Ας υποθέσουμε ότι στην πόλη ανοίγει ένα καινούργιο εστιατόριο. Όχι όμως κάτι απλό, αλλά ένα εστιατόριο φιλόδοξο. Με φόντα να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση. Συγχρόνως, όλοι πιστεύουν ότι θα τα καταφέρει – επειδή είναι τόσο καλό αυτό το εστιατόριο.
Κι έτσι, όλοι θα το έχουν ακόμα πιο πολύ καμάρι και θα χαίρονται χωρίς ενδοιασμούς κι αναστολές.
Ωραία ως εδώ, αλλά θα μπορούσε να προκύψει και μια απορία από τις ευχάριστες αυτές υποθετικές σκέψεις. Άραγε, θα έπρεπε κάποιος να είναι πανευτυχής από την πρώτη, ή και τη δεύτερη επίσκεψή του στο εστιατόριο, επειδή έφαγε εκεί το ωραίο και ζουμερό φιλέτο σχάρας που του προτάθηκε; Ή μήπως θα έπρεπε να σκαλώσει στην ταγγισμένη γεύση της απουσίας κάποιας πιο εξεζητημένης επιλογής;
Μήπως η πίστη του στην αναγνώριση του εστιατορίου θα είχε ενισχυθεί πραγματικά μόνο εάν είχε φύγει από 'κει έχοντας φάει π.χ. μαγουλάκια παραδείσιων πτηνών, ελαφρώς σοτέ και σβησμένα σε πράσινο τσάι από τους αυτοκρατορικούς κήπους της Ιαπωνίας;
Ας «επιδιορθώσουμε» όμως αυτήν τη διερώτηση, για να την απογυμνώσουμε από τυχόν υποψίες ότι μπουρδουκλώνεται κάπως στο σημείο όπου προσπαθεί να φορέσει το πέπλο της μεγαλομανίας.
Ο κόσμος αγαπά το κλασικό. Το προτιμά. Θα κατακλύζει τον εκθεσιακό χώρο και θα εκστασιάζεται μπροστά στις «Δύο φίλες» του Μόραλη, προσπαθώντας να θυμηθεί αν τις είδε πρώτα τυπωμένες στο Λαϊκό Λαχείο ή στο γραμματόσημο των ΕΛ.ΤΑ.
Αν, λοιπόν, κάποιος έχτιζε ένα υπέροχο και υπερσύγχρονο σπίτι αξιοθαύμαστης αρχιτεκτονικής, κάτι που γύρω δεν υπάρχει όμοιο, θα έκανε άραγε καλά να εμπιστευτεί τη διακοσμήτρια, η οποία το πρώτο στολίδι που του πρότεινε για εκεί ήταν τα ασημένια κηροπήγια της γιαγιάς του;
Τεράστιο το δίλημμα. Και πώς να επιλέξεις; Αφού δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο μεταξύ προόδου και παράδοσης.
Αλλά και γιατί να επιλέξεις; Γιατί να μην έχεις και το ένα και το άλλο; Αυτό μάλλον θα αντιπρότεινε η άδολη κοινή λογική που τα γουικέντ αγαπά τις εικαστικές τέχνες. Και μάλλον δεν φταίει όταν το αντιπροτείνει. Αφού –κι ας μην το νιώθει έτσι– είναι και η ίδια ισοπεδωμένη, καθότι ανηλεώς βομβαρδισμένη επί σειρά γενεών με την ιδέα ότι συνιστά πραγματική αξία το «να συνδυάζεις το κλασικό με το μοντέρνο».
Κι εδώ φτάνουμε επιτέλους στο κουκουτσάκι του προβλήματος.
Αυτό το φραστικό κλισέ, το «συνδυάζει το κλασικό με το μοντέρνο», στέκεται πάντα ως άλλοθι και υπεκφυγή που μαζί γλιτώνουν τον άνθρωπο από όλα τα διλημματικά σχήματα που υψώνονται μπροστά του.
