Ο Όλαφ Σολτς, πραγματοποίησε την Τρίτη την πολυδιαφημισμένη «βιομηχανική σύνοδο κορυφής», όπου κάθισε με επιχειρηματίες και συνδικαλιστές για να βρουν τρόπο να βγάλουν τη Γερμανία από την τρέχουσα πολιτική κρίση της. Εκτός της λίστας προσκεκλημένων ήταν οι υπουργοί Οικονομικών και Οικονομίας.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, απάντησε αποκαλύπτοντας σχέδια για ένα επενδυτικό ταμείο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτούμενο από χρέος -μια ιδέα που δεν είχε συζητηθεί προηγουμένως με τους συναδέλφους του στο υπουργικό συμβούλιο- ενώ ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, απλώς προγραμμάτισε τη δική του, αντίπαλη επιχειρηματική σύνοδο κορυφής την ίδια ημέρα.
Η μονομαχία των συνόδων κορυφής, με φόντο τη στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας και τη Volkswagen να σκέφτεται το κλείσιμο εγχώριων εργοστασίων για πρώτη φορά στην ιστορία της, συμβολίζει το χάος στην καρδιά του συνασπισμού του Όλαφ Σολτς - «ένας γάμος χωρίς έρωτα που φαίνεται όλο και περισσότερο στα πρόθυρα του διαζυγίου» σχολιάζουν οι Financial Times. Οι εικασίες αυξάνονται στο Βερολίνο ότι η συμμαχία θα μπορούσε σύντομα να καταρρεύσει, διαλυόμενη από τις δικές της εσωτερικές αντιφάσεις. Αρκετά γερμανικά μέσα ενημέρωσης έχουν κατονομάσει ακόμη και μια πιθανή ημερομηνία για πρόωρες εκλογές - την 9η Μαρτίου 2025, περισσότερο από έξι μήνες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.
Χθες, Τρίτη (29/10), ο Λίντνερ αντέκρουσε τα σενάρια περί διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμου λέγοντας ότι «υπάρχει κάτι σαν υποχρέωση διακυβέρνησης και για τη Γερμανία είναι πάντα καλύτερο όταν μια κυβέρνηση συμφωνεί σε μια κοινή κατεύθυνση, την περιγράφει και την εφαρμόζει». Αρκετοί ωστόσο πιστεύουν ότι πιθανότητες οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς, οι Πράσινοι του Χάμπεκ και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) του Λίντνερ να ανακαλύψουν αυτή την κοινή κατεύθυνση στο τελευταίο έτος που τους απομένει στην εξουσία δεν ήταν ποτέ τόσο ελάχιστες.
«Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 δεν έχουμε δει τόσο θεμελιώδεις διαφορές -και τέτοιες διαφωνίες- μεταξύ των εταίρων ενός γερμανικού συνασπισμού», δήλωσε ο Ούβε Τζουν, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ, αναφερόμενος στη διάλυση της συμμαχίας SPD-FDP το 1982. «Δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον καμία βάση εμπιστοσύνης μεταξύ τους», συνέχισε.
Πολιτικό αδιέξοδο στη Γερμανία λόγω προϋπολογισμού - Ο παράγοντας Ντόναλντ Τραμπ
Υπάρχει επίσης μια σαφής πιθανή αιτία διάσπασης - η αποτυχία να συμφωνήσουν για τον προϋπολογισμό του 2025. Οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες, καθώς το σχέδιο δαπανών της κυβέρνησης παρουσιάζει ένα χρηματοδοτικό κενό σχεδόν 10 δισ. ευρώ και οι κυβερνητικοί εταίροι είναι διχασμένοι σχετικά με το πώς θα το καλύψουν πριν από την προθεσμία της 14ης Νοεμβρίου. «Ο συνασπισμός είναι σαν ένα ζευγάρι που έχει χωρίσει αλλά πρέπει ακόμη να βρει πώς να μεγαλώσει τα παιδιά μαζί. Ανεξάρτητα από τις διαφορές μας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αυτόν τον προϋπολογισμό και να τον φέρουμε εις πέρας», δήλωσε στους FT βουλευτής και στέλεχος του SPD.
