«Πώς είναι να είσαι Περιζήτητος Εργένης;» τον ρώτησα σε κάποια φάση. «Κουραστικό» απάντησε. «Τρέχουν όλες οι γκόμενες πίσω σου. Αφού, να σκεφτείς, πριν δέκα χρόνια που δημοσιεύτηκε το άρθρο στο περιοδικό κι έγινε πανικός, αναγκάστηκα να πάω σε ασφαλιστική εταιρεία να ασφαλίσω το πέος μου». Όχι, να το είχα σκεφτεί να ασφαλίσω τον προπροπροπροηγούμενο γκόμενό μου, που τον ήθελαν όλες (θα στον κλέψει που θα στον κλέψει κάποια στιγμή μια άλλη, τουλάχιστον παίρνεις αποζημίωση). «Σε τρελαίνουν οι πολλές γκόμενες, σε παρακαλάνε, σε κυνηγάνε, σε πιέζουν» μου έλεγε ο Περιζήτητος Εργένης. «Τα είχα χάσει, φώναζα στο κρεβάτι τη μία με το όνομα της άλλης». Σε αυτό το σημείο τέθηκε θέμα αν είναι εντελώς λάθος όταν εκσπερματώνεις να φωνάζεις το δικό σου όνομα, που αποκλείεται να το κάνεις λάθος (σ.σ. όχι, δεν είναι). Mετά, ο Περιζήτητος Εργένης μού έδειξε τον οικογενειακό τους τάφο κι εντυπωσιάστηκα πραγματικά με τα αγάλματα. Και τότε εμφανίζεται ξαφνικά πίσω από κάτι τάφους ένας κοκκινομάλης κύριος με ένα μηχανάκι και πήγαμε να πάθουμε ανακοπή. «Τι κάνετε εδώ;». «Τίποτα, βόλτα» λέει ευγενικά ο Περιζήτητος Εργένης. «Γιατί βεβήλωσαν κάτι τάφους τις προάλλες» λέει ο κοκκινομάλλλης. «Ναι;;;;Πού;;;;» λέμε όλο περιέργεια εγώ κι ο Περιζήτητος Εργένης και κοιτάζουμε δεξιά κι αριστερά. «Δεν μπορώ να σας πω» λέει ο κοκκινομάλης και μας καρφώνει. «Τώρα πια είστε πιθανοί ύποπτοι». «Είστε φύλακας; » μου έρχεται μια αναλαμπή. Αλλά εκείνος, αντί να απαντήσει, απλά εξαφανίστηκε πίσω από τους τάφους, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί. «Κανένας τρελός θα είναι» μου λέει ο Περιζήτητος Εργένης, και συνεχίζουμε τη βόλτα μας. «Αυτός εδώ είναι ο οικογενειακός τάφος των γειτόνων μας...».
Αφού περπατάμε για ένα μισάωρο ακόμη, πάμε να φύγουμε. Και να σου ο κοκκινομάλης ξανά. Στην έξοδο. Με δυο άλλους. «Δεν μπορείτε να φύγετε» λέει και μας κλείνει με τα χέρια την έξοδο. «Έχω καλέσει το 100». Είναι βέβαιος. Είμαστε εμείς που βεβηλώσαμε τους τάφους.
Ο Περιζήτητος Εργένης λέει «ας συνεχίσουμε, δεν επιτρέπεται να μας εμποδίσει», αλλά στον κοκκινομάλη έχει ξυπνήσει ο Σέρλοκ Χολμς και μας παρακολουθεί στη λεωφόρο (δεν καταλαβαίνει καν ότι το κόκκινο μαλλί του ξεχωρίζει σαν φάρος και τον βλέπουμε). Τηλεφωνεί δε διαρκώς στην αστυνομία. «Τώρα οι ύποπτοι είναι στο Καλλιμάρμαρο. Τώρα στρίβουν...». Αλλά το χειρότερο δεν είναι ο τοματένιος Σέρλοκ Χολμς. Το χειρότερο είναι οι μπάτσοι. Μια αστυνομικίνα κι ένας αστυνομικός βγαίνουν από ένα περιπολικό, που σταματά ξαφνικά μπροστά μας. «Τι-κα-να-τε στο- νε-κρο-τα-φείο;» ρωτά, τονίζοντας τις λέξεις η μπατσίνα. «Βό-λτα, α-πλά» λέμε εγώ κι ο Περιζήτητος Εργένης, που τα έχουμε χάσει.
Φυσικά, ναι, ακούγεται κάπως παράξενο το να δίνεις ραντεβού για να περπατήσεις σε νεκροταφείο. Από την άλλη, όμως, σε μια αναγνώστρια είχαν δώσει κάποτε ραντεβού σε εστιατόριο κι εκείνος καθ' όλη τη διάρκεια του φαγητού φούσκωνε προφυλακτικά κι έφτιαχνε ζωάκια - τι είναι πιο παράξενο; Και, τέλος πάντων, γιατί όχι, περίπατος σε νεκροταφείο. Υπάρχει κάποιο dateline; «Δεν είχε απαγορευτικό σήμα στην είσοδο» λέω του αστυνομικού. «Δεν απαγορεύεται» λέει εκείνος. «Άρα είναι δημόσιος χώρος. Άρα μπορούμε να περπατάμε εκεί, έτσι;» προσπαθώ να βγάλω μια άκρη. «Δηλαδή, σας ευχαριστεί να περπατάτε σε νεκροταφεία;» ρωτάει ο μπάτσος. «Δηλαδή απολαμβάνετε τις βόλτες στα νε-κρο-τα-φεί-α;» τονίζει η μπατσίνα με παράξενο ύφος. «Σας αρέσει; Τη βρί-σκε-τε;» συνεχίζει η μπατσίνα και εκεί που πάει να καεί το μυαλό μου, προσπαθώντας να μεταφράσω το ειρωνικό ύφος και την κανονική ανάκριση των αστυνομικών, ξαφνικά έχω άλλη μια αναλαμπή. «Μας συλλαμβάνουν για νεκρόφιλους» ψιθυρίζω στον Περιζήτητο Εργένη. Χριστούλη μου, όλα σε μένα;
(συνεχίζεται)
σχόλια