Από τα δύο διαλέγει και τα δύο, όχι τόσο για τη χαρά της υπερκατανάλωσης, αλλά προκειμένου να μη διαλέξει.
Αυτή είναι, δυστυχώς, μια πολύ μαύρη αλήθεια. Και το αποτέλεσμα είναι ένα «λίγο απ' όλα», που, ως γνωστόν, υπήρξε ο μακροβιότερος τίτλος παράστασης του εθνικού θεάτρου σκιών.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που το κοινό δεν θα διαμαρτυρηθεί, μήπως θα έπρεπε να είχε αναχαιτίσει το φαινόμενο το ίδιο το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), όπου παρουσιάζεται η έκθεση «Γιάννης Μόραλης - Χρήστος Καπράλος. Μια φιλία ζωής και τέχνης», απαιτώντας μια λιγότερο εύκολη εικαστική πρόταση για το πρόγραμμά του, η οποία θα κοιτάζει προς τον ορίζοντα που διανοίγει μπροστά μας η σύγχρονη αρχιτεκτονική αυτού του οικοδομήματος και όχι προς το ένδοξο παρελθόν;
Αφού είναι γεγονός (όπως φαίνεται στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου της έκθεσης) ότι το ΚΠΙΣΝ αντιλαμβάνεται την ανάγκη αυτά που παρουσιάζει να ανταποκρίνονται κάπως στην αισθητική του κτιρίου.
Όμως, η βασική επιδίωξη του ΚΠΙΣΝ ήταν να δώσει στέγη (και χρηματοδότηση) στην Εθνική Πινακοθήκη για το διάστημα που απομένει μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών επέκτασης των κτιριακών εγκαταστάσεων στην έδρα της και όχι να της υποδείξει τι θα κάνει.
Άρα, το βάρος πέφτει στην Εθνική Πινακοθήκη. Εκείνη θα όφειλε να προτείνει το κάτι άλλο. Μια ιδέα για μια έκθεση πιο σύνθετη και δομημένη, που μέσω της πληθώρας εξαιρετικών έργων που διαθέτει το ίδρυμα θα προσέγγιζε πιο συναισθητικά (μακάρι και πιο γαργαλιστικά) τη δυναμική που αναπτύσσεται στο Φάληρο με την προσφορά του κτιρίου του Renzo Piano.
Τελικά, όμως... μόνο φιλέτο σχάρας. Κλασική αξία.
Είναι, άραγε, σοβαρό να σου προσφέρουν φιλέτο σχάρας κι εσύ να συνεχίζεις να μουρμουρίζεις;
Τι σημασία έχει, αφού κανείς δεν θα δικαιώσει το μουρμουρητό σου, ακόμη κι αν είναι σοβαρό.
Ο κόσμος, πάντως, αγαπά το κλασικό. Το προτιμά. Θα κατακλύζει τον εκθεσιακό χώρο και θα εκστασιάζεται μπροστά στις «Δύο φίλες» του Μόραλη, προσπαθώντας να θυμηθεί αν τις είδε πρώτα τυπωμένες στο Λαϊκό Λαχείο ή στο γραμματόσημο των ΕΛ.ΤΑ.
Το κλασικό είναι αήττητο. Γι' αυτό και επιμένει τόσο πολύ με αυτό η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου (ΕΠΜΑΣ) κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Και «τι σημαίνει κλασικόοος;» ήταν η ρητορική ερώτησή της, με την οποία η κυρία διευθύντρια πέτυχε μια γενικευμένη νηπιοποίηση του κοινού κατά την τελετή των εγκαινίων της έκθεσης. Και από εκείνη τη θέση της απολυτοποιημένης γνώσης που με τόση ευκολία, χάρη και αυτοπεποίθηση κατέλαβε, επέβαλε στον καθένα από τους ακροατές μιαν απρόσμενη παλινδρόμηση σε παιδική του καθήλωση ή, έστω, στην ανάμνηση αλησμόνητου σωματικού πόνου, όπως είναι, για παράδειγμα, εκείνος του κόκκινου και φουντωμένου αυτιού που τράβηξε η δασκάλα.
