αναφέρει ανάλυση του Economist, τα πυρηνικά μέσω του πολέμου στην Ουκρανία αρχικά αναδεικνύονται ως μέσο αποτροπής επίθεσης. Χώρες με μικρότερη επιρροή στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο έρχονται σε ταύτιση ως ένα βαθμό με την Ουκρανία και μπορεί «να δουν» τα πυρηνικά όπλα ως μέσο ενίσχυσης της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητάς τους. Παράλληλα, αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις που ακόμα δε διαθέτουν πυρηνικά στο οπλοστάσιό τους βλέπουν στη ρωσική εισβολή την τεράστια διαπραγματευτική ισχύ αυτών των όπλων.
Και στις δύο περιπτώσεις, η ενίσχυση της επιθυμίας απόκτησης πυρηνικών όπλων και εν τέλει η ίδια η απόκτησή τους αυξάνει όχι μόνο την πιθανότητα κλιμάκωσης σε φαινομενικά δευτερεύουσες γεωπολιτικά περιοχές του πλανήτη αλλά ακόμα και ενός ατυχήματος. Ήδη τα πυρηνικά όπλα έχουν ενταχθεί τις τελευταίες δεκαετίες στα οπλοστάσια πολλών χωρών, και όλες επικαλέστηκαν την εξασφάλιση εθνικής ασφάλειας ως παράγοντα απόκτησης.
Χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν, η Ινδία και το Ισραήλ (αν και δεν το έχει επιβεβαιώσει επισήμως) έχουν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες πυρηνικά. Μόνη εξαίρεση, η Νότια Αφρική η οποία προέβη σε αφοπλισμό το 1989. Εν μέσω αυτής της διεθνούς κατάστασης όμως ο πυρηνικός αφοπλισμός μοιάζει αρκετά μακρινός, εκτός αν υπάρξουν μαζικά αντιπολεμικά κινήματα που θα στρέφονται, μεταξύ άλλων, εναντίον αυτών των όπλων. Επί του παρόντος, σειρά χωρών, όπως η Κίνα, όχι μόνο εκσυγχρονίζουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο αλλά και το επεκτείνουν.
Η ιστορική φάση στην οποία βρισκόμαστε παίζει σημαντικό ρόλο. Καθώς απομακρυνόμαστε ιστορικά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πυρηνικές επιθέσεις των ΗΠΑ στην Ιαπωνία, φαίνεται τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων οι ηθικές αναστολές γύρω από τα πυρηνικά όπλα να υποχωρούν. Η στρατηγική του Πούτιν να θέσει αυτά τα όπλα στο «τραπέζι» με σκοπό να αποτρέψει τη Δύση από μια στρατιωτική παρέμβαση στην Ουκρανία ενισχύει πλέον σημαντικά αυτή την τάση αποδόμησης του «ταμπού» γύρω από τα πυρηνικά.
Άλλωστε, υπάρχει πάντα η δυνατότητα της χρήσης πυρηνικών πολύ ηπιότερης ισχύος, τα λεγόμενα «τακτικά ή μη στρατηγικά πυρηνικά όπλα» που δημιουργούν λιγότερα ηθικά διλήμματα σε αυτόν που θα πάρει την απόφαση να τα χρησιμοποιήσει.
Τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ διαθέτουν σήμερα τέτοια όπλα η καταστροφικότητα των οποίων είναι ίση με τη μισή βόμβα της Χιροσίμα. Δίνουν λοιπόν, την ψευδαίσθηση «ελέγχου» της κατάστασης ακόμα και αν χρησιμοποιηθούν υπονομεύοντας έτσι το «πυρηνικό ταμπού». Για το λόγο αυτό, καμία συνθήκη ελέγχου των όπλων δε ρυθμίζει αυτές τις μικρότερες πυρηνικές κεφαλές και επομένως οι πυρηνικές υπερδυνάμεις κατασκευάζουν και αναπτύσσουν όσες θέλουν.
Σε κάθε περίπτωση, η ρωσική στρατηγική (σε λεκτικό επίπεδο) για κλιμάκωση αν επέμβει στρατιωτικά το ΝΑΤΟ φαίνεται μέχρι τώρα να έχει αποτέλεσμα. Αν και η Δύση στέλνει πρωτοφανείς ποσότητες όπλων στην Ουκρανία, έχει διστάσει μέχρι τώρα να στείλει καθαρά «επιθετικά» όπλα που μπορούν να χτυπήσουν βαθιά εντός Ρωσίας. Την ίδια στιγμή, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που θεωρούν ότι η Ουκρανία πρέπει να συμβιβαστεί με τη γεωπολιτική πραγματικότητα καθώς ένα πιθανό «στρίμωγμα» του Πούτιν μπορεί να τον φέρει πιο κοντά στη χρήση πιο καταστροφικών όπλων, ακόμα και πυρηνικών.
Ωστόσο, αν και ο συμβιβασμός της Ουκρανίας με ουδετεροποίηση και παραχώρηση εδαφών δείχνει μια ρεαλιστική πολιτική επιλογή (προτάθηκε πρόσφατα από τον Κίσινγκερ προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Κιέβου), η λογική αυτή δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Πυρηνικές δυνάμεις που αμφισβητούν αυτή τη στιγμή τη μονοκρατορία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Κίνα, μπορούν και αυτές στο μέλλον να θέσουν το θέμα της χρήσης πυρηνικών για παράδειγμα σε μια επίθεση στην Ταϊβάν ως αποτρεπτικό μέσο άμεσης εμπλοκής της Δύσης. Σε ένα παράλληλο υποθετικό σενάριο, η Ταϊβάν που θεωρείται από το Πεκίνο αναπόσπαστο κομμάτι της Κίνας, θα πρέπει με τη σειρά της να συμβιβαστεί με τη γεωπολιτική πραγματικότητα για να αποφευχθεί γενίκευση πολέμου και πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πόλεμος της Ουκρανίας θεωρείται ήδη από τη συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών ως ένας κομβικής σημασίας πόλεμος για τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο που διαμορφώνει προηγούμενα και επομένως νέα στρατηγικά δεδομένα για το μέλλον.
Αν το ΝΑΤΟ επιχειρήσει κλιμάκωση είναι σαφές με βάση και δηλώσεις αξιωματούχων και από τις δύο πλευρές ότι πάμε σε γενίκευση του πολέμου, πράγμα που θέτει ευθέως στο «τραπέζι» τη χρήση πυρηνικών. Από την άλλη, αν παραμείνει η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στα υφιστάμενα επίπεδα υπό τον φόβο πυρηνικής κλιμάκωσης, ποιος εγγυάται ότι η απειλή χρήσης πυρηνικών δε θα τεθεί ξανά σε μια μελλοντική σύγκρουση δια αντιπροσώπων της Δύσης με τη Ρωσία ή την Κίνα;