«Επιτέλους, ποιος θα σταματήσει τον Ερντογάν!» έγραφε πριν από λίγες μέρες στο πρωτοσέλιδό της η εφημερίδα «Liberation», ενώ, παράλληλα, ο γερμανικός Τύπος υποστήριζε ότι η Τουρκία διολισθαίνει επικίνδυνα, θυμίζοντας το σκοτεινό παρελθόν της και εποχές τύπου «Εξπρές του Μεσονυκτίου». Ο Ταγίπ Ερντογάν, τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του, εκπροσωπούσε ένα σύγχρονο μοντέλο ισλαμικού κράτους. Πέτυχε να βελτιώσει τα οικονομικά της γειτονικής χώρας, να ξεκινήσουν οι συζητήσεις περί ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. και ξεχώριζε για τις απόψεις του περί πολυφωνίας. Η μετάλλαξη είναι πλέον ολική. Εκατόν εξήντα μέσα ενημέρωσης έχουν κλείσει και περίπου 200 δημοσιογράφοι είναι στη φυλακή με αποτέλεσμα η χώρα να θεωρείται η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων–, ενώ πολλοί στρατιωτικοί, στελέχη του δημόσιου τομέα, διανοούμενοι, ανεξάρτητες φωνές και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είτε έχουν απομακρυνθεί από τις θέσεις τους είτε έχουν συλληφθεί. Ανάμερα σε όλα αυτά, τις τελευταίες μέρες οι διπλωματικές σχέσεις με χώρες όπως η Γερμανία έχουν διαταραχθεί με αφορμή τη σύλληψη Γερμανού ακτιβιστή. Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί δεν διστάζουν να παρομοιάσουν τον Ταγίπ Εντογάν με τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β', τον επονομαζόμενο και «Κόκκινο Σουλτάνο», που κυβέρνησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία το διάστημα 1876-1909. Αναμφίβολα, η Άγκυρα έχει επιλέξει μια πορεία απομόνωσης, οπισθοδρόμησης και «σουλτανοποίησης» της δημόσιας ζωής. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει δηλώσει ότι «αν χρειαστεί, για την πατρίδα και το μέλλον, έχουμε αρκετό αίμα να χύσουμε». Πώς εξηγείται, λοιπόν, η μετάλλαξη του Τούρκου Προέδρου; Μπορεί να υπάρξουν απρόβλεπτες συνέπειες; Πού οφείλεται η τακτική εκφοβισμού που Ερντογάν ακολουθεί όσον αφορά τις έρευνες της Κυπριακής Δημοκρατίας για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο; Τις απαντήσεις δίνει ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και διευθυντής του Εργαστηρίου Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών, Νίκο Ραπτόπουλο.
— Κύριε Ραπτόπουλε, από τις υποσχέσεις του Ταγίπ Ερντογάν το 2002 για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. φτάσαμε στη διεθνή κατακραυγή εναντίον της γειτονικής χώρας που πλέον παρομοιάζεται με το «Εξπρές του Μεσονυκτίου». Τι εξήγηση δίνετε;
Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η ισλαμική παράταξη, αφού ξεπέρασε τις δυσκολίες της πρώτης περιόδου –κυρίως την ισχυρή βούληση του στρατού να διατηρεί λόγο στα πολιτικά πράγματα–, άρχισε να αποκτά δύναμη, εμπειρία και κυρίως αυτοπεποίθηση. Με αφορμή τις προσπάθειες προσαρμογής της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ)προώθησε τα συμφέροντα της ισλαμικής παράταξης σε βάρος της κεμαλικής. Σταθερά, αθόρυβα και μεθοδικά, η ισλαμική παράταξη σε λίγα χρόνια πέτυχε να περιορίσει την κεμαλική. Η «ανατροπή» αυτή επιτεύχθηκε με όχημα τον στόχο του εκδημοκρατισμού, της δικαιοσύνης και της ανάπτυξης που θα επέτρεπαν στη χώρα να ενταχθεί στην Ε.