Γιατί κανείς δεν ήξερε ότι «κλασικόοος» είναι ο ζωγράφος που «κινείται πάντα εντεύθεν των ορίων του».
Ας τον σημειώσουμε, λοιπόν, αυτό τον ορισμό, μη γίνουν τίποτα λάθη στο μέλλον.
Ας σημειώσουμε επίσης ότι το κοινό είναι κι αυτό «κλασικόοο», ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Δεδομένου ότι δεν απαιτεί κάποιο πολιτιστικό προϊόν που θα βρισκόταν εκείθεν των ορίων του και το οποίο ίσως να μεταβαλλόταν τότε σε υποκινητικό ερέθισμα (που θα συναντιόταν με το υπάρχον αρχιτεκτονικό υποκινητικό ερέθισμα και από κοινού θα συνεργούσαν).
Φαύλος κύκλος!
Καλύτερα οι εναπομείναντες που μουρμουρίζουν να σχηματίσουν μια μικρή ανθρώπινη αλυσίδα και να αρχίσουν τις προσευχούλες ζητώντας να φτάσει νωρίτερα το 2018, κατά το οποίο προβλέπεται η αποπεράτωση των κτιριακών επεκτάσεων της ΕΠΜΑΣ και η επιστροφή των εκθέσεών της στην έδρα τους.
Μέχρι τότε, όμως, ας χαρούμε τα ασημένια κηροπήγια της γιαγιάς με τον ίδιο τρόπο που θα μας ευχαριστούσε η ακρόαση δύο συλλογών με τις μεγαλύτερες επιτυχίες αγαπημένων τραγουδιστών. Σίγουρα θα είναι μια ανακούφιση και για τους αξιοσέβαστους συνάδελφους δημοσιογράφους και φίλους που είναι Νότιοι στον εμφύλιο της documenta 14. Στην έκθεση Μόραλη - Καπράλου, κάθε Σκάρλετ Ο'Χάρα θα βρει βελούδινες κουρτίνες για να ράψει καινούργιο φόρεμα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, παρά το ότι ο πόλεμος μαίνεται και, ακόμα χειρότερα, χάνεται.
Χρειάζεται μόνο λίγη προσοχή σε ένα μικρό σημείο. Ο τίτλος «Γιάννης Μόραλης - Χρήστος Καπράλος. Μια φιλία ζωής και τέχνης» δεν θα έπρεπε να προϊδεάσει τον επισκέπτη ότι εξιχνιάζει καλλιτεχνικές συνάφειες με αντιπαραθέσεις έργων τους κ.λπ.
Η σχέση των Μόραλη - Καπράλου (οι οποίοι ήταν και γείτονες στην Αίγινα) θα μπορούσε να περιγραφεί περιεκτικά και εν συντομία με ένα ταοϊστικό «ανέκδοτο»: «Για περισσότερο από είκοσι χρόνια ο διδάσκαλος Ναν-Κουό-Τζου ήταν γείτονας του Λιε Τζου, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους – τόσο, που θα νόμιζε κανείς πως ήταν εχθροί. Έχοντας βρει την αλήθεια, ο Ναν-Κουό-Τζου ενσάρκωνε την τελειότητα του κενού: ούτε άκουγε, ούτε έβλεπε, ούτε μίλαγε, ούτε σκεφτόταν πια. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένας λόγος να πας να τον ενοχλήσεις » (δεν έχει σημασία ποιος εκ των δύο θα πάρει τον ρόλο του Ναν-Κουό-Τζου και ποιος εκείνον του Λιε Τζου, η ιστοριούλα περιγράφει εξίσου όμορφα την καλλιτεχνική σχέση τους και με τις δύο διανομές).
