Eίχα βάλει έναν στόχο μεγαλώνοντας: να μη μιλάω για αρρώστιες με τους συνομήλικούς μου και να μην τσιμπάω στο «θυμάσαι τι ωραία που ήταν τότε...». Δυστυχώς, τα κάνω και τα δύο.
Στο πρώτο υπάρχει μια ηδονή. Μιλώντας για έναν πόνο που έχεις ή μια εξέταση που έκανες, νιώθεις και μια ανομολόγητη χαιρεκακία. Για όσους συνομήλικους την πάτησαν ήδη και πέθαναν. Και όσους συνομήλικους έχουν τους ίδιους πόνους, αλλά μάλλον θα την πατήσουν – ενώ λογικά εσύ είσαι έξω και πίνεις το καφεδάκι σου.
Όντως ήμουν έξω τις προάλλες, με έναν φίλο παλιό, που είχα καιρό να δω. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων και σε όσα λέγαμε, σαν πένθιμο ίσο, κουδούνιζε ένα καμπανάκι λήξης, γενικώς. Σαν να πέφτει η νύχτα σε ένα τραγούδι του Isaac Hayes. Δεν το παραδεχόμασταν, διότι κάνουμε τους μοντέρνους, αλλά ό,τι λέγαμε, σήμαινε το εξής: στον δικό μας τον καιρό όλα ήταν καλύτερα και γνησιότερα.
Για να το εξειδικεύσω λίγο, μιλάγαμε για την Τέχνη. Τη σημερινή πληθώρα της και την ευκολία της, τον αναβρασμό και την ποικιλότητά της. Αυτός έλεγε ότι όλα τα είδε και τα χόρτασε, αλλά έχει μπαφιάσει λίγο με την αυτοαναφορικότητα των σημερινών καλλιτεχνών, πες το και αυτισμό τους, ακόμη κι όταν προσποιούνται ότι ασχολούνται με τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά θέματα. Τσόνταρα στον νευρικό του θρήνο λέγοντας ότι τα παιδιά σήμερα γεννιούνται με ένα marketing kit μες στον εγκέφαλο, συμπεριφέρονται σαν μονοπρόσωπες εταιρείες, ακόμα και στις πιο καλλιτεχνικές τους υπερβάσεις. Η ανάγκη να τα καταφέρουν σε ένα εξόχως επιθετικό περιβάλλον τα έχει κάνει killers ακόμα κι όταν ντιλάρουν με την ποίηση. Ζαλισμένα από τη σαρωτική κυριαρχία της εικόνας επί του νοήματος στην εποχή των social media, έχουν πάψει πια να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο – με αποτέλεσμα ακόμα και οι κραυγές τους να έχουν ακραιφνές ντιζάιν. Αυτό, σε συνδυασμό με τη οργάνωση της καλλιτεχνικής παραγωγής σε ένα εργοτάξιο ανατριχίλας, η οποία πρέπει εύρυθμα, τακτικά να παράγεται και να πωλείται, έχει οδηγήσει σε αυτό περίπου που έλεγε ο Μπέρνχαρντ:
Βλέπουμε έναν καλλιτέχνη του θεάτρου
ακούμε μια καλλιεργημένη φωνή
μια σοπράνο κολορατούρας
αξιότιμε κύριε
πάνω σε ένα βουνό από σκατά
αξιότιμε κύριε
η κουλτούρα είναι ένα βουνό από σκατά
πάνω στο οποίο ευδοκιμούν
οι θεατρόφιλοι
και οι φιλόμουσοι
ωστόσο είναι ένα βουνό από σκατά
Εδώ, ο μεσήλιξ φίλος μου δεν κρατήθηκε. Με κοίταξε με το βλέμμα της παλιοσειράς και είπε αναστενάζοντας:
– Αααα, ρε φίλε, πόσο ωραία ήταν τότε, που οι ηθοποιοί στον Κουν είχαν στο μυαλό τους μόνο την Τέχνη τους... και τα λοιπά και τα λοιπά.
Ένευα ναι, ναι... κι είχαμε μπει πια για τα καλά εντός του συναισθηματικού πορνό μας. Χωρίσαμε σαν γεροντάκια.
Αλλά μετά τα έβαλα με τη φύση του ανθρώπου. Που νομίζει πάντα, σε κάθε, μα σε κάθε γενιά, ότι ο κόσμος τελειώνει σε αυτά που τον εξήψαν όταν ήταν νέος. Και γυρίζει σαν τη μύγα στις ληγμένες ομορφιές, προσπαθώντας να επαναφέρει μαζί με την παλιά παράσταση και τα είκοσι τρία του χρόνια. Και πιστεύει ότι η ομορφιά εκπίπτει, διαρκώς εκπίπτει, ότι χάνονται διά παντός οι αισθητικές αξίες, όπως περίπου χάθηκε το επάγγελμα της κορδελιάστρας.
Μα, αν κάναμε αναγωγή στους θρήνους τόσων γενεών για την κατάπτωση των επερχόμενων, θα έπρεπε να είχαμε οδηγηθεί σε μια Τέχνη αποκλειστικά αγράμματων και γελοίων. Και στον προηγούμενο αιώνα θα έπρεπε να ήταν όλοι ανεξαιρέτως ιερά τέρατα, Μαρίες Κάλλας.
Ενώ η ζωή λέει άλλα. Ότι υπάρχουν και σήμερα δυνατοί και γνήσιοι καλλιτέχνες που έρχονται απ' το χάος και εκφράζουνε το χάος μας, δίνοντας σχήμα στο χυμαδιό της φάσης. Σε αυτό το σχήμα, αν θες, στηρίζεσαι. Κι αν θες, βεβαίως, αναμοχλεύεις τα παλιά. Κι αν είσαι μάγκας, τα ανακατεύεις και τα δύο. Διαισθανόμενος ότι το γούστο σου είναι ένα κλάσμα της ανθρώπινης καλλιτεχνικής εμπειρίας, που ενώ λέει τα ίδια βασικά ανά τους αιώνες, πρέπει να τα εκφράζει εκ νέου διαρκώς, για να συμπεριλάβει την Ιστορία, ενίοτε και την επικαιρότητα, και να μιλήσει με παραβολές, για να τα καταλαβαίνεις καλύτερα.
Οπότε, είναι κρίμα να νοσταλγείς τα φτερωτά ναυτάκια του Τσαρούχη, αξιότιμε κύριε. Είναι κόλλημα να γυρνάς στο Σπίτι των Υακίνθων. Δείχνει πιο μουντό, πιο άχαρο το σκηνικό σήμερα, αλλά αυτό έχουμε! Συνδυάζοντας μνήμη κι επιθυμία, πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.
Ή τραγουδάκι.