Γιώργος Αρμένης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, Στεφανία Γουλιώτη, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Κιμούλης, Λένα Κιτσοπούλου, Λυδία Κονιόρδου, Στάθης Λιβαθινός, Δημήτρης Λιγνάδης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Αμαλία Μουτούση, Γιάννης Μπέζος, Μανουέλλα Παυλίδου, Εύα Νάθενα, Μαρία Ναυπλιώτου, Λευτέρης Παυλόπουλος, Δημήτρης Πιατάς, Κώστας Τσιάνος, Πέτρος Φιλιππίδης, Διονύσης Φωτόπουλος, Αιμίλιος Χειλάκης: Για πρώτη φορά τόσοι σημαντικοί και δημοφιλείς καλλιτέχνες και διανοούμενοι ανταποκρίνονται στην πρόσκληση της «Ελληνογερμανικής Αγωγής» προσφέροντας απλόχερα τις ανέκδοτες προσωπικές μαρτυρίες τους, με σκοπό τη δημιουργία ενός πρωτότυπου θεατρικού λευκώματος, με στίγμα ιστορικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό.
Πότε και για χάρη ποιας διασημότητας ηλεκτροδοτήθηκε το Λυγουριό; Ποιο φαγητό άρεσε στην Κατίνα Παξινού να σερβίρει η ίδια στους άλλους ηθοποιούς; Ποιοι τραγωδοί μετά τις πρόβες ξενυχτούσαν παίζοντας σκάκι ή παντομίμα; Ποια περίοδο υπήρξε «άβατο» η ταβέρνα «Λεωνίδας» και για ποιους; Τι είχαν ζητήσει ο Σπύρος Ευαγγελάτος και ο Κώστας Τσιάνος από τους ηθοποιούς τους, σε περίπτωση που κάποιοι συντηρητικοί θεατές αποφάσιζαν να αντιδράσουν στις –τολμηρές για την εποχή– θεατρικές προτάσεις τους; Πώς είχε επικρίνει ο Αλέξης Μινωτής σε μια πρόβα τον νεαρό μαθητή του Δημήτρη Λιγνάδη; Ποια σπουδαία τραγωδός δέχτηκε ν' αρχίσει η πρόβα πιο αργά, για να παρακολουθήσουν οι νέοι του χορού το Ευρωμπάσκετ; Γιατί η Αμαλία Μουτούση διέκοψε στην πρεμιέρα της παράστασης του Λευτέρη Βογιατζή τον κομμό της Αντιγόνης και ξάπλωσε για λίγο μπροστά στους θεατές;
Σκοπός της έκδοσης αυτής είναι να αποτελέσει τεκμήριο της διαχρονικής αλληλοϋποστήριξης της πνευματικής προσπάθειας και του καθημερινού μόχθου, με σκηνικό ιστορικές καλλιτεχνικές στιγμές στο κορυφαίο αρχαίο θέατρο του κόσμου.
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις άγνωστες πτυχές, που έρχονται στο φως για πρώτη φορά μέσα από τις απολαυστικές αφηγήσεις 26 καταξιωμένων ανθρώπων του θεάτρου. Ιστορίες γεμάτες από συγκίνηση αλλά και χιούμορ, που τις έζησαν οι ίδιοι στη διάρκεια έξι δεκαετιών συμμετέχοντας στις παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο.
Η πρωτοβουλία της έκδοσης και η παραγωγή της ανήκει στην «Ελληνογερμανική Αγωγή». Με την πεποίθηση ότι η παιδεία και ο πολιτισμός συνδέονται στην ταυτότητα ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού οργανισμού, η «Ελληνογερμανική Αγωγή» μέσα από την έκδοση αυτή επιδιώκει να αναδείξει την έγνοια της κοινωνίας της Επιδαύρου για τον τόπο της και την ιστορία του, όσο και τον αγώνα και την αγωνία του θεατρικού κόσμου απέναντι στο δημιουργικό του έργο.