Εν τω μεταξύ, η συζήτηση για πρόωρες εκλογές αγνοεί έναν σημαντικό παράγοντα - τον Ντόναλντ Τραμπ. Πολλοί στο Βερολίνο λένε ότι μια νίκη του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις εκλογές των ΗΠΑ την επόμενη εβδομάδα θα προκαλέσει τέτοιο σοκ στο γερμανικό πολιτικό σύστημα -και στη διατλαντική συμμαχία- που θα κινητοποιήσει τον συνασπισμό του Σολτς να ακολουθήσει έναν δρόμο σύγκλισης. «Μια νίκη του Τραμπ μειώνει μαζικά την πιθανότητα να διαλυθεί ο συνασπισμός. Η Γερμανία θα πρέπει να βγει μπροστά και να δείξει κάποια ηγεσία, και δεν μπορεί να το κάνει αυτό αν εδώ επικρατεί χάος», δήλωσε ένας ανώτερος βουλευτής των Πρασίνων.
Οι κυβερνητικοί εταίροι της Γερμανίας δεν βρίσκονταν πάντα σε αντιπαράθεση. Ξεκίνησαν το 2021 υποσχόμενοι να δώσουν νέα πνοή σε ένα πολιτικό σύστημα που έπεσε σε λήθαργο μετά τη 16ετή διακυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ, υιοθετώντας μια προοδευτική ατζέντα με επίκεντρο τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού κράτους και την πράσινη οικονομία. Αλλά με την πάροδο του χρόνου τα συμφέροντά τους απέκλιναν. Για τους Πράσινους, προτεραιότητα ήταν ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, για το SPD η διατήρηση του κράτους πρόνοιας και για το FDP η τήρηση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων της Γερμανίας για τα ελλείμματα και το χρέος. Ολοένα και περισσότερο, οι φιλοδοξίες αυτές συγκρούονταν, προκαλώντας σχεδόν συνεχείς διαμάχες. Οι σχέσεις διαταράχθηκαν περαιτέρω από τη δημοσκοπική πτώση των ποσοστών αποδοχής του κυβερνητικού συνασπισμού και την αύξηση της υποστήριξης των λαϊκιστικών κομμάτων και της ακροδεξιάς.
ο πρόσωπο που έχει εκφράσει τις ιδεολογικές διαφορές με τον πιο έντονο τρόπο είναι ο Λίντερ. Οι αρθρογράφοι των γερμανικών εφημερίδων σημειώνουν ότι αυτές τις μέρες ακούγεται περισσότερο σαν ηγέτης της αντιπολίτευσης παρά σαν μέλος του υπουργικού συμβουλίου. «Το αν αυτή η κυβέρνηση θα επιβιώσει ή θα πεθάνει εξαρτάται από το καπρίτσιο του Λίντνερ» δήλωσε βουλευτής των Πρασίνων. Σε συνάντηση με ξένους δημοσιογράφους νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι υπάρχουν «δύο σχολές σκέψης» στην κυβέρνηση, η μία δεσμευμένη στην «επιδότηση ορισμένων βιομηχανιών και τεχνολογιών με δημόσιο χρήμα» και η άλλη -εννοείται το FDP του- δεσμευμένη σε μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.
Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις βρίσκονταν «σε σύγκρουση που παίζεται δημόσια, δημιουργώντας μια αίσθηση αβεβαιότητας που εξαπλώνεται στην οικονομία», είπε, αποθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις να επενδύσουν και τους καταναλωτές να ξοδέψουν. Ορισμένοι όμως θεωρούν ότι το ίδιο το FDP, με τη δέσμευσή του σε κανόνες για το χρέος που ακόμη και οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ θεωρούν απελπιστικά άκαμπτοι, απλώς επιδείνωσε την αβεβαιότητα.
*Με πληροφορίες από Financial Times