Όλοι κατά καιρούς τα σιχτιρίζουμε για την τοξικότητα, για τα συναισθήματα φθόνου και θυμού που μας προκαλούν και για τον χρόνο που μας ρουφάνε, όλοι όμως επίσης εκεί μέσα ξημεροβραδιαζόμαστε. Ακόμα και τώρα που το ναυάγιο του Facebook ή του Twitter αποτελεί μια ορατή πιθανότητα. Τελικά, τι θα απογίνουμε χωρίς social media, αν συντελεστεί η αδιανόητη μέχρι πρότινος καταστροφή τους; Ένας Έλληνας ψυχίατρος – ψυχολόγος επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα. Για να είμαστε δίκαιοι όμως, η τοξικότητα δεν κυκλοφορεί μόνο στα social media. Ούτε οι πάσης φύσεως ψεκασμένοι που βρίσκουν βήμα παντού πλέον. Ακόμα και στο Netflix. Όπως ο ιθύνων νους αυτού του περιβόητου ήδη νέου ντοκιμαντέρ, ο οποίος μαίνεται εναντίον ενός γραφειοκρατικού σκιάχτρου και ενός αρχαιολογικού κατεστημένου που δεν τον αφήνει να μας μεταδώσει την αλήθεια για τους εξωγήινους και την χαμένη Ατλαντίδα.
Σαφώς υπάρχουν καλύτερα πράγματα να δει κανείς στην πλατφόρμα που όλα τα αλέθει. Ένα είδος «χαμένης Ατλαντίδας» είναι ίσως στο μυαλό πολλών κατοίκων της σύγχρονης Αθήνας και η πρωτεύουσα όπως ήταν στους «αθώους καιρούς» πριν την ανοικοδόμηση και την τσιμεντοποίηση. «Ο Εμφύλιος ουσιαστικά λήγει με την αντιπαροχή , όταν όλοι γίνονται μικροαστοί καταναλωτές», μας λέει ένας από τους δημιουργούς του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας». συμπληρώνοντας ότι «στη μεταστροφή αυτή μεγάλη συμβολή είχε και η ποπ κουλτούρα της εποχής, ειδικά ο εμπορικός κινηματογράφος απ’ όπου ‘περνούσαν’ τα νέα πρότυπα». Για πολλά έχει κατηγορηθεί – δικαίως και αδίκως – το λεγόμενο εμπορικό ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του ’60 κυρίως, υπήρξαν όμως και κάποιες ξεχωριστές ταινίες που δημιουργήθηκαν μέσα σ’ αυτό το «βιομηχανικό» σύστημα παραγωγής. Όπως ας πούμε το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» του 1960, ίσως η κορυφαία αστυνομική ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, «ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό αριστούργημα με γοητεία διαχρονική».
Κάθε εποχή της πόλης όμως έχει τους θρύλους και τα σημεία αναφοράς της, όπως ήταν στην δεκαετία του ’70 το Jazz Club στην Πλάκα. Καταφύγιο και χώρος μύησης συγχρόνως, το δημιούργημα του Γιώργου Μπαράκου που έφυγε από την ζωή την εβδομάδα που μας πέρασε, ήταν ένα ιστορικό στέκι που λειτούργησε ως «το big bang για την εγχώρια τζαζ σκηνή». Άλλη σημαντική απώλεια των ημερών ήταν αυτή του πρωτοποριακού Γάλλου σκηνοθέτη Jean-Marie Straub, λίγες εβδομάδες μόνο μετά από εκείνη του Γκοντάρ. «Ο Straub πέθανε, ο κινηματογράφος και η επανάσταση πενθούν – «αυτές οι δύο δυνάμεις, οι πάντα πιθανές, μερικές φορές πραγματικές, και κάποτε, σπάνια, ενωμένες». Μια άλλη μεγάλη μορφή του παγκόσμιου σινεμά – και αναμφισβήτητα ο κορυφαίος εν ζωή Αμερικανός σκηνοθέτης – είναι πάντα μαζί μας λειτουργώντας ως οικουμενικός Δάσκαλος, Επιμελητής και Θεματοφύλακας του μέσου. Ο Μάρτιν Σκορσέζε έκλεισε αισίως τα ογδόντα και μοιάζει να έχει ακόμα πολύ μέλλον μπροστά του. Για το ίδιο το σινεμά όπως το ξέραμε, δεν είμαστε και τόσο σίγουροι.
Αυτή την εβδομάδα είχαμε και την ανεπίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου στη σκιά των σκανδάλων δύο ΜΚΟ διαφορετικής φύσεως καθώς και των υποκλοπών που παραμένουν ψηλά στην πολιτική ατζέντα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο διαβόητος πατήρ Αντώνιος Παπανικολάου όσο και το γνωστό στον χώρο της λεγόμενης Κοινωνίας των Πολιτών επιχειρηματικό στέλεχος Επαμεινώνδας Φαρμάκης είναι δύο ταλαντούχοι μάνατζερ, της ίδιας γενιάς που, αν και με διαφορετικό υπόβαθρο, κατάφεραν να χτίσουν ο καθένας τους μια μικρή αυτοκρατορία». Όλα μπερδεύονται γλυκά καθώς η κατάσταση εξελίσσεται ανωμάλως. Η ζωή όμως προχωρά σε πείσμα των καιρών, ακόμα και για τους ανθρώπους εκείνους που η μοίρα φέρθηκε σκάρτα καταδικάζοντάς τους στο περιθώριο. Οι συγκλονιστικές εικόνες του πρότζεκτ “Still Human” καταγράφουν το love story ανάμεσα σε δύο τοξικοεξαρτημένα ατόμα στη σημερινή Αθήνα και αποτελεί μια μαρτυρία αγάπης και ένα ντοκουμέντο ζωής.
Ο Έλληνας «φιλόσοφος της γεύσης» Χρίστος Ζουράρις, γνωστότερος ως Δειπνοσοφιστής αφηγείται στη LiFO τη ζωή και τη συγγραφική πορεία του που συνδέθηκε με την τελετουργία του καλού φαγητού. «Η πολυτέλεια και η χλιδή δεν κάνουν το καλό εστιατόριο» μας λέει. «Η μαγειρική είναι τέχνη, διατροφικό παιχνίδι αλλά και χαμαλίκι. Είναι ένας αδιάκοπος καταιγισμός επιρροών πάσης φύσεως. Μια τεχνική που έχει κανόνες και αρχές και δεν αφορά το προσωπικό γούστο του καθενός. Και δεν κάνουν οι ταχυδακτυλουργίες ή ο αισθησιασμός ενός πιάτου την καλή κουζίνα, παρά μόνο ο σεβασμός στην πρώτη ύλη».