Οι περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου έχουν ως επίκεντρο την αυλή του «Λεωνίδα». Οικοδέσποινα της ονομαστής ταβέρνας μαζί με τους δύο γιους της, Νίκο και Γιώργο Λιακόπουλο, η Κάκια Λιακοπούλου ιστορεί τους σταθμούς ζωής αυτών των 60 χρόνων μαζί με την ευρύτερη οικογένεια των καλλιτεχνών τιμώντας τη μνήμη του Λεωνίδα Λιακόπουλου. Η έκδοση είναι εμπλουτισμένη με δεκάδες από τις ιστορικές φωτογραφίες με τα αυτόγραφα και τις αφιερώσεις των πρωταγωνιστών στους τοίχους του εστιατορίου, τις οποίες η «Ελληνογερμανική Αγωγή» ψηφιοποίησε αποκλειστικά για την παρούσα έκδοση.
Σκοπός της έκδοσης αυτής είναι να αποτελέσει τεκμήριο της διαχρονικής αλληλοϋποστήριξης της πνευματικής προσπάθειας και του καθημερινού μόχθου, με σκηνικό ιστορικές καλλιτεχνικές στιγμές στο κορυφαίο αρχαίο θέατρο του κόσμου. Στιγμές που έχουν σφραγίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων και τις οποίες φυλάσσουν πολύτιμες στη μνήμη τους σημαντικοί σκηνοθέτες, ηθοποιοί κ.ά., οι οποίοι και ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους στον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη.
Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη προλογίζοντας το λεύκωμα επισημαίνει: «Αυτή η πρωτότυπη μελέτη, στην οποία καταγράφεται ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, ανοίγει ένα τεράστιο παράθυρο μπροστά στα μάτια μας, για να δούμε το καθημερινό πρόσωπο εκείνων που στο θέατρο της Επιδαύρου ποιούν ήθος».
To λεύκωμα διατίθεται από την «Ελληνογερμανική Αγωγή» χωρίς χρέωση σε περιορισμένο αριθμό σε έντυπη μορφή. Θα είναι επίσης διαθέσιμο διαδικτυακά στη διεύθυνση www.ea.gr.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ
Ο ιδανικός μας τόπος
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι την οικογένειά μου στην Επίδαυρο. Όταν ήμασταν παιδιά, οι γονείς μας νοίκιαζαν δυο διπλανά μπάνγκαλοουζ στο «Ξενία». Ο πατέρας μου έμενε ως το ξημέρωμα στο θέατρο για τον φωτισμό της παράστασης που ετοίμαζε. Ετσι, επιστρέφοντας, απέφευγε να ξυπνήσει τη μητέρα μου, που συγκέντρωνε δυνάμεις για τον ρόλο που είχε να αντιμετωπίσει. Σε ένα τρίτο δωμάτιο κοιμόμασταν ο αδελφός μου και εγώ με τον παππού και τη γιαγιά. Ήταν μια οικογενειακή υπόθεση, αλλά και κάτι πέρα από αυτό, κάτι μαγικό.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να κοιτάζει κάποτε ανήσυχος τα σύννεφα που έρχονταν απ' το Κρανίδι και να αγωνιά μήπως μια μπόρα θα κατέστρεφε τους κόπους τόσων μηνών, τόσων ανθρώπων. Ένιωθα ότι όλα ήταν μετέωρα, τόσο μεγαλύτερα από τις δικές μας, μικρές δυνάμεις. Και έπειτα, πάλι ξεχνιόμουν παίζοντας ανάμεσα στα πεύκα, δίπλα στο μνημείο.
Όλα με οδηγούσαν στο θέατρο. Μόλις έξι χρονών, άκουσα από τους γονείς μου ότι χρειαζόταν ένα παιδάκι για τα βουβά ιντερμέδια στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου και ζήτησα να παίξω εγώ στην επανάληψη της παράστασης στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας. Όμως, ο ιδανικός μας τόπος ήταν πάντα η Επίδαυρος. Εκεί μοιραζόμασταν το μεγαλύτερο καρδιοχτύπι, ιδίως της μητέρας μου πριν από την πρεμιέρα. Εκεί και τη μεγαλύτερη συγκίνηση, όταν χιλιάδες θεατές στο κατάμεστο θέατρο χειροκροτούσαν. Θυμάμαι ύστερα να καταφθάνουμε στου «Λεωνίδα» και όλο το μαγαζί να χειροκροτά και πάλι- απίστευτη συγκίνηση, αλλά και τεράστια ντροπή για την παιδική μου συστολή. Έτρεχα με λαχτάρα, να δω τις φωτογραφίες των ηθοποιών στους τοίχους και, αργότερα, αν είχε μετακινηθεί κάποια που απεικόνιζε τους γονείς μου, θυμάμαι τη στενοχώρια μου ώσπου να την εντοπίσω σε άλλο σημείο, λίγα μέτρα παρακάτω.
