[Aπό την Κορίνα Φαρμακόρη]
Ο Σωτήρης Χαρίδημος γεννήθηκε το 1941 και είναι γιος του μεγάλου καραγκιοζοπαίκτη Χρήστου Χαρίδημου και αδελφός του επίσης σημαντικού καραγκιοζοπαίκτη Γιώργου Χαρίδημου. Αν και δεν έγινε ποτέ επαγγελματίας, η αγάπη του για την τέχνη του Θεάτρου Σκιών τον έκανε να συλλέξει έναν τεράστιο αριθμό από ντοκουμέντα και αντικείμενα σχετικά με τον Καραγκιόζη και την ιστορία του, τα οποία δώρισε στον Δήμο Αθηναίων. Το Μουσείο-Θέατρο Σκιών Χαρίδημος στεγάζεται στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα» στην οδό Ηρακλειδών 66, στο Θησείο, και είναι ανοικτό από Τρίτη έως Σάββατο (10:00-20:00) και Κυριακή (10:00-14:00). Τον συναντήσαμε εκεί και μοιραστήκαμε μαζί του τις αναμνήσεις τριών γενεών.
Ο πατέρας μου, Χρήστος Χαρίδημος
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1895 στον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί πρωτοείδε το 1910 Καραγκιόζη από τον πρώτο καραγκιοζοπαίκτη, τον Χρήστο Λεβέντη, που έπαιζε στην πλατεία, στο Μικρό Ζάππειο, όπως το έλεγαν. Αυτός ήτανε σε ένα μπουλούκι, όπου έπαιζαν θεατρικά, κουκλοθέατρο και Καραγκιόζη. Εντυπωσιάστηκε πολύ από το Θέατρο Σκιών, φυτεύτηκε μέσα του ο σπόρος και σιγά-σιγά έφτασε στο σημείο να πει στη μάνα του ότι δεν ήθελε να πάει σχολείο αλλά να γίνει καραγκιοζοπαίκτης. Ο πατέρας μου είχε τέσσερις αδελφές: οι δύο ήταν δασκάλες και η μεγαλύτερη τού έσκιζε τους Καραγκιόζηδες. Εκείνος έπαιρνε κάρβουνο και ζωγράφιζε στις μαλτεζόπλακες της αυλής. Εγκατέλειψε το σχολείο και την τέχνη του σιδερά. Ήταν τελείως αγράμματος, ούτε το όνομά του δεν ήξερε να γράφει. Έμαθε να το ζωγραφίζει και κάποιες φορές υπέγραφε ως «Χασίδημος»…
Ο πατέρας του, που ήταν καπνοδοχοκαθαριστής στο παλάτι, όπως και ο παππούς του, είχε πεθάνει και κάποια στιγμή η μάνα του αποφάσισε, πια, να τον αφήσει να κάνει ό,τι ήθελε. Απέναντι από το σπίτι του ήταν ένας μπακάλης. Τον καιρό εκείνο ήταν πολύ δύσκολο να βρεις χαρτόνι και ο πατέρας μου, που δεν είχε χρήματα, του ζητούσε τις άδειες κούτες από τα εμπορεύματα κι έφτιαχνε φιγούρες. Έβαζε ένα σεντόνι στην αυλή τους, που είχε σαράντα γλάστρες με βασιλικά, κι έπαιζε Καραγκιόζη με εισιτήριο. Την πρώτη του παράσταση σε μαγαζί την έδωσε στην πλατεία Βικτωρίας, που τότε λεγόταν Κυριακού, στο καφενείο του Ιωάννη Καγκελλάριου. Πέταξε φέιγ βολάν με το όνομά του, Χρήστος Χαρίτος. Ο ξάδελφός του, ο στρατοδίκης, πήγε και τον βρήκε στην πλατεία και απαίτησε να αλλάξει το επώνυμό του, γιατί ντρόπιαζε την οικογένεια. Από τότε αλλάζει το Χαρίτος σε Χαρίδημος. Εγώ και τα πέντε αδέλφια μου κρατήσαμε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πατέρα μας. Μας αποκαλούσαν «Χαριδημάκια» – το κρατάει κι ο γιος μου, που έχει αναλάβει να συντηρεί τις φιγούρες.
