Τετάρτη, 10 π.μ., πλατεία Μαβίλη, περιμένοντας στη στάση του τρόλεϊ
Ένα ολόκληρο πλήθος περιμένουμε το τρόλεϊ - υποτίθεται ότι η απεργία αρχίζει στις 11, αλλά τα τελευταία είκοσι λεπτά έχουν περάσει ένα λεωφορείο κι ένα τρόλεϊ. Το πλήθος έχει αρχίσει κι απλώνει στο πεζοδρόμιο - θυμίζουμε υπομονετικές καμήλες που περιμένουν τη σειρά τους να πιουν από τη μαγική πηγή στη μέση της ερήμου.Κοιτάω το πλήθος δεξιά μου: για κάποιον ανεξήγητο λόγο, συχνά, όταν μπαίνω στο τρόλεϊ (σε αντίθεση με το μετρό ή τον Ηλεκτρικό) και κοιτάω γύρω μου σκέφτομαι ότι είμαστε ο ασχημότερος λαός του κόσμου (κάτι αντίστοιχο μου συμβαίνει πάντα και στο πλοίο της γραμμής που κάνει τη διαδρομή Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα - είμαι επιφανειακός άνθρωπος τελικά). Τις τελευταίες μέρες, όταν μπαίνω στο τρόλεϊ και το αυτί μου χαϊδεύει μόνιμα σχεδόν πια τον ώμο κάποιου αγνώστου, δεν χτυπάω εισιτήριο. Είναι τόσο συγκεκριμένες οι ώρες που γίνεται έλεγχος (πλέον ελέγχω καθημερινά στο Τwitter και στο site του OAΣΑ ποια μέσα κυκλοφορούν και τι ώρες) και έχω περπατήσει, στριμωχτεί και πληρώσει τόσα λεφτά σε ταξί αυτό τον καιρό που αισθάνομαι πως μου χρωστάνε να με πάνε στη δουλειά μου τζάμπα (κακώς). Φαντασιώνομαι μάλιστα ότι μπαίνει ελεγκτής μέσα, μου ζητάει εισιτήριο και τσακωνόμαστε ανταλλάσσοντας μπουνιές. Μου θυμίζω κάτι δεκαεφτάχρονα αγοράκια από το Λίβερπουλ, λιώμα στο μεθύσι, που πάνε γυρεύοντας για καβγά («Τι κοιτάς, ρε; Τι κοιτάς, ρε μ...ι», φωνάζουν πάντα) έξω από παμπ στον Κάβο της Κέρκυρας που μυρίζουν fish and chips τηγανισμένα με αραβοσιτέλαιο. Όταν φτάνει επιτέλους το νούμερο 3 μπαίνουμε όλοι μέσα - εγώ είμαι κολλημένη στην πόρτα, οι παλάμες μου είναι ανοιχτές πάνω στο γυαλί για να κρατηθώ. Μοιάζω με χαλκομανία που μουντζώνει τους περαστικούς. Στ' αριστερά μου είναι κολλημένη μια κοπέλα που μοιάζει να είναι από τη Σαμόα - είναι χοντρουλή με ανασηκωμένα ζυγωματικά. Η αναπνοή της μυρίζει ρούμι -τόσο κοντά μου κάθεται-, μιλάει συνέχεια στο κινητό της και γελάει. Στα δεξιά μου βρίσκεται ένας κύριος με καρότσι που έχει ένα μωρό που αιωρείται σχεδόν ανάμεσα στα σκαλιά. Θέλω να τον χτυπήσω απαλά στον ώμο και να τον ρωτήσω αν σήμερα είναι η ιδανική μέρα να κουβαλήσει μωρό μέσα σε καρότσι μέσα στον πανικό. Μετά τον κοιτάω λίγο πιο προσεκτικά - φαίνεται ταλαιπωρημένος και τα ροζ ρούχα του μωρού είναι βρόμικα.
Τετάρτη, 10.40 π.μ., ακόμα στο τρόλεϊ Νο 3
Απέναντι από τη Βουλή κατεβαίνουν όλοι. Πάντα όταν παίρνω το νούμερο 3 μπερδεύομαι. Νομίζω ότι θα στρίψει προς τα κάτω και θα με αφήσει μπροστά από το Public, αλλά στρίβει προς την Πανεπιστημίου. Τουλάχιστον βρίσκω θέση και κάθομαι δίπλα στον κύριο με το παιδάκι στο καρότσι. Μιλάνε μια γλώσσα που δεν αναγνωρίζω. Κοντά στην πόρτα είναι μια παρέα 5 μεταναστών που γελάνε με κάποιο αστείο. Μοιάζουν Πακιστανοί ή Ινδοί, δεν είμαι σίγουρη. Σκέφτομαι ότι είναι πολύ σπάνιο θέαμα αυτό, μια παρέα μεταναστών που να γελάει - εννιά φορές στις δέκα είναι ή φοβισμένοι ή τρέχουν να πάνε κάπου. Από πίσω μου ακούγεται η φωνή ενός ηλικιωμένου: « Έρχονται εδώ και γίνονται βασιλιάδες.Σε λίγο θα μας διώξουν όλους. Θα φύγουμε εμείς και θα μείνουν αυτοί». Ο κύριος με το κοριτσάκι μοιάζει μπερδεμένος - αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνει ελληνικά ή όχι. «Όχι, δεν θα φύγουμε εμείς, αυτοί θα φύγουν, που γεννοβολάνε παντού», του λέει σαν να φτύνει μια γριά. Έχω πατήσει το κουμπί για να κατέβω στην Ακαδημίας, αλλά νιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Γυρνάω να την κοιτάξω στα γρήγορα. Είναι μια από αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες με τρυπημένα αυτιά, με μικρά χρυσά σκουλαρίκια και ξανθά βαμμένα μαλλιά που ασπρίζουν στις ρίζες. «Α, παράτα μας κι εσύ, πρωινιάτικα. Πολλά είπες», της λέω και κατεβαίνω ακριβώς μπροστά από το τσαντίρι-κατάληψη των Ιρανών μπροστά από την Ακαδημία.
σχόλια