Στου «Λεωνίδα» γεννήθηκαν έρωτες, αλλά και ξέσπασαν τεράστιοι τσακωμοί. Θυμάμαι σπουδαίους καλλιτέχνες να κάθονται σε διπλανά τραπέζια και να μη μιλιούνται. Αλλά και γέλια και ξενύχτια και ωραίες ιστορίες στα μπροστινά τραπέζια του πεζοδρομίου, στην «παραλία».
Σ' αυτό το ιδιότυπο θεατρικό μουσείο βρίσκαμε πάντα σπιτικό φαγητό και μια ανθρώπινη αγκαλιά. Την αληθινή έγνοια και το ζεστό χαμόγελο του Λεωνίδα και της Κάκιας, του Νίκου, του Γιώργου και των οικογενειών τους.
Ως το τέλος της ζωής του, ο πατέρας μου αφηγούνταν με πολλή τρυφερότητα και ρομαντική εξιδανίκευση ότι σ' ένα γλέντι στου «Λεωνίδα» τους είχε ενώσει, στα νιάτα τους, ένα βλέμμα βαθύτερης υπόσχεσης με τη μητέρα μου. Και δεν θα ξεχάσω πώς το 2005 στην κηδεία της, με χτύπησε ξάφνου η πιο βαθιά συγκίνηση, μόλις είδα την οικογένεια Λιακόπουλου, που είχε έρθει να την αποχαιρετήσει. Ένιωσα πόσο δεμένοι είμαστε.
Όταν έκανα με την «Άλκηστη» την πρώτη μου σκηνοθεσία στην Επίδαυρο, πάλι μαζί τους μοιράστηκα την αγωνία μου και τη χαρά μου. Και πάλι εκεί λαχταρώ να επιστρέφω. Γιατί αυτό είναι για μένα η οικογένεια Λιακόπουλου και η φιλόξενη εστία της: Μια ανθρώπινη επαφή που λειτουργεί συμπληρωματικά με την παράσταση στο αρχαίο θέατρο, η επιστροφή σε μια διαχρονική αγκαλιά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ
Ιστορικό διόδιο του θεάτρου
«Εδώ είναι το χωριό Λυγουριό», είπε ο πατέρας μου και, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, ο αδελφός μου κι εγώ σκάσαμε στα γέλια. Ήμασταν παιδιά και για κάποιον λόγο το όνομα μας φάνηκε αστείο. Εκείνη την εποχή είδα για πρώτη φορά παράσταση στο αρχαίο θέατρο, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» με τον Μινωτή. Ήμουν μόλις δέκα χρονών, αλλά ενθουσιάστηκα, ίσως γιατί ο πατέρας μου είχε κιόλας φροντίσει να φτιάξει γύρω μας ένα εικονοστάσι με τους μεγάλους της ποίησης, χωρίς ωστόσο να μας τους επιβάλλει.
Τότε, περνούσαμε όλα μας τα καλοκαίρια στην Παλιά Επίδαυρο. Πριν γίνει η επιχωμάτωση, η θάλασσα έφτανε ως εκεί που βρίσκονται σήμερα οι καφετέριες. Νοικιάζαμε ένα σπίτι και πηγαίναμε συνήθως σ' ένα κέντρο που λεγόταν «Ο Παράξενος». Ύστερα ήρθε η εφηβεία, τα σέβεντις, οι έρωτες και βεβαίως οι παλιές ντισκοτέκ, οι Εσπερίδες, οι λεγόμενες Πορτοκαλιές και κατόπιν το Καπάκι. Ουρές τα αυτοκίνητα, έκλειναν το στενό δρομάκι έξω από το μαγαζί, όπου άνοιγαν τις σαμπάνιες με κιβώτια και άνθρωποι από κάθε κοινωνική τάξη χόρευαν παρέα έως το ξημέρωμα. Και βέβαια, στο Λυγουριό πηγαίναμε στου «Λεωνίδα».
