Στο πλοίο για Αίγινα, 9:15 το πρωί
Αυτό το πλοίο το θυμάμαι από τότε που ήμουνα μικρή - αυτό και τον Άγιο Νεκτάριο. Στην Αίγινα έχει σπίτι η Ο. Είναι μόλις 9:15 το πρωί, το πλοίο είναι άδειο - ποιος τρελός ξεκινάει να πάει στην Αίγινα στις 9 το πρωί; Ανεβαίνω στο κατάστρωμα και ξαπλώνω σε ένα παγκάκι - είναι ένα από αυτά τα κυκλικά παγκάκια με τις λεπτές σανίδες που κυρτώνουν στην πλάτη, όπως και να κάτσεις δεν βολεύεσαι ποτέ. Δεν έχει ούτε τέντα, ευτυχώς έχει ακόμα συννεφιά. Πέρασα στην Αίγινα τα σχολικά Σαββατοκύριακα του λυκείου. Μετά από ένα πρωινό που θύμιζε φαντάρο στο ΚΨΜ (φραπές και τυρόπιττα), πηγαίναμε με τα πόδια μπάνιο στην Κολώνα. Όταν γυρνάγαμε σπίτι οι θρυλικές γιαγιάδες της Ο. μάς τάιζαν ταψιά ολόκληρα από σπανακόπιτες και κεφτεδάκια με πατάτες: τρώγαμε πάντα υπό τη μουσική υπόκρουση του γείτονα που έπαιζε κιθάρα χαβάια πίσω από μια πυκνή ζούγκλα με πορτοκαλί φυτά. Τα βράδια πηγαίναμε σε ένα μπαρ που είχε ένα πάτωμα με άσπρα πλακάκια τουαλέτας και χορεύαμε κάτω από χαρτοπετσέτες που μας πέταγε ο μπάρμαν. Ξυπνάω μεσοπέλαγα - κρατάω σφιχτά την τσάντα μου πάνω από τα γυαλιά ηλίου. Ανοίγω το ένα μάτι και βλέπω το πέλαγο, τα άδεια παγκάκια, μια βάρκα διάσωσης που είναι κρεμασμένη στο πλοίο και τρεις γλάρους. Από πίσω ακριβώς ακούγονται δύο φωνές, μια αγορίστικη και μια κοριτσίστικη, δεν έχω ιδέα πώς μοιάζουν. Μιλάνε για μπαρ και κλαμπ, τους φίλους τους και μετά αυτή κάτι λέει για βιβλία. «Να μου δώσεις και μένα να διαβάσω κάνα βιβλίο, να με δει η μάνα μου να χαρεί», της λέει αυτός. «Ε, βασικά, βαριέμαι το διάβασμα, αλλά τώρα πρόσφατα άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο για τους 300 του Λεωνίδα». Περιμένω να δω τι θα ακούσω, στην πραγματικότητα θέλω πολύ να πει κάτι άθλιο για να την κοροϊδέψω - αν υπάρχει ένα πράγμα με το οποίο είμαι ανυπόφορα σνομπ και στριμμένη είναι σίγουρα το γούστο τρίτων στο διάβασμα. «Να, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, δεν πέθαναν και οι 300 του Λεωνίδα. Ένας έζησε» του λέει με ενθουσιασμό. «Α, ναι; Και τι έκανε; Έγραψε βιβλίο;» της απαντάει αυτός. Γελάω πνιχτά κάτω από την τσάντα μου.
Σταδίου, 4:15 το πρωί
Περπατάω ανέμελη στη Σταδίου με ψηλά τακούνια, μετά από ξενύχτι. Έχω πιει όσο ακριβώς χρειάζεται για να 'μαι καλά χωρίς να έχω μεθύσει και ψιλοτραγουδάω. Η πλατεία Κλαυθμώνος είναι τυλιγμένη σε ένα κίτρινο φως - το σταντ που πουλάει κυριακάτικες εφημερίδες έχει ήδη ανοίξει. Η ζωή θυμίζει γαλλική ταινία -λείπει μόνο ένας σεφ με τσιγκελωτό μουστάκι να μου προσφέρει φρέσκα κρουασάν και καμαμπέρ τραγουδώντας Michel Legrand και μια ταραγμένη ερωτική σχέση με κάποιο μέλος του στενού οικογενειακού μου κύκλου- μέχρι που αισθάνομαι κάτι να πέφτει στο κεφάλι μου. Νομίζω ότι είναι σταγόνα από air condition, αλλά όχι. Ακουμπάω τα μαλλιά μου και μετά κοιτάω το χέρι μου. Με έχει κουτσουλήσει πουλί. Ίσως να είχε διάρροια, γιατί με έχει χέσει πατόκορφα. Είμαι μόνη μου και είναι θεοσκότεινα. Κολλάω τη μούρη μου σε μια βιτρίνα παπουτσιών κι αρχίζω να σκουπίζω το κεφάλι μου με ένα χαρτομάντιλο. Όπως κοιτάζω την αντανάκλασή μου στη βιτρίνα, σκέφτομαι πως μου θυμίζω μια μαϊμού που είχα δει πριν από χρονιά να ξεψειρίζεται με μανία εμπρός από μια μπανανιά στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. Χα!
σχόλια