ΚΑΠΟΥ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1970 είχε δει το φως μια φριχτή σειρά φιλμ με κανιβάλους που υποτίθεται πως ήταν πραγματικά snuff movies: εμφάνιζαν, συνήθως, μέλη κινηματογραφικών συνεργείων ή επιστημονικών αποστολών να κατασπαράζονται από ανθρωποφάγους. Πολλά από αυτά τα φιλμ, των οποίων η αμφίβολη χάρη είχε φτάσει μέχρι τις αίθουσες των δικών μας επαρχιών, ήταν, εννοείται, ιταλικά. Αν διαβάσει κανείς λεπτομέρειες αυτής της σκοτεινής «εποποιίας», θα διαπιστώσει πως έγιναν και δίκες και κανονικές έρευνες για το αν οι αποτρόπαιες πράξεις ήταν αληθινές ή αποτέλεσμα κάποιων εξαιρετικά πειστικών για την εποχή τους ειδικών εφέ.
Η αλήθεια είναι πως άνθρωποι που κατά τα φαινόμενα πρέπει να είχαν κατακρεουργηθεί εμφανίζονταν σώοι και αβλαβείς στις αίθουσες των δικαστηρίων για να αποδείξουν περίτρανα την αθωότητα του σκηνοθέτη. Παρ’ όλα αυτά, σε αυτή την κινηματογραφία της φρίκης, πολλά δύστυχα ζώα (πίθηκοι κυρίως) θανατώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο, χωρίς αυτό να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στους «δημιουργούς» σε μια εποχή που οι σημερινές ευαισθησίες βρίσκονταν στα σπάργανα.
Μη ξεχνάμε πως η συγκεκριμένη περίοδος μέχρι και τις απαρχές της δεκαετίας του ’80 υπήρξε μια αληθινή πινακοθήκη τεράτων: εικοσάχρονοι γίνονταν εύκολα δολοφόνοι στο όνομα της επανάστασης, διαβόητοι σίριαλ κίλερ ξεκινούσαν τη διαπολιτειακή «καριέρα» τους, συνωμοτικές, νεοφασιστικές σφαγές αποσταθεροποιούσαν μια ολόκληρη χώρα, όλα αυτά ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο άνθησε και η αισθητική του σινεμά των κανιβάλων. Η πολιτική σκληρότητα, η αποσύνθεση του χιπισμού, η επέκταση της κουλτούρας των σκληρών ναρκωτικών και η κρίση των μεταπολεμικών κοινωνικών συμβιβασμών συμπλήρωναν το καρέ.
Υπάρχει η έκφραση κοινωνικός κανιβαλισμός που νομίζω ότι μας οδηγεί στην πραγματική καρδιά του ζητήματος. Η παιδοφιλία, η όποια άλλη σεξουαλική διαστροφή, είναι η πρόσοψη ή το εξωτερικό σκηνικό που αποσπά απλώς την προσοχή του κοινού. Η ουσία των κανιβαλιστικών σχέσεων δεν είναι σεξουαλική αλλά δεόντως ανερωτική, καθηλωμένη πένθιμα σε μια φαντασίωση κυριαρχίας.
Πάει καιρός όμως που ο κανιβαλισμός έχει μεταφερθεί από τις καλτ ακρότητες και τη φιλολογία των snuff ταινιών στις αστικές γειτονιές. Ένας τροποποιημένος, προσαρμοστικός τρόπος ανθρωποφαγίας. Υπάρχουν αυτοί που τον παράγουν και τον προωθούν αλλά και ένα κοινό που η πιο φτηνή δημοσιογραφία θέλει να του προμηθεύει διαρκώς καινούργιες, φρικτές λεπτομέρειες. Δεν χρειάζονται πια εκείνα τα βαριά, κόκκινα φίλτρα, ούτε εξωτικά πρόσωπα ιθαγενών κι εκείνος ο ιδρώτας που έτρεχε συνήθως ποτάμι στις ταινίες με σκηνικό την ανατολική Ασία ή τους τροπικούς της Νότιας Αμερικής. Στα δικά μας μέρη το σκηνικό των κανιβαλισμών περνάει από γειτονιές και πρόσωπα «της διπλανής πόρτας». Η αληθινή σφαγή παίζεται στο mute και συχνά αναίμακτα, χωρίς τα ποτάμια αίματος που χύνονταν στο σινεμά της φρίκης.
Υπάρχει η έκφραση κοινωνικός κανιβαλισμός που νομίζω ότι μας οδηγεί στην πραγματική καρδιά του ζητήματος. Η παιδοφιλία, η όποια άλλη σεξουαλική διαστροφή, είναι η πρόσοψη ή το εξωτερικό σκηνικό που αποσπά απλώς την προσοχή του κοινού. Η ουσία των κανιβαλιστικών σχέσεων δεν είναι σεξουαλική αλλά δεόντως ανερωτική, καθηλωμένη πένθιμα σε μια φαντασίωση κυριαρχίας. Το έχουμε πει ξανά: η αθλιότητα ξεκινάει από μια εμμονή κυριάρχησης και όχι από κάποιο, υπερχειλίζον τάχα, παιχνίδι των ορμών και της λίμπιντο.