Η πρώτη εικόνα που ανακαλώ είναι τού Αλέξη Μινωτή στο γωνιακό τραπέζι του μ' ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο βαλμένο σαν πετσέτα γύρω από τον λαιμό του. Δεν φανταζόμουν ακόμα ότι θα τον είχα δάσκαλο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Και τι δάσκαλο!
Εκείνα τα χρόνια οι σκηνοθέτες ήταν πολύ αυστηροί. Δεν συζητούσες με τον σκηνοθέτη, εκτελούσες. Ειδικά ο Μινωτής ήταν αυστηρότερος όλων, ακόμα και αν σε είχε επιλέξει με αγάπη. Κάποτε διέκοψε τη δοκιμή και με ρώτησε: «Λιγνάδη, ποιους καθηγητές έχεις στη σχολή;» Του απάντησα. «Μόλις τελειώσει η πρόβα, θα πας να τους βρεις έναν-έναν και θα τους πεις εκ μέρους μου ότι έχουν αποτύχει». Είχα στοιχηματίσει από μέσα μου πως, ό,τι και αν έκανε, δεν επρόκειτο να λυγίσω. Τον θαύμαζα και τον αγαπούσα, όπως όλοι.
Στην Επίδαυρο πρωτοέπαιξα πολύ μικρός – ήδη από τον πρώτο χρόνο στη Δραματική Σχολή. Μετά από κάθε πρόβα, ερχόμουν πεινασμένος στου «Λεωνίδα» και διάλεγα πάντα κοτόπουλο με πατάτες. Οι προτιμήσεις μου εποίκιλαν με τα χρόνια, η αφοσίωσή μου στο μαγαζί μένει ακλόνητη. Είναι μια από τις παράπλευρες ωφέλειες της Επιδαύρου. Εκεί έχουμε γιορτάσει επιτυχίες και έχουμε παρηγορηθεί για αποτυχίες, με την ωραία προτομή του Φωτόπουλου να μας υποδέχεται στην ίδια πάντα κομβική θέση.
Η οικογένεια Λιακόπουλου είναι μια απλή, ελληνική και συγχρόνως ιστορική για το θέατρο οικογένεια. Το μαγαζί της ανήκει στη ζωντανή παράδοση του αρχαίου δράματος. Θα ήθελα να κρατήσει τον αυθεντικό του χαρακτήρα, την ίδια αξιακή επιλογή για τις φωτογραφίες που κρεμά, να παραμείνει ένα είδος ιστορικού διοδίου, να μη γίνει πιο μαζικό απ' ό,τι του αξίζει. Και, γνωρίζοντας τους γιους του Λεωνίδα, είμαι βέβαιος ότι έτσι θα συνεχίσει.
ΑΜΑΛΙΑ ΜΟΥΤΟΥΣΗ
Αντιγόνη με την ενέργεια των θεατών
Προσκεκλημένη. Έτσι νιώθω πάντοτε στο μαγαζί της οικογένειας Λιακόπουλου, που είναι και δική μας οικογένεια, των ηθοποιών. Ο Λεωνίδας ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ευγενικός, με εσωτερική γαλήνη, με αίσθηση του μέτρου, και κληροδότησε αυτές τις αρετές του στα παιδιά και τα εγγόνια του, μηδενός εξαιρουμένου. Και μας βοηθούν τόσο στις δύσκολες, τις άγριες ημέρες της προσπάθειας μπροστά σε έναν μεγάλο ρόλο.
