Σάββατο, 18:00, Τribeca
Έχουμε κάτσει έξω, απέναντι από μια γιγαντιαία παρέα φοιτητών της Νομικής που μιλάνε για την εξεταστική τους και δυο γιάπηδες που διαβάζουν εφημερίδες, και κοιτάμε αφηρημένες τη Σκουφά. Η Μ. μιλάει ακατάπαυστα για το πόσο κακή ιδέα είναι το να κάνεις σχέση. «Ρε συ, όσο ωραίο και να είναι το αρχικό στάδιο, μετά έρχεται εκείνο το φριχτό στάδιο του βολέματος. Αρχίζουν τα ντιβιντί στο σπίτι τρώγοντας πίτσα, που κοιμάσαι γιατί βαριέσαι αγκαλιά με την κουβέρτα. Οι έξοδοι με άλλα ζευγάρια που περπατάτε χεράκι χεράκι στοιχισμένοι δυο-δυο και αποκαλείτε ο ένας τον άλλον "μωρουλίνο". Και η βαρεμάρα, η ατέλειωτη, απίστευτη βαρεμάρα. Για να μη μιλήσω για το γεγονός ότι καίγεσαι να τον κερατώσεις και κρατιέσαι με νύχια και με δόντια. Το χειρότερο δε είναι η φάση που η σχέση τελειώνει, το ξέρεις, αλλά κάθεσαι και πνίγεσαι». «Οι Άγγλοι λένε ότι η οικειότητα καλλιεργεί την περιφρόνηση» λέω εγώ. «Εσύ να σκάσεις», μου απαντάει. «Αμάν με τα ηλίθια τσιτάτα». Γελάω, αλλά μετά σκέφτομαι ότι μας έχω βαρεθεί, κι εμάς και τις κλισέ μας συζητήσεις που θα μπορούσαν να έχουν τίτλο «οι άντρες είναι βρoμόκαφροι». Βλακείες είναι όλα αυτά - κυνισμός και φόβος, τίποτα άλλο. «Μα και να βγεις όλο τους ίδιους και τους ίδιους γνωρίζεις» συνεχίζει η Κ. «Και έλεος πια με αυτά τα ίντι αγόρια. Εάν δεν είναι καμένοι από το ποτό και τα ντραγκς, είναι κατά 99% μουνάκηδες. Πριν το καταλάβεις έχεις γίνει εκείνη η παρανοϊκή γκόμενα που ψάχνει το κινητό του, ελέγχει το προφίλ της πρώην του στο f/b, αναλύει διεξοδικά τα tweet του και αναρωτιέται αν θέλει να γαμήσει την κολλητή του. Που θέλει. Πάντα θέλουνε». Και ξαφνικά ξεστομίζω μια από αυτές τις κουβέντες που λένε συνήθως οι άντρες στις γυναίκες και τις κάνουν έξαλλες: «Ρε, μήπως να χαλαρώσουμε λίγο, σιγά πια, τα υπεραναλύουμε». Με κοιτούν και οι τρεις σαν να είμαι ο Τζένγκις Χαν και να κραδαίνω ένα τσεκούρι πάνω από το κεφάλι τους. Η Μ. που καπνίζει ένα τσιγάρο με κοφτές νευρικές κινήσεις αγριεύει. « Άκου να δεις, εγώ δεν θα γίνω το μωρουλίνο κανενός». «Εσύ δεν θέλεις μεροκάματο, θέλεις χιλιάρα μηχανή και θάνατο, ε;» της απαντάω με το προδοτικό μου στόμα.
Σάββατο, 7:30 π.μ., πλατεία Μαβίλη
Ο γυρισμός σπίτι μετά το ξενύχτι, την ώρα που τα πουλάκια κελαηδούν και οι άνθρωποι πάνε στις δουλειές τους, μπορεί να σε ρίξει στην κατάθλιψη («είμαι ένα πιωμένο τέρας που παραπαίει στο περιθώριο της ζωής») ή αντιθέτως στη χιπ ματαιοδοξία («εγώ είμαι πάρτι άνιμαλ ρεεεεε, λάμπω ρεεεε»). Κατηφορίζω τη Βασιλίσσης Σοφίας με φουσκωτά μαλλιά, μάτια με μουτζουρωμένο eye liner και τα χτεσινοβραδινά ρούχα παρέα με Φιλιππινέζες που oδεύουν προς τη λαϊκή με τα καρότσια τους. Χαμογελάω χαζά κι ακούω μουσική. Έξω από το Χίλτον συναντάω ένα ζευγάρι Γιαπωνέζων τουριστών, ενώ μπροστά από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών ένα γκρουπ Τσέχων κοιτάει απορημένο γύρω του. Είναι αστείο, σκέφτομαι, πώς ξεχωρίζουν οι τουρίστες σε αυτή την πόλη - είναι οι μόνοι που φοράνε σανδάλια και σορτσάκια τέλος Απριλίου.
σχόλια