Έχοντας πλέον αποφασίσει να γίνει καραγκιοζοπαίκτης, πήγε στη Δεξαμενή όπου έπαιζε ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός καραγκιοζοπαίκτης, αλλά δεν ήταν τόσο καλός φιγουροποιός. Όταν εκείνος είδε τα σχέδια του πατέρα μου, τον πήρε για βοηθό του – ήταν τότε δεκαέξι ετών. Μετά πήγε στα Μέθανα όπου έκανε τις πρώτες του τριάντα παραστάσεις. Όταν γύρισε, ο Θεοδωρόπουλος είχε φύγει για την Αμερική, όπου έμεινε είκοσι πέντε χρόνια. Άρχισε να παίζει σε όλη την Αθήνα και κάποια στιγμή πηγαίνει στο Πασαλιμάνι, στο Θέατρο Διονυσιάδη, για σαράντα παραστάσεις και γίνεται χαμός!
Αποφασίζει ότι του πάει ο Πειραιάς και ξεκινάει να εγκατασταθεί εκεί. Μια μέρα, καθώς ετοίμαζε το θέατρο στο Πασαλιμάνι και ζωγράφιζε απ’ έξω, πέρασε ένας δάσκαλος από τη Ράλλειο Σχολή και του ζήτησε να του ζωγραφίσει τον Ερμή. Ο πατέρας μου δεν ήξερε ποιος ήταν ο Ερμής. Ο δάσκαλος τού είπε ότι ήταν ο θεός των εμπόρων, των κλεπτών και ταχυδρόμος και ο πατέρας μου, που ήταν εμπορικό μυαλό, αποφάσισε να ονομάσει το θέατρο «Ερμής». Σε κάθε παράσταση είχε κι ένα δώρο, μια τσατσάρα. Σκοτωνόντουσαν ποιος θα πάρει την τσατσάρα! Άλλες φορές έδινε μια οδοντόπαστα «Σμαλτοδόντ», η οποία φτιαχνόταν σε ένα εργοστάσιο μέσα στο Πασαλιμάνι! Κάποια στιγμή γκρεμίσανε μια εκκλησία και μας έδωσαν τους πάγκους. Τους βάλαμε μπροστά, να κάθονται τα παιδάκια.
Τους έξι μήνες που δεν έπαιζε Καραγκιόζη, ήταν στην ταβέρνα που είχε ανοίξει δίπλα στο θέατρο. Εκεί ερχόταν ο Τσαρούχης, ο Βαμβακάρης, ο Μπαγιαντέρας, ο Χιώτης, ο Μπάτης, oοποίος έβγαζε και πιατάκι. Ο Τσαρούχης, βλέποντας μια φρουτιέρα με μήλα που είχε ζωγραφίσει, του έλεγε: «Βρε Χρήστο, αυτό το μήλο θέλω να το φάγω!». Με το θέατρο και το καφενείο ο πατέρας μου έβγαλε πολλά χρήματα. Καλοπάντρεψε τις αδελφές του και μεγάλωσε έξι παιδιά. Είχε φτιάξει το «μάτι του καραγκιοζοπαίκτη» στη σκηνή, το άνοιγε κι έβλεπε το κοινό, να δει αν «βγήκε η φασολάδα». Μέσα σε μία σεζόν έκοψε 35.000 εισιτήρια! Ο Καραγκιόζης ήταν η διασκέδαση του λαού. Είχε πάντα πολύ κόσμο, γι’ αυτό και έπαιζε σε μόνιμα θέατρα, ποτέ σε πλατείες. Αντίθετα, όποιον πήγαινε στα βουνά, σε χωριά, να δώσει παραστάσεις, τον αποκαλούσαν «Προφήτη Ηλία»! Επί τριάντα πέντε χρόνια λειτουργούσε ο Ερμής, μέχρι το 1957, που βγήκε νόμος να γκρεμίζονται οι «ασκεπείς χώροι», όσοι χώροι, δηλαδή, ήταν πρόχειρα καλυμμένοι με λαμαρίνες κ.λπ.
