Εξαθλιωμένες μαντόνες, ρολόγια, τεύχη του Ζάκουλα, πορσελάνινες γοργόνες, βινύλια της Χριστίνας Μαραγκόζη, φορτιστές κινητών Νόκια, γκραβούρες της παλιάς Αθήνας, μανικετόκουμπα του γκλόρινες της πόλης, πιανάκια, δεκάδες, εκατοντάδες «άχρηστα» αντικείμενα μεταμορφωμένα σε πολύτιμα χρηστικά διακοσμητικά είδη για σπίτι και μαγαζιά, ένας ολόκληρος κόσμος (αυτός των ρακοσυλλεκτών) που ισορροπεί μεταξύ της αστικής μεταποίησης των σκουπιδιών και της ανάγκης μιας μικρής μερίδας του αγοραστικού κοινού για αυθεντική βιντατζίλα και μετανοημένη σκουπιδίλα. Είμαι εδώ, στην Τεχνόπολη, στο 1ο Φεστιβάλ της Ένωσης Ρακοσυλλεκτών «Ερμής», το πρώτο παζάρι των ανθρώπων που κατάφεραν ύστερα από καιρό και ξέφυγαν από τη σκονισμένη παρουσίαση της πραμάτειας τους από την Κορεάτικη Αγορά, εκεί, στο τέλος της Ερμού (και τώρα πια σε έναν βιομηχανικό χώρο κάτω από την Ιερά Οδό) και με περηφάνια και αξιοπρέπεια το μεταφέρουν στον κανονικό χώρο ενός δημοτικού πολυχώρου. Άνθρωποι τσακισμένοι από τη ζωή και όμως με ψηλά το κεφάλι, με αυτοπεποίθηση μεγαλεμπόρου και εμπορική ειλικρίνεια που καταβαραθρώνει τους αντίστοιχους εμπόρους της κρίσης. Μουσουλμάνοι της Θράκης οι περισσότεροι από αυτούς, που το καθεστώς επιμένει να τους ονοματίζει Πομάκους, αγνοώντας ότι η καταγωγή τους είναι από τη Βουλγαρία και ότι τα μικροπολιτικά συμφέροντα τους έχρισαν Τούρκους, απλώς επειδή μιλάνε τούρκικα.
Δεν είναι Τούρκοι οι άνθρωποι, είναι μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης, που τη δεκαετία του ’80 κατέβηκε στην Αθήνα κι εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Γκαζιού, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Εγώ, έχοντας μεγαλώσει στην περιοχή, θα τους θυμάμαι πάντα να κατοικοεδρεύουν στην περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν με πήγαινε η γιαγιά μου στο Γκάζι για να κάνω κούνιες. Πάντα εκεί ήταν, στους φτωχούς μαχαλάδες τους, και ποτέ δεν ενόχλησαν κανέναν. Υπέροχοι άνθρωποι.
Σήμερα είναι πολύ χαρούμενοι που επιτέλους τους παραχωρήθηκε ένας κανονικός χώρος του Δήμου Αθηναίων για να πουλήσουν αυτά που βρίσκουν στα σκουπίδια, αυτό που κάποιος το θεωρεί περιττό και ταυτόχρονα κάποιος άλλος θησαυρό. Χαίρονται που τα τηλεοπτικά κανάλια είναι εδώ, που τους βγάζουν σε απευθείας σύνδεση, που μιλάνε για τη δουλειά τους, που κάποιος εκεί, στην Κομοτηνή ή στον Έβρο, τους βλέπει απόψε. Είναι οι μικροήρωες της κοινότητάς τους για μερικά λεπτά. Η Μαρίνα Δανέζη που έχει γυρίσει το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ Σωματείο Ρακοσυλλεκτών με μυεί στον μικρόκοσμο των ανθρώπων που αναζητούν
διαμάντια στα σκουπίδια. Ο Γιάννης Διαμαντίδης, μέλος του σωματείου, ένα εξαιρετικός άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην επαναπώληση των «χρυσών» σκουπιδιών μας διηγείται τη ζωή του (πώς από χίπης της Βόρειας Ελλάδας, με κοτλέ παντελόνια καμπάνα, έφτασε να πουλάει παλιά στο Θησείο, και πώς αντιμετώπισε τη μαφία με τα καλάσνικοφ για να πάρει μια καλή θέση στον δρόμο) και μας προσκαλεί στον γάμο του Τζανάν και της Ερτάτς το Σάββατο, σε ένα οικόπεδο στην Ορφέως, στον Βοτανικό.
Οι μουσουλμάνοι τελούν τριήμερο πάρτι γάμου. Η πρώτη ημέρα είναι αυστηρά για τις γυναίκες, η δεύτερη είναι μεικτή και η τρίτη για τους άντρες. Φτάνουμε στο οικόπεδο της Ορφέως, εκεί όπου στεγάζεται η Μεταφορική Κομματάς, για το μεγάλο γλέντι του Σαββάτου. Η ορχήστρα παίζει έναν τούρκικο λαϊκομπίτ αμανέ και οι γυναίκες χορεύουν στη χωμάτινη πίστα έναν χορό που μοιάζει με τσιφτετέλι και ρέιβ μαζί. Φοράνε στενά φλοράλ φορέματα, τα πιτσιρίκια (παρανυφάκια) νυφικά, η νύφη στη μέση, πάνω σ’ έναν πλαστικό χλοοτάπητα, λικνίζεται κάπως αμήχανα. Περιμετρικά του χώρου, οι ψήστες ψήνουν σουτζουκάκια, τηγανητές πατάτες, πουλάνε μπίρες σε βαρέλια με πάγο κα γεμίζουν πλαστικά πιάτα με τζατζίκι. Η ορχήστρα παίζει μανιασμένα. Πίσω από την ορχήστρα, στο πεζούλι του γραφείου μεταφορών, σε περίοπτη θέση, μια αντροπαρέα καθισμένη σε πλαστικές καρέκλες επιβλέπει τη φάση. Στην ουσία επιβλέπει το νυφοπάζαρο. Κάποιοι από αυτούς θα διαλέξουν απόψε την επόμενη νύφη. Ο επόμενος γάμος θα γίνει πάλι εδώ και ο γαμπρός θα είναι ένας από αυτούς. Σκόνη και μυρωδιά από κρέας. Και μπαλόνια με τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη. Αμανέδες ξανά. Μια γιαγιά με μαντίλα στο κεφάλι έχει κλείσει τα μάτια και προσπαθεί να κοιμηθεί μέσα σε αυτό το «φεστιβάλ χαράς». Καλεσμένοι με μηχανάκια «παπάκια» κάνουν τον κόσμο άνω κάτω στην είσοδο του οικοπέδου της Ορφέως. Τρώμε ένα σουτζουκάκι και αφήνουμε πίσω μια αθηναϊκή σκηνή σουρεαλισμού και μεταμοντέρνας λαογραφίας.
Το ίδιο βράδυ μια φίλη μού λέει: «Στην Αθήνα δεν χρειάζεται να απομακρυνθείς πολύ για να ζήσεις κάτι εξωφρενικά διαφορετικό».
σχόλια