Η Νέα Ζηλανδία είναι η πρώτη χώρα που έδωσε δικαίωμα ψήφου σε γυναίκες, σε εθνικές εκλογές. Οι Νεοζηλανδές της βρετανικής αποικίας, έδωσαν μεγάλο αγώνα, κέρδισαν και πήγαν στις κάλπες για πρώτη φορά, στις 28 Νοεμβρίου του 1893. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 19 Σεπτεμβρίου, ο κυβερνήτης υπέγραφε τον ιστορικό εκλογικό νόμο.
Η πλειοψηφία των πολιτικών θεωρούσε ότι αν οι γυναίκες αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου, θα έθεταν εκτός νόμου το αλκοόλ.
Παρά το σύντομο χρονοδιάγραμμα για την εγγραφή των ψηφοφόρων, 109.461 γυναίκες - περίπου το 84% του ενήλικου γυναικείου πληθυσμού - εγγράφηκαν στους καταλόγους, ώστε να ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές. Την ημέρα των εκλογών 90.290 έριξαν τις ψήφους τους στην κάλπη, με το ποσοστό συμμετοχής να φτάνει στο 82% (υψηλότερο από το ποσοστό συμμετοχής των ανδρών που κυμάνθηκε στο 70%).
Παρά τις έντονες προειδοποιήσεις της αντιπολίτευσης, ότι οι γυναίκες ψηφοφόροι θα παρενοχλούνταν από τους άνδρες στα εκλογικά τμήματα, η ημέρα των εκλογών είχε μια χαλαρή, εορταστική ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με την εφημερίδα Christchurch, οι δρόμοι "έμοιαζαν με ένα μεγάλο πάρτι".
Οι γυναίκες που είχαν στην κατοχή τους τίτλους ιδιοκτησίας και κατέβαλλαν φόρους (κυρίως χήρες και άγαμες μεγάλης ηλικίας) είχαν τη δυνατότητα να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές στο Otago και το Nelson από το 1867. Το δικαίωμα αυτό επεκτάθηκε και σε άλλες επαρχίες της Νέας Ζηλανδίας, το 1876. Ωστόσο ήταν πολύ νωρίς να μιλήσει κάποιος για γυναικεία ψήφο στις εθνικές εκλογές. Στα τέλη του 19ου αιώνα, νέες ευκαιρίες εμφανίστηκαν για τις γυναίκες και τα κορίτσια (ιδιαίτερα εκείνα που προέρχονταν από πλούσιες ή μεσαίας τάξης οικογένειες) στη δευτεροβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την ιατρική, την εκκλησία και στο φιλανθρωπικό έργο. Σύντομα, οι "ευκαιρίες" για τις γυναίκες μετατράπηκαν σε νομικά και πολιτικά δικαιώματα.
Ακόμη και μετά την ιστορική απόφαση, οι γυναίκες της Νέας Ζηλανδίας είχαν πολύ δρόμο να διανύσουν για την επίτευξη πολιτικής ισότητας. Δεν θα αποκτούσαν το δικαίωμα να θέσουν υποψηφιότητα στο Κοινοβούλιο μέχρι το 1919
Η ψήφιση του εκλογικού νόμου ήταν το αποκορύφωμα των προσπαθειών της Kate Sheppard, της πιο διάσημης σουφραζέτας της χώρας σε συνεργασία με το γυναικείο σωματείο "Christian Temperance" (WCTU) και άλλες οργανώσεις. Μέρος αυτής της εκστρατείας ήταν μια σειρά από μαζικά αιτήματα που υπογράφηκαν από σχεδόν μία στις τέσσερις ενήλικες γυναίκες στη Νέα Ζηλανδία και παρουσιάστηκαν στο Κοινοβούλιο. Η Kate Sheppard ενθάρρυνε τις γυναίκες σε όλη τη χώρα να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να ψηφίζουν. Ακριβώς όπως στη Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική, οι γυναίκες της Νέας Ζηλανδίας έκαναν δημόσιες συνεδριάσεις και διαδηλωσεις καλώντας το Κοινοβούλιο να επιτρέψει στις γυναίκες να ψηφίζουν. Ο Sir John Hall ένας ισχυρός πολιτικός ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της Sheppard, φέρνοντας το θέμα στο Κοινοβούλιο για πολλά χρόνια.
Μια δεύτερη ηγέτης του κινήματος ήταν η Μary Muller, η οποία δημοσίευσε πολλά κείμενα σχετικά με τους λόγους συμμετοχής των γυναικών στο πολιτικό σύστημα και τελικά έπεισε δύο ισχυρούς άνδρες, τον William Fox και τον Alfred Saunders να υπερασπιστούν την ιδέα της γυναικείας ψήφου στο Κοινοβούλιο.
Ακόμη και τότε όμως, η πλειοψηφία των πολιτικών της κυβέρνησης εξακουλουθούσε να αρνείται. Η πιο πιθανή αιτία της άρνησης ήταν, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο φόβος της σύνδεσης μεταξύ του κινήματος για την ψήφο των γυναικών, με το κίνημα κατά του αλκοόλ. Θεωρούσαν ότι αν οι γυναίκες αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου, θα έθεταν εκτός νόμου το αλκοόλ.
Γύρω στο 1890 όμως, ο φίλος της Kate Sheppard, John Hall τέθηκε επικεφαλής της κυβέρνησης. Ο ίδιος είχε φέρει προς ψήφιση αρκετά νομοσχέδια τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο μέχρι τότε η κυβέρνηση δεν είχε συμφωνήσει για τη γυναικεία ψήφο. Από το 1890 έως το 1892, η δυναμική που διαμορφώθηκε ήταν τεράστια. Το κίνημα της Νέας Ζηλανδίας, συνδέθηκε με αυτό της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων πολιτειών και ήταν πλέον θέμα χρόνου να παρθεί η ιστορική απόφαση.
Στην Ελλάδα οι γυναίκες ψήφισαν σε βουλευτικές εκλογές για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864
Ωστόσο ακόμα και μετά την ιστορική απόφαση, οι γυναίκες της Νέας Ζηλανδίας είχαν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν για την επίτευξη πολιτικής ισότητας. Δεν θα αποκτούσαν το δικαίωμα να θέσουν υποψηφιότητα στο Κοινοβούλιο μέχρι το 1919, ενώ η πρώτη γυναίκα βουλευτής (Elizabeth McCombs) εξελέγη το 1933, αρκετά χρόνια μετά την εισαγωγή του δικαιώματος ψήφου των γυναικών.
Ο αριθμός των γυναικών βουλευτών θα φτάσει σε διψήφια νούμερα μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ενώ οι γυναίκες εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υπο-εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο.
Στην Ελλάδα οι γυναίκες ψήφισαν σε βουλευτικές εκλογές για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες.
σχόλια