Η ψυχική και η σωματική προετοιμασία πάνε μαζί. Το νευρικό μας σύστημα δεν πρέπει να είναι ταραγμένο. Αλλιώς, μεταδίδουμε στην ερμηνεία τη δική μας ταραχή, όχι του ρόλου. Δεν είναι εύκολη μια τέτοια ισορροπία μετά τη συσσωρευμένη ένταση που προκαλούν οι πρόβες. Το τοπίο της Επιδαύρου έχει και πολλή υγρασία και πρέπει να προσέχουμε μην τραυματιστεί, μην «κλείσει» η φωνή μας. Ο χώρος, βέβαια, είναι μαγευτικός.
Παλιά μπορούσαμε ακόμα να μένουμε στο «Ξενία». Να ξυπνάμε το πρωί και να μοιραζόμαστε την ενέργεια του μνημείου. Όταν έκλεισε το ιστορικό ξενοδοχείο, άρχισα να μένω στο κοντινό «Άβατον», για να μπορώ να περπατώ ως το θέατρο. Ειδικά με τον Λευτέρη Βογιατζή πηγαίναμε από το μεσημέρι, πριν φύγουν οι τουρίστες. Εφοδιασμένοι με παγούρια και πετσέτες, βρίσκαμε καταφύγιο στη σκιά των δέντρων και αρχίζαμε την πρόβα μας. Όταν επρόκειτο για παράσταση δική του ή του Μιχαήλ Μαρμαρινού, έμενα συχνά μαζί τους ως το επόμενο ξημέρωμα βοηθώντας να σταμπιλαριστεί ο φωτισμός.
Το άγχος με συνόδευε έως την παράσταση. Στην πρεμιέρα της πρώτης «Αντιγόνης» που παίξαμε με τον Βογιατζή, την ώρα του κομμού της ηρωίδας, δεν μπορούσα να ερμηνεύσω το κείμενο στον ρυθμό που είχε επιλέξει ο Σπύρος Σακκάς. Με δυσκόλευε πολύ σωματικά και αναπνευστικά. Στη διάρκεια της παράστασης, ο Λευτέρης, που υποδυόταν τον Κρέοντα, με κοίταζε καθισμένος σε μια από τις υπέροχες πέτρες που είχε φτιάξει η Χλόη Ομπολένσκι για το σκηνικό. Αισθανόμουν ότι με ελέγχει και αυτό αύξανε το άγχος μου. Δεν μπορούσα πια να ανασάνω!
Ξάφνου, σταμάτησα τον κομμό. Ένιωθα ότι είχα αποκοπεί από τους ανθρώπους στους οποίους έπρεπε να μεταδώσω τον λόγο και ήθελα να μοιραστώ την ενέργειά τους. Έφυγα από τη θέση μου, σχεδόν βγήκα από τη σκηνή και πλησίασα τους θεατές. Μόλις έφτασα πολύ κοντά τους, ξάπλωσα και έμεινα ανάσκελα δυο, ίσως τρία λεπτά, έναν αιώνα. Ένιωσα ένα «παραξένισμα» ανάμεσά τους, αλλά νομίζω ότι αυτό λειτούργησε θετικά ώστε να μοιραστούν κάτι που έγινε και για εκείνους πολύ πραγματικό. Μετά σηκώθηκα και συνέχισα τον ρόλο – δεν ξέρω πώς ξαναβρήκαμε τη μουσική συνέχεια. Επιστρέφοντας μάλιστα στη θέση μου συνάντησα ξανά το βλέμμα του Λευτέρη: δεν είχε αναστατωθεί, αντίθετα τον γλύκανε αυτό που συνέβη.
Ίσως σήμερα το κλίμα της Επιδαύρου είναι πιο κοινωνικό, πιο εξωστρεφές. Όμως, οι ηθοποιοί που έχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους, που πρέπει να σηκώσουν την παράσταση, πάντα βρίσκουν τρόπους να απομονωθούν στην προετοιμασία τους. Μήπως αυτό δεν ζητά η εποχή μας; Να μπορείς, σ' αυτό το σκόρπισμα, να κρατάς το δικό σου κέντρο. Μετά από τόσα χρόνια που πηγαίνω στην Επίδαυρο, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα αποσυνδέσω την προετοιμασία μου, ότι θα χάσω την ψυχολογική στήριξη που μου προσφέρει η οικογένεια του Λεωνίδα.
σχόλια