Ο Ιβάν Σκίμπα, πατέρας τεσσάρων παιδιών και οδηγός ταξί βρέθηκε σε μια τοπική πολιτοφυλακή της Μπούσα στην Ουκρανία κατά το πρώτο διάστημα της ρωσικής εισβολής.
Ο Σκίμπα έφτασε κοντά στον θάνατο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης από Ρώσους αλλά η τύχη τον βοήθησε να τον αποφύγει. Άλλοι Ουκρανοί στρατιώτες που βρίσκονταν μαζί του δε στάθηκαν τόσο τυχεροί όσο αυτός. Προσποιούνταν τον νεκρό για να μη του δώσουν οι Ρώσοι το τελειωτικό χτύπημα ενώ κρατούσε την αναπνοή του για να μη φανούν τα χνώτα του στον κρύο αέρα. Καθώς οι Ρώσοι έλεγχαν τα πτώματα ακούει κάποιον να λέει «αυτός ακόμα είναι ζωντανός!». Ο Ιβάν αναρωτιέται αν μιλούν για αυτόν και ετοιμάζεται να δεχτεί πυροβολισμό. Τελικά, τον ακούει αλλά δεν είναι για αυτόν. Παραμένει έτσι ανάμεσα στα πτώματα και προσπαθεί να είναι τόσο ακούνητος και αθόρυβος όσο οι νεκροί γύρω του.
Πλέον, ο Σκίμπα ζει σε ένα μικρό χωριό στην Πολωνία όπου έχει βρει καταφύγιο με την οικογένειά του. Έχει δουλειά και τα παιδιά ζουν σε ένα μέρος χωρίς τον φόβο του θανάτου.
Όταν όλα ξεκίνησαν τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, ο Ιβάν οδηγούσε το ταξί του στο Κίεβο. Άκουγε εκρήξεις αλλά δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί την πραγματικότητα. «Δε φανταζόμουν ότι θα έρθει», λέει. Μέσα σε μερικές ημέρες σε όλη την Ουκρανία οι άνδρες κινητοποιούνταν στρατιωτικά για να υπερασπιστούν τις κοινότητές τους στο πλαίσιο και της γενικής επιστράτευσης. Ο Ιβάν βρέθηκε στην κοντινή Μπούσα.
«Ελέγχαμε έγγραφα και βεβαιώναμε ότι οι άνθρωποι δεν είχαν όπλα», λέει ο Ιβάν. «Βοηθούσαμε να οργανωθεί η ασφαλής διέλευση των πολιτών επειδή γνωρίζαμε την περιοχή».
Η μονάδα του Ιβάν είναι πενιχρά οπλισμένη: ένα τουφέκι, μια χειροβομβίδα και ένα ζευγάρι κιάλια για εννέα άνδρες. Αυτός και οι σύντροφοί του έκαναν σκοπιές με βάρδιες σε ένα σημείο ελέγχου στην οδό Yablunska.
«Δεν υπήρχε φόβος. Υπήρχε η θέληση να ενωθούμε, να μαζευτούμε. Ήμασταν σε εγρήγορση όλη την ώρα. Δεν υπήρχε χρόνος να φοβηθείς», λέει. Αυτό βέβαια άλλαξε άρδην με την έλευση των Ρώσων στις 3 Μαρτίου. Αμέσως, ο Ιβάν και οι άλλοι άρχισαν να κατευθύνουν τα αυτοκίνητα μακριά από την κατεύθυνση της ρωσικής προέλασης. Σύντομα, σημειώνονταν αδιακρίτως πυροβολισμοί ενώ η μονάδα του αποφάσισε να κρυφτεί καθώς οι Ρώσοι κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα εντός του οικισμού.
Τελικά, μια μέρα μετά τους βρήκαν. Ο Σκίμπα θυμάται να δέχονται ξυλοδαρμούς από Ρώσους στρατιώτες ενώ κατασχέθηκαν τα κινητά τηλέφωνα και τα παπούτσια τους. Μέχρι τις 11:00 κάμερες απαθανάτισαν τους άντρες να οδηγούνται στην οδό Yablunska προς τον αριθμό 144.
