Εξαρχής, η Εθνική του Ρεχάγκελ έμοιαζε με «εξόριστη κυβέρνηση». Ο προπονητής ηταν Γερμανός -που ακόμη και τώρα μιλάει διά του δραγουμάνου Τοπαλίδη-, χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές, όσο για το έμψυχο δυναμικό, ήταν κι αυτό εξόριστο ή περιθωριοποιημένο. Κανονικά κάθε εθνική ομάδα βασίζεται στον κορμό της καλύτερης ομάδας του τόπου. Επειδή όμως ο πολυπρωταθλητής ΟΣΦΠ ήταν λεγεώνα των ξένων, ο Ότο στράφηκε στην «ομαδούλα» του μακαρίτη Κυράστα που διέθετε ένα σπάνιο προνόμιο: Από το κέντρο και πίσω παρουσίαζε θαυμαστή ομοιογένεια. Έτσι, με την προσθήκη μονάδων του εξωτερικού, περιέργως πώς, συγκροτήθηκε ένα σύνολο που διψούσε για «εκδίκηση». Αν εξαιρέσει κανείς τον Γιαννακόπουλο, όλοι οι παίκτες ήθελαν να αποδείξουν την αξία τους απέναντι σε ένα πνιγηρό ντόπιο καθεστώς. Ο θρίαμβος στην Πορτογαλία ισοδυναμούσε (και) με μούτζα προς το καθεστώς των καζναφέρηδων.
Οι ελληνικές ομάδες και οι Έλληνες παίκτες, αυτό ισχύει γενικά, μπορούν να αποδώσουν τα μέγιστα μόνο αν τους περιφρονούν, οπότε κατεβαίνουν στο γήπεδο για να διαψεύσουν τους επικριτές τους. Στην αντίθετη περίπτωση, όπως τώρα που κατέχουν το Γιούρο και πρέπει να αποδείξουν ότι αξίζουν τη φήμη τους, δείχνουν αδυναμία, παθαίνουν κλακάζ, διότι δεν πάνε από το λίγο στο πολύ, αλλά συχνά από το πολύ στο λίγο. Δεν αποσκοπούν να κάνουν την έκπληξη, παρά να αποφύγουν την έκπληξη. Μπορούμε λοιπόν να αποτιμήσουμε την αξία των τωρινών μονάδων και το ποιόν του ηθικού που τις χαρακτηρίζει.
Αποστρατεύτηκαν, όπως ξέρουμε, οι Ζαγοράκης και Τσιάρτας, αλλά επιστρατεύθηκαν οι Πατσατζόγλου, Άντζας, Τοροσίδης - όλοι παίκτες του ΟΣΦΠ. Αυτή η τριάδα αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο (όπως στο ματς με την Τουρκία όπου διέπρεψαν) διότι είναι παίκτες-κλειδιά, με πολλά διεθνή ματς στα πόδια τους και με ειδικό κίνητρο: Και οι τρεις απουσίαζαν από την Πορτογαλία, οπότε τώρα καλούνται να κερδίσουν τα χαμένα. Ειδική μνεία δικαιούται ο Άντζας: Ο πληρέστερος παίκτης αυτήν τη στιγμή. Στόπερ (με γέμιση αμυντικού χάφ), είναι άριστος στο ψηλό παιχνίδι, ανασχετικός φράχτης σε όλο το πλάτος της μεγάλης περιοχής, καίριος στα χαμηλά μαρκαρίσματα, με οξυδερκή αίσθηση του πίσω και του μπρος, δεν πιάνεται κορόιδο και έχει διάρκεια. Μαζί με τον Κυριάκο (παλιοί φίλοι...) έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι είναι το καλύτερο δίδυμο στο κέντρο της άμυνας. Φυσικά τα αναχώματά τους θα κρατήσουν ανάλογα με την απόδοση της προβληματικής μεσαίας γραμμής.