Κάπου εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε το δράμα του Κολωνού, με τους ενορχηστρωτές και τους «πελάτες» του. Σε κοινωνίες όπου θεσμοί προστασίας και το ίδιο το κράτος δεν έχουν βαρύτητα και κύρος, έχει ανοιχτεί χώρος για διαφόρους δυνάστες και προαγωγούς της καθημερινότητας. Η ανεπάρκεια των δομών και μια μηδενική έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς έχουν δώσει αέρα σε «χαρισματικά» (ή δαιμονικά) άτομα και ικανούς αποπλανητές να εμφανίζονται ως από μηχανής θεοί. Και όπως οι μαφίες συχνά καλύπτουν κενά της δημόσιας πρόνοιας (στην Ιταλία έτσι φτιάχτηκε το παράλληλο κράτος στον Νότο), έτσι και οι θηρευτές μικροδυνάστες που κυκλοφορούν γύρω-γύρω ασκούν την εξουσία τους στους ευάλωτους, παίζοντας θεσμικά και κοινωνικά αναγνωρισμένους ρόλους. Γι’ αυτό εξάλλου και το πέρασμά τους από τον άσπιλο ρόλο του εργατικού υπαλλήλου, του επιχειρηματία, του θρησκευόμενου των ταμάτων, του κοινωνικά χρήσιμου πολίτη. Ο μικρο-δυνάστης, ο οποίος προφανώς δεν έχει κανέναν νόμο πέρα από το εγώ του, προσποιείται συχνά ότι είναι με το μέρος του νόμου, ότι είναι με την τάξη ή με την παράδοση.
Αρκεί να θυμηθούμε εδώ ότι ο φασισμός, που υπήρξε πάντα μια ριζική καταστροφή της πολιτικής ζωής, εμφανίστηκε για να εξυγιάνει τάχα την πολιτική ζωή από τις δημοκρατικές της αρρώστιες. Ο κανιβαλισμός των μικρών δυναστών είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός καταδυνάστευσης των αναγκών ή της αδυναμίας ενός άλλου, σε μια σχέση εμφανώς άνιση από κάθε άποψη. Προϋποθέτει μια τοξική σχέση με τον κόσμο: έναν ηδονισμό της κυριαρχίας, έναν ηδονισμό δηλαδή που έχει απόλυτη ανάγκη τον φόβο και την υποταγή του άλλου για να επιβεβαιωθεί ως ψευδής και αυταρχικός (πέρα ως πέρα) «ηδονισμός».
Εκτός από τον κανιβαλισμό των θηρευτών, όμως, έχουμε και τον παράλληλο κανιβαλισμό των θεατών. Καταναλώνουμε, ας πούμε, ιστορίες που διακόπτουν την επικαιρότητα ως ανατριχιαστικά στιγμιότυπα. Και τις καταναλώνουμε αυτές τις ιστορίες ακριβώς όπως εκείνοι οι νέοι πριν από δεκαετίες πήγαιναν στη σκοτεινή αίθουσα για να δουν το «Ολοκαύτωμα των κανιβάλων» κάποιου Ρουτζέρο Ντεονάτο, αηδιασμένοι, τρομαγμένοι μα συγχρόνως περίεργοι για τις απεχθέστερες λεπτομέρειες. Η αηδία πήγαινε μαζί με την περιέργεια και τη βουλιμική αδιακρισία, αυτό είναι άλλωστε το μυστικό της αποπλάνησης του θεατή από παλιούς και νέους κανιβαλισμούς.
Σκέφτομαι πως αν θέλουμε να μειώσουμε την ισχύ των κοινωνικών κανιβαλισμών στη ζωή, πρέπει να ξεμάθουμε και στο «θέαμά» τους. Να μην αναπαράγουμε τη χρήση του αστυνομικού δελτίου για φαιδρά κομματικά tweets. Να αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, την υπεραπλουστευμένη επίθεση και αυτό το (φτηνο)δημοσιογραφικό παιχνίδι που ψάχνει απλώς τη διαρκή δραματοποίηση για να εξαντλήσει και όχι για να ανοίξει πραγματικά το θέμα.
Ο κανιβαλισμός ως κατάσταση νοσηρής κυριαρχίας δεν έχει πια καμιά σχέση με την καλτ αισθητική και τις ακρότητες μιας ρετρό φαντασίας. Και επειδή είναι πιο σοβαρός και ενσωματώνεται σε μπανάλ ανθρώπους και συμπεριφορές, αυτός ο κανιβαλισμός είναι μια ακραία κρίση του κοινωνικού δεσμού. Αποτυπώνει τις συνέπειες της δράσης μικρο-δυναστών που βιάζουν ψυχικά και εκμεταλλεύονται υλικά κάποιον άλλον. Αυτούς τους αλαζόνες και σατραπικούς μικρόκοσμους δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει μια κερκίδα που κραυγάζει υπέρ των μεγαλύτερων ποινών. Μόνο ένα κράτος που βάζει όρια στην εξουσία των ατόμων-κανιβάλων μπορεί να τους περιορίσει. Γιατί είναι το ίδιο το κράτος που έχει αφήσει μεγάλο μέρος της κοινωνικής ζωής σε συσχετισμούς δύναμης διαφόρων μικρών και μεγάλων αφεντικών που δεν δίνουν λόγο σε κανέναν. Από κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε, κάνοντας πραγματικά πιο δύσκολη τη ζωή των κοινωνικά κανίβαλων παντού. Έτσι ίσως θα έπρεπε να κάνουν οι δημοκρατίες, αν θέλουν να σώσουν πολλές ζωές δωδεκάχρονων κοριτσιών μαζί με μια στοιχειώδη ιδέα αξιοπρέπειας και πραγματικής ασφάλειας για όλους τους πολίτες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO