ΠΟΤΕ ΓΕΛΑΣΑΤΕ –με την ψυχή σας που λένε– τελευταία φορά σε σύγχρονη κωμωδία; Προσωπικά, θα πρέπει να πάω πολύ πίσω για να θυμηθώ περιπτώσεις ταινιών ή σειρών που μου προκάλεσαν γέλιο – αβίαστο, αυθόρμητο, τρανταχτό, άκομψο ίσως αλλά πηγαίο χαχανητό, όχι σαρκαστικό μειδίαμα, χαμόγελο συγκατάβασης ή μορφασμό αποστροφής όπως στην περίπτωση του τρέχοντος είδους της λεγόμενης «cringe» κωμωδίας.
Και δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος. Υποτίθεται ότι εξακολουθούν να κυκλοφορούν άπειρες κωμωδίες (με κάποια τεχνική έννοια του όρου έστω) και ακόμα περισσότερες «σάτιρες», αλλά σπανίως πρόκειται για το είδος εκείνο που προκαλούσε τακτικά κύματα γέλιου, μέχρι δακρύων σε κάποιες περιπτώσεις, στις αίθουσες – είτε επρόκειτο για «σωματικές» φάρσες, είτε για Μόντι Πάιθον, είτε για Γούντι Άλεν, είτε για ξέφρενες παρωδίες, είτε για οτιδήποτε άλλο κατά καιρούς συνένωνε μέσω του γέλιου μια ευρεία γκάμα θεατών.
Νομίζω ότι αυτό που φρενάρει την κωμωδία του λυτρωτικού γέλιου στις μέρες μας δεν είναι οι σύγχρονες πολιτικές ευαισθησίες αλλά το γεγονός ότι σπανίως συμφωνούμε πλέον με το τι είναι αστείο και τι όχι.
Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι μια ταινία σαν το Poor Things έχει καταταγεί επίσημα στο είδος της κωμωδίας. Και ενώ το φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου, ειδικά σε σχέση με άλλες σύγχρονες «κωμωδίες», έχει αρκετές στιγμές όπου λειτουργούν εξαιρετικά οι παραδοσιακοί κωμικοί μηχανισμοί, κατά πάσα πιθανότητα κανείς δεν βγήκε από το Poor Things δηλώνοντας ότι δεν «του έμεινε άντερο» από τα γέλια.
Το ίδιο ισχύει εδώ και καιρό και με τις περισσότερες σειρές που χαρακτηρίζονται κωμικές, παρότι μόνο κατ’ όνομα είναι τέτοιες συνήθως, και για εντελώς τεχνικούς λόγους (λόγω μικρότερης διάρκειας επεισοδίου από τα «δράματα»).
Δεν πιστεύω ότι αποτελεί επαρκή εξήγηση γι’ αυτή την εξέλιξη ένα νέο είδος πουριτανισμού που έχει ενσκήψει στην κουλτούρα ή η επέλαση μιας λεγόμενης «woke» αντίληψης που δεν σηκώνει αστεία με κανέναν και με τίποτα. Ποτέ άλλωστε δεν ήταν αστείο το «πέσιμο» σε αδύναμους ή σε μειονότητες, και μάλιστα χωρίς κανένα πνεύμα, χωρίς κανέναν αυτοσαρκασμό, παρά μόνο με μια ψευτο-μηδενιστική προδιάθεση και με μια αλαζονική σκληρότητα.
Δικαίως κόπηκαν οι χονδροειδείς καφρίλες εις βάρος εύκολων και αθώων στόχων, οι οποίες συνιστούν απλά σκατόψυχη διάθεση και –το πιο σημαντικό– κακή κωμωδία.
Νομίζω ότι αυτό που φρενάρει την κωμωδία του λυτρωτικού γέλιου στις μέρες μας δεν είναι οι σύγχρονες πολιτικές ευαισθησίες αλλά το γεγονός ότι σπανίως συμφωνούμε πλέον με το τι είναι αστείο και τι όχι. Επίσης, το είδος μοιάζει να έχει διαβρωθεί από μια, αφόρητη συχνά, διάθεση διδακτισμού, ευσεβισμού και «θετικής σκέψης» που προσκρούει άγαρμπα στην παραβατική φύση της κωμωδίας και στη δυσανεξία της προς την υψηλοφροσύνη και την ευσέβεια.
Η κωμωδία μας κάνει ιδανικά να γελάμε με τα πιο ταμπού ζητήματα και με τις πιο αμήχανες καταστάσεις όσο και με τις πιο σκληρές αλήθειες της ζωής, που συχνά μόνο με την απελευθέρωση ψυχικής ενέργειας που φέρνει το πηγαίο γέλιο αντιμετωπίζονται.