Καραγκούνης - Μπασινάς - Κατσουράνης - Πατσατζόγλου, όσο κι αν ικανοποιούν, προκαλούν και κάποιο αναστεναγμό (αν είχαμε και τον Τζόρτζεβις στην Εθνική...). Δεν τον έχουμε όμως. Η μεσαία γραμμή πάσχει διότι απαιτεί διπλές αρετές: καταστροφικές και δημιουργικές. Στο καταστροφικό παιχνίδι τα καταφέρνουμε, άλλωστε κατά τεκμήριο είναι πιο εύκολη δουλειά, αλλά στον δημιουργικό τομέα μας παίρνει ο διάολος. Ο γρίφος στο κέντρο ακούει στο όνομα του Καραγκούνη. Ο Γιωργάκης έχει πάθος, εκτελεστική δεινότητα, συνεργάζεται εύκολα, παρακολουθεί τη δραματικότητα του παιχνιδιού, αλλά δεν μπορεί να κρύψει την έλλειψη τεχνικής που τον χαρακτηρίζει. Άλλωστε, γι' αυτό δεν τα πήγε καλά στο εξωτερικό. Τα 10άρια, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, διαθέτουν εκτυφλωτικά προσόντα στο ένας με έναν. Αντ' αυτών ο Γιώργος (πάντα κάτω από το 10άρι...) επιδίδεται σε κωλοτούμπες, σε παλιομοδίτικες πονηριές που σταματούν την επίθεση αντί να την επιταχύνουν.
Η ατυχία μας είναι επιπλέον ότι οι επιθετικοί -Σαλπιγγίδης, Γκέκας, Σαμαράς, Αμανατίδης, ειδικά οι τρεις πρώτοι- δεν είναι παίκτες που δημιουργούν την ευκαιρία, αλλά που την εκμεταλλεύονται. Αυτό σημαίνει ότι τα χαφ κάνουν ασίστ κι αυτοί βάζουν το πόδι τους την κατάλληλη στιγμή. Αν λοιπόν ο αντίπαλος παίξει με ενισχυμένο κέντρο -όπως οι Αρμένιοι-, όχι μόνο δεν τελεσφορούν οι αυτοσχέδιες επιθέσεις, αλλά σε κάθε απώλεια μπάλας δεχόμαστε επίθεση με καλές προϋποθέσεις. Τι απομένει; Οι στημένες φάσεις και το κεφάλι του Χαριστέα.
Στην Πορτογαλία, όπως όλοι θυμόμαστε, το σύστημα του Ρεχάγκελ ήταν σαφές: Αφού δεν έχουμε ομάδα που κάνει επίδειξη ισχύος, παίζουμε για να μην κερδίσει ο αντίπαλος - και μέσα στην αναμπουμπούλα «κλέβουμε» τη νύφη μέσα από τα χέρια του πατέρα της. Στην Αυστρία και στην Ελβετία όμως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Μας ξέρουν πια, μας έχουν μελετήσει, κι ένας έξυπνος προπονητής μπορεί εύκολα να στρέψει τις ελλείψεις μας εναντίον μας. Σουηδία, Ισπανία και Ρωσία είναι ομάδες που ελέγχουν το τόπι με ευκολία, βγάζουν την ψυχή του αντιπάλου και δεν παίρνουν χαμπάρι από ενθουσιασμούς και εύκολα τρικ.
Σε τι λοιπόν ελπίζει ο Ρεχάγκελ; Πριν απ' όλα, παίζει τη φήμη του και την καριέρα του. Την πρώτη φορά αιφνιδίασε τους πάντες (ακόμη και τη γυναίκα του), τώρα καλείται να υπερασπίσει τον αμφισβητημένο τίτλο του. Οι ισοπαλίες θα αποτελέσουν τον πρώτο του στόχο. Αν σφίξει τις πίσω γραμμές, μπορεί με λίγη τύχη «να μη λερώσει τα σεντόνια του» ο Νικοπολίδης. Οι Γιούρκας και Σπυρόπουλος φαίνονται ικανοί να μη φάνε τη σκόνη από τα αντίπαλα εξτρέμ. Τι θα γίνει όμως στα ξαφνικά «κενά» της ομάδας που είναι ευνόητα καθώς πρόκειται για μιαν άμυνα που δεν έχει παίξει μαζί ικανά ματς; Αν δεχθεί τέρμα, θα είναι δύσκολο να γυρίσει το ματς. Αν όμως παραμείνει παρθένα η άμυνα, πάντα μπορεί να ελπίζει στο πάθος του περιφρονημένου (και στην κωλοφαρδία του βέβαια...). Εξάλλου, σε αυτά ήλπιζε πάντα.
Μην ξεχνάμε και τη θρησκευτική διάσταση: Παίζουμε με προτεστάντες, με καθολικούς και με ορθόδοξους· ο Βαρθολομαίος βοήθειά μας...
σχόλια