Ε. Η «ειρηνική» αυτή επικράτηση του ισλαμικού κινήματος και η ελπίδα για αλλαγή διήρκεσαν λίγο. Μετά τις εκλογές του 2007 αρχίζει να ατονεί σταδιακά η δυναμική της ισλαμικής διακυβέρνησης. Τα ζητήματα που είχε να ρυθμίσει ήταν πολλά και δύσκολα. Εκτείνονταν από τον ρόλο του στρατού έως το κουρδικό και από την οικονομία έως τις εξωτερικές σχέσεις. Κάθε κόμμα που έρχεται στην εξουσία, αργά ή γρήγορα, καταβάλλεται και προσαρμόζεται. Πέραν αυτού, ωστόσο, πρέπει να αναλογιστεί κανείς και την επίδραση του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο δρα και αλληλεπιδρά το ΚΔΑ. Τα μέλη του, μολονότι διακατέχονται από ισλαμικές αρχές και αξίες, είναι εμποτισμένα με τη δεσπόζουσα πολιτική κουλτούρα και νοοτροπία. Όταν έπαψε το ΚΔΑ να ενθουσιάζει τη λαϊκή βάση και τις ελίτ, άρχισε να προσφεύγει σε μεθόδους παρόμοιες με εκείνες της κεμαλικής παράταξης για να επιβληθεί. Τόσο οι επιπτώσεις της εκλογικής επιτυχίας του κινήματος όσο και η προσπάθεια διατήρησης της κατοχής της εξουσίας έκαναν την ισλαμική παράταξη να εμφανίσει το αυταρχικό –και ίσως πιο αληθινό– της πρόσωπο, όπως προκύπτει από τα σκληρά μέτρα μετά την απόπειρα και την πρόθεση επαναφοράς της θανατικής ποινής, κινήσεις για τις οποίες διαμαρτύρονται οι Δυτικοί.
Στις μέρες μας η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας διακρίνεται λιγότερο από σταθερότητα και περισσότερο από αβεβαιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρεί σταθερό τον προσανατολισμό της παραδοσιακής της πολιτική.
— Έναν χρόνο πριν ο Τούρκος Πρόεδρος είχε χαρακτηρίσει το πραξικόπημα «δώρο θεού». Από τις εξελίξεις, όπως είδαμε, επιβεβαιώθηκε πλήρως, αφού έκανε εκκαθαρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις. Πώς το σχολιάζετε;
Κάθε πολιτική κρίση ενέχει κινδύνους, προσφέρει όμως και ευκαιρίες. Από τη στιγμή που ξεπέρασε τον κίνδυνο, η ηγεσία του ΚΔΑ φάνηκε πως δεν άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που της προσφέρθηκε. Υπ' αυτή την έννοια, η απόπειρα μπορεί να χαρακτηριστεί και «δώρο». Κατεχόμενο από τον φόβο ενός πραξικοπήματος σκληρότερου από εκείνο που είχε αντιμετωπίσει το Κόμμα Ευημερίας του Ν. Ερμπακάν το 1997, όλα συνηγορούν στο ότι, τον Ιούλιο του 2016, το ΚΔΑ ήταν καλά προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει ένα στρατιωτικό κίνημα. Η ισλαμική παράταξη άδραξε την ευκαιρία για να αποπέμψει από το στράτευμα –όπως και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα– χιλιάδες στελέχη και υπαλλήλους. Ωστόσο, λόγω της φύσης ενός πραξικοπήματος, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν όλοι όσοι συμμετείχαν στην απόπειρα τελικά αποπέμφθηκαν ή αν όσοι αποπέμφθηκαν πράγματι συμμετείχαν στα σχέδια ανατροπής της ισλαμικής ηγεσίας. Πολύ φοβάμαι πως για πολλά ακόμη χρόνια θα αποκαλύπτονται λεπτομέρειες τόσο περί της απόπειρας όσο και περί της πολιτικής που ακολουθήθηκε από την ισλαμική ηγεσία αμέσως μετά.
— Μπορούμε να πούμε ότι η ισλαμική παράταξη έχει καταφέρει πλέον να εκμηδενίσει την επιρροή της κεμαλικής πλευράς;
Η επιρροή της κεμαλικής παράταξης δεν έχει εκμηδενιστεί ακόμη. Το πολιτικό σκέλος της, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα –με εμφανή την επιρροή της εθνικιστικής ιδεολογίας– παραμένει υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, παρά την αδυναμία του να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετά την απόπειρα εποχή. Πρόκειται για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το στρατιωτικό σκέλος της κεμαλικής παράταξης, οι ένοπλες δυνάμεις, φαίνονται προς το παρόν «ανήμπορες» να αντιδράσουν. Ίσως και να μην το επιθυμούν, προκειμένου να μην υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία. Μολονότι πρόκειται για ένα σώμα το οποίο έχει γαλουχηθεί με τις αρχές και αξίες της κεμαλικής ιδεολογίας, η ηγεσία του φαίνεται πως έχει προσαρμοστεί στις περιστάσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα αντιδράσει ο στρατός, όταν θα αρχίσει να φθίνει τελικά η ισχύς της ισλαμικής ηγεσίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι ότι έχει μειωθεί η επιρροή της κεμαλικής παράταξης.
