Παρασκευή, 02.00 μ.μ. ταξί στη Λεωφόρο Κηφισίας
Ο ταξιτζής μού λέει την ιστορία της ζωής του. Είναι ο δεύτερος αυτήν την εβδομάδα. («Όταν ήμουν μικρός έφαγα πέντε ταξί στα κλαρίνα!» μου είπε ένας άλλος ταξιτζής λίγο μετά το Σύνταγμα, πριν από μερικές μέρες). «Όταν ήμουν 16 ήμουν μαστούρι, μαστούρι, καταλαβαίνεις. Πηγαίναμε με τους φίλους μου στο Ζεφύρι κι αγοράζαμε μπάλες το χασίς. Μπορεί να μου μιλούσε η μάνα μου και εγώ να την κοιτούσα, αλλά δεν την κοιτούσα πραγματικά». Τον ακούω μισοκοιμισμένη και το κεφάλι μου χτυπά ελαφρά ακουμπισμένο στο παράθυρο. Πού και πού ένα αυτοκίνητο περνάει γρήγορα δίπλα μας και μετά εξαφανίζεται. Τα μάτια μου κλείνουν την ώρα που περνάμε τη γαλάζια φλουό γέφυρα στο Ψυχικό. «Αν ήμασταν δέκα άτομα που κάναμε παρέα, τότε τα έξι τώρα τη βγάζουν γύρω από την Ομόνοια». Ο αέρας κρυώνει πάντα κοντά στα Ανάβρυτα - είναι το μόνο σκοτεινό κομμάτι της διαστημικής Κηφισίας πια τα Ανάβρυτα. «Με είδε ο πατέρας μου και μου είπε "Γιώργο τι κάνεις;". Αλλά εκεί είναι η μαγκιά - να έχεις αρχίδια να το κόψεις». Τον τελευταίο καιρό έχω γίνει άθελά μου εξομολογητής. (Προχτές είχα μπει σε ένα ασανσέρ μαζί με έναν άγνωστο τύπο. «Πρώτη μέρα πίσω στη δουλειά και θέλω να φύγω. Κάθε φορά που βλέπω αεροπλάνο θέλω να μπω μέσα και να μη γυρίσω ποτέ ξανά» μου είπε, χαμογελώντας μέσα στο μπλε κουστούμι του, και μετά κατέβηκε στον τέταρτο όροφο.) Δεν ξέρω τι να του πω. Αντιλαμβάνεται την αμηχανία μου και βάζει μια κασέτα στο στέρεο. Από τα ηχεία ακούγεται πολύ καθαρή η φωνή του Γιώργου Μαργαρίτη - «εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου, εσύ, μονάχα εσύ». Ακούω τους στίχους πολύ προσεκτικά με κλειστά τα μάτια. Όταν φτάνουμε στην Κηφισιά ντρέπομαι να τον πληρώσω.
Σάββατο, 05.00 μ.μ., πικ νικ στου Φιλοπάππου
Δεν ξέρω πώς μας ήρθε η ιδέα να κάνουμε πικνίκ στου Φιλοπάππου. Συνήθως τέτοια ώρα πίνουμε καφέ κάπου με μιλούνια κόσμο και στέλνουμε μηνύματα στο κινητό. Στην αρχή είναι ωραία - καθόμαστε με κάτι καλαθάκια στα χόρτα μεθυσμένοι απ' τις μπίρες και ζαλισμένοι απ' τον ήλιο και γελάμε με ηλίθια ανέκδοτα. Σε λίγο αρχίζει να ψιχαλίζει βουβά και μονότονα. Οι ελιές μοιάζουν γκρίζες. Κανείς μας δεν μιλάει, τα φαγητά έχουν κρυώσει πάνω στο τραπεζομάντιλο, ένα κομμάτι κοτόπουλο έχει πέσει πάνω στις μαργαρίτες και ο αέρας βουίζει δυνατά μέσα στους θάμνους. Περπατάω λίγο πιο κάτω, κοιτάζω ένα σκύλο που γαυγίζει μανιασμένα σε μια ταράτσα στα Πετράλωνα. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να έχουμε πιο ηλίθια ιδέα από αυτό το πικνίκ, αυτήν την εξεζητημένη ευθυμία μιας κτηνώδους άνοιξης - μιας άνοιξης που μας ξεφεύγει συνέχεια.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ' την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Τ.Σ. Έλιοτ Έρημη χώρα (μτφρ. Γ. Σεφέρη)
σχόλια