ΕΙΝΑΙ 5:30 ΤΟ ΠΡΩΙ στέκομαι σε ένα πάσο γεμάτο ερείπια στο κέντρο της ισοπεδωμένης ντίσκο. Με τον φακό του κινητού ρίχνω άπλετο φως μέσα στο λεοπάρ τσαντάκι μου, αναζητώντας χαρτάκια, φιλτράκια, πιπάκια, τζιβάνες. Μια παρέα απέναντι με παρατηρεί ανήσυχα, μάλλον τους έχω ξενερώσει με τον φακό. Βγάζω τα χαρτάκια, πέφτουν και δύο προφυλακτικά μαζί. Δεν είχα σκοπό να τα χρησιμοποιήσω, αλλά μου αρέσει να τηρώ την παράδοση. Επίσης, δεν θα μου έρθει ποτέ περίοδος, αλλά στην τσάντα μου μπορεί να βρω ταμπόν. Μου αρέσει να προσφέρω βοήθεια σε δύσκολες στιγμές.
Μια άγνωστη νεαρή κοπέλα δίπλα μου:
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι».
«Δύσκολη ώρα για χρησμούς, μπέμπα».
«Κάτι προσωπικό».
Εκπαιδευμένη σε αυτές τις ερωτήσεις τέτοιες ώρες σε ισοπεδωμένες ντίσκο, μαντεύω ότι θέλει να με ρωτήσει αν είμαι τρανς ή να μου εξομολογηθεί κάτι άκυρο δικό της. Όσο βάζω λιπ γκλος χωρίς καθρεφτάκι, της απαντώ: «Η Κασσάνδρα σχόλασε και ο Απόλλωνας απαιτεί θυσία στον βωμό».
Ένας πρώην μου που τα τελευταία τριάμισι χρόνια έχει γίνει σύζυγος, μπαμπάς και πυροσβέστης. Μου στέλνει και μια dick pic, έτσι για την υπενθύμιση. Από τα θεϊκά κορμιά της «Ορέστειας» του Τερζόπουλου προσγειώνομαι στην μπάρα του Βάγγου.
Συνεχίζει:
«Μπορεί να σου φανεί χαζή η ερώτηση».
«Ας μην υποτιμάμε τη νοημοσύνη των Θεών τέτοια ώρα».
Την έτζασα χωρίς ενοχές, προσφέροντάς της ένα προφυλακτικό και ένα ταμπόν για παν ενδεχόμενο.
Η ατμόσφαιρα στην ντίσκο μυρίζει ντουμάνι φρυκτωρίας, αλκοόλ, LSD και ετεροκανονική διασκέδαση με μια δόση «disco partizani» στα ηχεία και καύλα στα ρηχά νερά. Βλέμματα, λικνίσματα, χαμόγελα, όλα από απόσταση ασφαλείας. Στην πίστα ένα πλήθος φασέων όλων των ηλικιών μετά το διπλό sold out αριστούργημα του Αισχύλου χορεύουν εκστασιασμένα κάτι σαν ρεγκετόν-τσάμικο, το «Αριστούργημα» της Φουρέιρα.
Θυμάμαι μια παραμονή 28ης Οκτωβρίου στο αφτεράδικο Fou στο Γκάζι. Ήταν ντάλα μεσημέρι έξω όταν ο DJ αποφάσισε να μας διώξει παίζοντας το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Αντισταθήκαμε χορεύοντας σαν να περνούσαμε οντισιόν για το Λύκειο των Ελληνίδων.
Πίσω στην ισοπεδωμένη ντίσκο οι παντόφλες κάνουν κρότο στο dance floor. Κατά βάθος ζηλεύω αυτή την άνεση στα ξενυχτάδικα, συνήθως παραπατάω μεθυσμένη πάνω σε δεκάποντα με ένα ποτήρι σφηνωμένο στο ντεκολτέ. Μετρώντας τα κουράγια μου, αποφασίζω να διανύσω την απόσταση μέχρι το μπαρ. Ανάμεσα στα κορμιά που προσπερνάω ένα νεαρό άγνωστο αγόρι μού πιάνει το χέρι και μου ψιθυρίζει κάτι ανάμεσα σε «μπράβο» και «cis straight άνδρας». Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, αλλά φλυαρώ μαζί του όπως κάνω πάντα στις ουρές των μπαρ, των σούπερ μάρκετ κ.λπ. Συνειδητοποιώ ότι πριν από δέκα χρόνια αυτήν τη γλώσσα τη μιλούσαμε ελάχιστα άτομα στην Αθήνα και τώρα υποψιάζομαι ότι λειτουργεί ως «δόλωμα».
Εγώ και η βότκα μου περιπλανιόμαστε ανάμεσα σε spank από άγνωστες χερούκλες και χειραψίες με γνωστούς από την Αθήνα. Έχω τρακάρει πάνω από είκοσι άτομα και δεν είναι πια έκπληξη, είναι σχεδόν απογοήτευση. Πουθενά δεν μπορώ να ξεφύγω από το μάτι τους το καλιαρντό!
Η ζέστη είναι αφόρητη και η βότκα μού άνοιξε την όρεξη για παγωμένο καρπούζι και δροσερά φιλιά. Σκάει dm στο insta από ψεύτικο προφίλ, σαν αυτά που διαθέτουν όλοι οι πολυγαμικοί που δεσμεύτηκαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων στη μονογαμία.
«T kns kvl m?»
Ένας πρώην μου που τα τελευταία τριάμισι χρόνια έχει γίνει σύζυγος, μπαμπάς και πυροσβέστης. Μου στέλνει και μια dick pic, έτσι για την υπενθύμιση. Από τα θεϊκά κορμιά της «Ορέστειας» του Τερζόπουλου προσγειώνομαι στην μπάρα του Βάγγου. Παρεμπιπτόντως, δεν μου δήλωσε ποτέ «cis straight» ούτε εγώ του δήλωσα ποτέ «queer trans και παν». Θα κρατήσω τον «μεζέ» ζεστό, θα τον καυλαντίσω λίγο και μετά θα του πω ότι είμαι εκτός Αθήνας.
Θέλω να βάλω γυαλιά ηλίου, να σπρώξω ηρωικά τη βαριά πόρτα «exit» και να διακτινιστώ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είναι επτά το πρωί και μου λείπει η μυρωδιά της φρεσκοψημένης βουτυρένιας σφολιάτας. Μου λείπει το γατί μου. Το ταξί μου. Το γοριλάκι μου. Και ο Ρομά καρπουζάς με την καρότσα που πάντα σχολιάζει:
«Μόνη σου θα το πάρεις; Το καρπούζι πρέπει να το κουβαλάει ο άντρας στο σπίτι».
Την επόμενη φορά δεν θα του πω ότι «ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ», θα του πω αυτά που έμαθα στην Επίδαυρο. Ότι ο Ορέστης δεν κουβαλάει καρπούζια γιατί είναι ο ευνοημένος της θεάς Αθηνάς και όλων των θεών του Ολύμπου. Εδώ αθωώθηκε για τη μητροκτονία της Κλυταιμνήστρας, θα καταδεχτεί να κουβαλήσει το δικό μου καρπούζι από τον Άρειο Πάγο στην Κυψέλη;