— Πώς κρίνετε την αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας; Από την απομόνωση και την ανασφάλεια, στην επιθυμία να εξελιχθεί σε μια ηγεμονική δύναμη του νεο-οθωμανικού χώρου, καθώς και σε μια περιφερειακή υπερδύναμη.
Στις μέρες μας η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας διακρίνεται λιγότερο από σταθερότητα και περισσότερο από αβεβαιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρεί σταθερό τον προσανατολισμό της παραδοσιακής της πολιτική. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Πρώτον, στη φιλόδοξη στρατηγική που έχει θέσει σε εφαρμογή η ισλαμική ηγεσία, προκειμένου να αποκτήσει η χώρα κύρος και ισχύ στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Επιχειρήθηκε δηλαδή ένα είδος ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή τουλάχιστον των προτύπων διακυβέρνησής της. Ωστόσο, τα ανοίγματα στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, που έγιναν σύμφωνα με το Δόγμα Νταβούτογλου, σύντομα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά. Δεύτερον, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη το περιφερειακό και διεθνές σύστημα μέσα στο οποίο δρουν και επεμβαίνουν πέραν της Τουρκίας και οι ισχυροί του διεθνούς συστήματος, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Η Μέση Ανατολή, στην οποία είχε στραφεί η ισλαμική ηγεσία της Τουρκίας, για οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους κυρίως, μετά την Αραβική Άνοιξη αποσταθεροποιήθηκε τελείως. Στις υφιστάμενες εντάσεις προστέθηκαν νέες, όπως η εμφυλιοπολεμική κατάσταση στη Συρία, η εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στη Συρία κ.ο.κ. Η τουρκική εξωτερική πολιτική που είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα υπό την καθοδήγηση του Α. Νταβούτογλου απέτυχε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί. Η Άγκυρα έκανε λανθασμένες επιλογές στην προσπάθειά της να προασπιστεί το συμφέρον της χώρας. Υποστήριξε τους Σύριους αντικαθεστωτικούς και ήρθε σε σύγκρουση με τη Ρωσία, η οποία στηρίζει τον αλ-Άσαντ. Αναγκάστηκε να συνεργαστεί με το Ισλαμικό Κράτος (Ι.Κ.) και εκτέθηκε στα μάτια των Δυτικών συμμάχων. Σύντομα απομονώθηκε στη Μέση Ανατολή. Επιχειρώντας την υπέρβαση, κινδύνεψε να μετατραπεί σε ακυβέρνητο αεροσκάφος στο διεθνές στερέωμα. Η πορεία προς την επαναπροσέγγιση της Ρωσίας –και το Ισραήλ– ήταν επίπονη και ήρθε μετά από σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος. Μολονότι όλα έδειχναν ότι η Άγκυρα επανακτούσε τον έλεγχο, λόγοι που εντοπίζονται στην εσωτερική πολιτική σκηνή την οδήγησαν σε νέες περιπέτειες. Λίγο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εισέβαλε στη Β. Συρία με το πρόσχημα ότι στηρίζει τους αντικαθεστωτικούς. Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα προέβη σε μια απέλπιδα προσπάθεια με στόχο να εμποδίσει την εδαφική ολοκλήρωση των Κούρδων της Β. Συρίας, τους οποίους θεωρεί απειλή για την εδαφική της ακεραιότητα. Στις μέρες μας η ισλαμική ηγεσία επιχειρεί την «επανένταξη» της Τουρκίας στο περιφερειακό υποσύστημα, τόσο μέσα από την αποκατάσταση των σχέσεών της με τους ισχυρούς δρώντες όσο και με την ανάληψη μεσολαβητικών πρωτοβουλιών, όπως στο Συριακό ή, προσφάτως, στην κρίση του Κατάρ. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι η χώρα έχει απολέσει κύρος και ισχύ από τη στιγμή που άρχισε να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των Αράβων γειτόνων της, μετά το 2011.
— Σταδιακά, όμως, παρατηρούμε ότι ξεδιπλώνεται ένα σχέδιο ισλαμοποίησης της δημόσιας ζωής στην Τουρκία. Μπορεί αυτό το σχέδιο να δημιουργήσει απρόβλεπτες συνέπειες;
Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας υποστηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό από τους πραξικοπηματίες του 1980. Ο ισλαμισμός, σε συνδυασμό με τον εθνικισμό (Τουρκο-Ισλαμική Σύνθεση), είχε θεωρηθεί από τους πραξικοπηματίες το αντίδοτο του κουρδικού εθνικισμού και των ακραίων ιδεολογιών που απειλούσαν την τουρκική κοινωνία τέλη της δεκαετίας του 1970. Την πολιτική αυτή υιοθέτησαν και οι πρώτες κυβερνήσεις (Κόμμα «Μητέρα Πατρίδα») της μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα να διαδοθεί ο ισλαμισμός στην Τουρκία. Καθοριστική, ωστόσο, στάθηκε η πολυετής παρουσία του ΚΔΑ στην εξουσία. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στη διάδοση των ισλαμικών αξιών, αρχών, ήθους και προτύπων. Τα τελευταία, που είναι πιο ορατά, εκτείνονται από την ενδυμασία και τη μουσική έως τη γλώσσα και την εργασία, καλύπτοντας όλο το φάσμα του κοινωνικού και πολιτικού βίου. Η εξέλιξη αυτή έδωσε ώθηση στο πολιτικό Ισλάμ, ενισχύοντας την πόλωση. Επί των κυβερνήσεων του ΚΔΑ οι κεμαλικές αξίες και αρχές, όπως ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, άρχισαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση. Μολονότι τα μεγέθη είναι άνισα μεταξύ των δύο παρατάξεων –μειονεκτεί αριθμητικά η κεμαλική–, παρατηρεί κανείς ότι στις μέρες μας η ένταση που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών πόλων οξύνεται αντί να αμβλύνεται.
— Η φίμωση των αντίθετων φωνών είναι πλέον μια συνηθισμένη πρακτική της Τουρκίας. Και τα εμπόδια στον δρόμο αυτό όλο και λιγοστεύουν. Ποια είναι γνώμη σας;
Είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί κανείς την εργαλειακή χρήση των δημοκρατικών ιδεωδών που έκανε η ισλαμική ηγεσία στη γείτονα χώρα. Το ΚΔΑ είχε έρθει στην εξουσία με την υπόσχεση του εκδημοκρατισμού, την άρση των περιορισμών που επέβαλε η κεμαλικής εμπνεύσεως αρχή του κοσμικού κράτος, την εξάρθρωση του παρακράτους κ.λπ. Στην προσπάθεια αυτή αντιμετώπισε εμπόδια που του έθεσε το κατεστημένο. Οι υποθέσεις που αποκαλύφθηκαν από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας (Εργκένεκον, Βαριοπούλα κ.λπ.) ρίχνουν φως σε σημαντικό βαθμό στη δράση μερίδας τουρκικών ΜΜΕ που τελούσαν υπό τον έλεγχο του κατεστημένου. Τότε, η ισλαμική ηγεσία είχε καταγγείλει τις πρακτικές αυτές. Το αποκορύφωμα ήταν η αντίδραση του Ερντογάν για τη στάση των μέσων στα γεγονότα του πάρκου Γκεζί. Η ισλαμική παράταξη είχε αρχίσει, ωστόσο, να ασκεί πιέσεις στους δημοσιογραφικούς ομίλους πολύ νωρίτερα. Ο Ερντογάν υπήρξε αμείλικτος απέναντι σε επικριτές του, προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη εναντίον εκατοντάδων δημοσιογράφων και διεκδικώντας υπέρογκες αποζημιώσεις. Στόχος ήταν, μέσω του εκφοβισμού που ασκήθηκε, να επιτευχθεί ο προσεταιρισμός των ΜΜΕ. Μετά τις αποκαλύψεις του Δεκεμβρίου του 2013, στις οποίες φαίνεται να πρωτοστάτησε η κοινότητα Γκιουλέν, το ΚΔΑ εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον των αντιφρονούντων. Δεν δίστασε να στραφεί εναντίον τόσο των κοσμικών ή φιλοκουρδικών ομίλων όσο και των φιλοϊσλαμικών, οι οποίοι του είχαν παράσχει σημαντική στήριξη. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» παρείχε στην ισλαμική ηγεσία το κατάλληλο εκείνο νομικό πλαίσιο προκειμένου να καταστρατηγηθεί η δικαιοσύνη και να φιμωθούν οι αντίπαλοι, ανεξαρτήτως φρονήματος και βαθμού εμπλοκής στα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Η αδυναμία της ισλαμικής ηγεσίας να αντιμετωπίσει την πρόκληση σε συνδυασμό με τους πολιτικούς της στόχους (προεδρικό σύστημα) είχε ως αποτέλεσμα τη διολίσθηση του καθεστώτος προς τον αυταρχισμό. Στις μέρες μας, μετά τις μαζικές συλλήψεις και διώξεις δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και ακτιβιστών, ελάχιστες φαίνεται να είναι πια οι δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ικανό ανάχωμα στον αυταρχικό «κατήφορο» της ισλαμικής κυβέρνησης.
— Σας ανησυχούν οι διαρκείς απειλές με αφορμή τις έρευνες της Κυπριακής Δημοκρατίας για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο;
Οι απειλές που εξαπολύει κάθε τόσο η Άγκυρα με αφορμή σεισμικές έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ δεν αποτελούν έκπληξη. Δεδομένης της γενικότερης στάσης της στο Κυπριακό –και στο Αιγαίο– τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα, θα έλεγε κανείς πως είναι και αναμενόμενες. Ο εκφοβισμός ενός αντιπάλου στις διεθνείς σχέσεις συνιστά στρατηγικό εργαλείο στο «οπλοστάσιο» ενός κυρίαρχου δρώντα σε εποχές που δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στην ισχύ απ' ό,τι στο διεθνές δίκαιο. Αναφερόμαστε στην απειλή χρήσης βίας, η οποία απαγορεύεται ρητώς από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος ορίζει τους βασικούς κανόνες του μεταπολεμικού διακρατικού συστήματος. Είναι μια στρατηγική που στοχεύει στον εξαναγκασμό του αντιπάλου και στη συμμόρφωσή του με συγκεκριμένες υποδείξεις. Την πολιτική αυτή, που είναι κατακριτέα, την εφαρμόζει η Άγκυρα απέναντι σε όλες σχεδόν τις γειτονικές πολιτικές οντότητες, ασχέτως του αν είναι σε θέση να «σηκώσουν το γάντι» –δηλαδή το κόστος της αναμέτρησης– ή όχι, όπως η περίπτωση της ισχυρότατης Ρωσίας. Αλλά ακόμη και σε σχέση με τους λιγότερο ισχυρούς Κούρδους της Β. Συρίας επέλεξε να αποφύγει την αναμέτρηση, κάνοντας μια ασφαλή επιλογή: εισέβαλε σε περιοχή που ελεγχόταν από το Ι.Κ. και όχι το YPG/PYD. Πιο ανησυχητική θα έλεγε κανείς ότι μπορεί να είναι η στάση που κρατά ο αποδέκτης στρατηγικών εκφοβισμού. Η πολιτική απάντηση που θα δώσει δεν εξαρτάται μόνο από τις ικανότητες και την ισχύ του αλλά και από την πολιτική βούληση, την οικονομική ισχύ του, τις συμμαχίες που διαθέτει, τις διεθνείς συγκυρίες κ.λπ. Η πολιτική που ενδείκνυται σε τέτοιες περιπτώσεις που ο χρόνος πιέζει, και εφόσον οι δυνατότητες είναι περιορισμένες, είναι η προσπάθεια εξισορρόπησης και αποτροπής της απειλής μέσα από διεθνείς συνεργασίες και πάντα στο πλαίσιο της διεθνούς έννομης τάξης.
Για τις έρευνες που διεξάγουν οι δόκιμοι ερευνητές του Εργαστηρίου Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών του Πανεπιστημίου Πειραιώς μπορείτε να επισκεφτείτε τον ιστότοπο: http://etem.unipi.gr/
σχόλια