Η κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα έχει επιμεληθεί την παρουσίαση των έργων του Γιάννη Μόραλη. Τα έχει τοποθετήσει σε απόλυτη χρονολογική σειρά, κάνοντας πολύ ευδιάκριτες τις εξελικτικές τομές στο έργο του, καλύπτοντας με τις επιλογές της την παραγωγή ενός διαστήματος 50 περίπου ετών, από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1980.
Συγχρόνως, μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει τρία ντοκιμαντέρ για τον Μόραλη (που η διάρκειά τους αθροιστικά φλερτάρει με τις 3 ώρες). Πολύ σημαντικό και μάλλον σπάνιο έκθεμα είναι η μακέτα της επιτοίχιας μαρμάρινης σύνθεσης που φιλοτέχνησε ο Μόραλης για την πρόσοψη του ξενοδοχείου Χίλτον επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Η μακέτα αυτή είχε στόχο να εντυπωσιάσει τον κύριο Χίλτον που θα ενέκρινε την κατασκευή της και περιέχει όλη την αξιοθαύμαστη μαεστρία του Μόραλη στη ζωγραφική, ο οποίος με πολλά μικρά πανέξυπνα τίποτα έχει καταφέρει να συνθέσει μιαν αναπόδραστα θελκτική –μια μαγευτική– εικόνα του σχεδίου του.
Η κ. Άρτεμις Ζερβού, που είναι επιμελήτρια της ΕΠΜΑΣ, ανέλαβε την παρουσίαση των γλυπτών του Χρήστου Καπράλου. Οι ασυγκράτητες δυνάμεις που εκλύουν όλες αυτές οι υπερεκτάσεις σωμάτων και μελών σωμάτων, το λακωνίζειν και η ακριβολογία των δραμάτων που αφηγούνται, αλλά και η τιθασευμένη μελαγχολία τους, η οποία είναι ισόβια καταδικασμένη να στέκεται στη σκιά της ηρωικής τους διάστασης, κάνουν αυτές τις γλυπτικές συνθέσεις να μοιάζουν με απέλπιδες ακρωτηριασμένους, πλην όμως μονίμως απτόητους μαχητές σε ιλιαδικές σφαγές.
Έτσι, είναι εύλογο, όταν βλέπει κάποιος τα δεκαοκτώ στο σύνολό τους χάλκινα έργα του Καπράλου πάνω στο γκρίζο τετραγωνισμένο βάθρο που δημιουργήθηκε γι' αυτήν εδώ την παρουσίασή τους, να υποθέσει πως αυτό επιλέχθηκε για να υποβάλει την ιδέα ότι οι φιγούρες βρίσκονται σε ένα ρινγκ.
Ωστόσο, το βάθρο αυτό που σχεδίασαν οι Γιώργος Παρμενίδης και Christine Longuépée (σταθεροί συνεργάτες της ΕΠΜΑΣ στην αρχιτεκτονική μελέτη των εκθέσεών της) εμπνέεται από τη σειρά έργων με τον τίτλο «La Place/ Πλατεία» του Alberto Giacometti, τα οποία θεωρούνται από τις πλέον δυναμικές αναπαραστάσεις της ψυχολογικής απομόνωσης, και από το ευάλωτο του ανθρώπου της πόλης. Μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση αναπτύσσεται, λοιπόν, μεταξύ των γλυπτών του Καπράλου και του κόσμου, που ανεβαίνει στο επίπεδο στο οποίο αυτά εκτίθενται. Σαν ο κόσμος και τα γλυπτά να βρίσκονται μαζί σε μια πλατεία του Giacometti.
Γρήγορα, όμως, αυτή η αίσθηση διαλύεται από την ευδιαθεσία που επιβάλλει η αρχιτεκτονική του Renzo Piano και κάνει τους επισκέπτες να μοιάζουν περισσότερο με χορευτές της Pina Bausch κατά την είσοδό τους στη σκηνή.
• Πληροφορίες για το ωράριο λειτουργίας κ.λπ. μπορείτε να βρείτε εδώ