Ο Ιβάν ένιωσε ότι ο χρόνος του τελειώνει. Αργά το απόγευμα στις 4 Μαρτίου, δύο από τους οκτώ άνδρες που είχαν συλληφθεί μαζί του είχαν εκτελεστεί. «Οι Ρώσοι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους τι θα κάνουν με εμάς. Η συζήτηση ήταν η εξής: "Τι θα τους κάνουμε;" Ο άλλος άνδρας είπε: "Τελειώστε τους"».
Οι υπόλοιποι άνδρες οδηγήθηκαν στη γωνία μιας μικρής αυλής. Σε κοντινή απόσταση ο Ιβάν είδε ένα πτώμα. Προφανώς είχε πυροβοληθεί νωρίτερα. Λίγο μετά, οι Ρώσοι άρχισαν να τους βρίζουν και να τους κοροϊδεύουν. «Είπαμε αντίο ο ένας στον άλλον. Αυτό ήταν», λέει ο Ιβάν για τις τελευταίες στιγμές πριν την εκτέλεση.
Σε μια στιγμή, ένας που επιχείρησε να τρέξει τον πυροβόλησαν. Τότε οι Ρώσοι άνοιξαν πυρ εναντίον των άλλων. «Ένιωσα μια σφαίρα να μπαίνει στα πλευρά μου», θυμάται ο Ιβάν. «Με τραυμάτισε και έπεσα».
Ο Ιβάν δε θυμάται ακριβώς πόσο καιρό έμειναν εκεί οι Ρώσοι, αλλά ήταν μάλλον λεπτά παρά ώρες. Όταν ένιωσε ότι είχαν φύγει, ρίσκαρε να σηκώσει το κεφάλι του και να δει γύρω. Η αυλή ήταν πλέον άδεια. Άρχισε να σέρνεται ώσπου βρέθηκε σε ένα κοντινό σπίτι που είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Ωστόσο, η δοκιμασία του Σκίμπα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Μέσα στο σπίτι, περιποιήθηκε την πληγή του με αντισηπτικό υγρό που βρήκε στο μπάνιο και άλλαξε ρούχα παίρνοντας αυτά του ιδιοκτήτη. Τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα και προσπάθησε να κοιμηθεί. Όμως ξαφνικά άρχισαν να τον ενοχλούν φωνές, στα ρωσικά. Αποδείχθηκε ότι στο σπίτι ξεκουράζονταν και αρκετοί Ρώσοι στρατιώτες.
«Με είδαν και άρχισαν να με ρωτούν ποιος είμαι και τι έκανα εκεί». Τους έπεισε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και ότι η οικογένειά του είχε φύγει. Τα τραύματά του, εξήγησε, ήταν λόγω του βομβαρδισμού. Οι στρατιώτες πίστεψαν την ιστορία, αλλά του είπαν ότι δεν μπορούσε να μείνει εκεί που ήταν. Αντίθετα, είπαν ότι θα τον πήγαιναν στη βάση τους για ιατρική περίθαλψη. «Ήμουν τρομοκρατημένος για το τι θα συνέβαινε στη συνέχεια, από τη μια αιχμαλωσία στην άλλη».
Αλλά η τύχη του Ιβάν συνεχίστηκε. Στη βάση, οι στρατιωτικοί γιατροί περιποιήθηκαν τις πληγές του και τον έβαλαν μαζί με πολίτες που έμεναν στο καταφύγιο του κτιρίου. Μετά από αρκετές ημέρες, του επέτρεψαν να φύγει.
Τα πτώματα των δολοφονημένων ανδρών που υπερασπίζονταν την Μπούσα με τον Ιβάν αφέθηκαν στην αυλή, όπου οι Ρώσοι έριχναν σκουπίδια, για τον υπόλοιπο μήνα της κατοχής. Ο Ιβάν βρήκε την οικογένειά του στο σπίτι τους. Κατάφεραν να φύγουν από την Μπούσα και τελικά έφτασαν στην Πολωνία.
Με πληροφορίες από BBC