Στον Ερμή ερχόταν ο Σκαρίμπας κι έδειχνε στον πατέρα μου τις φιγούρες που έφτιαχνε ο ίδιος. Μια φορά –ήμουν μικρός–, τον είχα βάλει πίσω από τη σκηνή κι ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με τον Κατσαντώνη, επειδή δεν προσκυνούσε τον Αλή Πασά και γελούσε, ενώ του έσπαγαν το πόδι με το αμόνι, που άρχισε να φωνάζει: «Γεια σου, ρε Κατσαντώνη! Γεια σου, ήρωά μου!». Ο πατέρας μου θύμωσε και παραλίγο να την πληρώσω εγώ. Ο Σκαρίμπας του ζήτησε συγγνώμη, του είπε ότι ενθουσιάστηκε από το παίξιμό του. Από τότε δεν με άφησε να ξαναβάλω κανέναν στη σκηνή.
Στο Θέατρο Σκιών είχαμε και τραγουδιστή, κάναμε και ηχητικά εφέ. Κάθε βράδυ, πριν ξεκινήσει η παράσταση, καταβρέχαμε το πάλκο για να μη σηκώνεται σκόνη όταν χτυπούσαν τα πόδια. Όποιος δεν έχει παίξει καλοκαίρι κάτω από τις λάμπες με πενήντα βαθμούς, δεν ξέρει τι είναι Θέατρο Σκιών. Από τριών χρονών θυμάμαι τον πατέρα μου να με παίρνει στην αγκαλιά του μετά την παράσταση, να στάζει ολόκληρος από τον ιδρώτα –άλλαζε τρεις φανέλες σε κάθε παράσταση– και να με ρωτάει: «Σωτηράκο μου, πώς την είδες την παράσταση;». Αυτός είναι ο καλλιτέχνης! Μας ρωτούσε όλους για να μπορεί να διορθώσει κάτι, αν χρειαζόταν. Τις φιγούρες του κάθε δύο-τρία χρόνια τις χάριζε σε άλλους καραγκιοζοπαίκτες κι έφτιαχνε καινούργιες. Το παρατσούκλι του ήταν «κεφάλας», επειδή συνέχεια κάτι σοφιζόταν, δεν ησύχαζε ποτέ. Όλοι όσοι έγιναν μεγάλοι καλλιτέχνες, έγιναν μέσα από τη φτώχεια και τις δυσκολίες.
Ο αδελφός μου, Γιώργος Χαρίδημος
Ο αδελφός μου, ο Γιώργος, έπαιζε για χρόνια με τον πατέρα μου στο θέατρο Ερμής κι έπειτα μόνος του. Όταν αυτό γκρεμίστηκε, πήγε στην Κυανή Ακτή, στην Πειραϊκή, για τρία χρόνια – την γκρέμισαν κι αυτή. Μετά, στο θέατρο Χρυσοστομίδη, στα Ταμπούρια, για άλλα τρία χρόνια – γκρεμίστηκε κι αυτό! Έτσι, πήγε στην Πλάκα κι έφτιαξε το Φανάρι του Διογένη, το δικό του θέατρο, στο οποίο δούλεψε για δεκαοκτώ χρόνια. Ό,τι είχε φτιάξει ο πατέρας μου στον Πειραιά, ο Γιώργος το πέτυχε στην Πλάκα. Πήγαινα κι εγώ και τον βοηθούσα, κινούσα τις φιγούρες. Ο Γιώργος είχε βυζαντινή φωνή, ήταν πιο δραματικός. Όταν έκλαιγε ο Καραγκιόζης, μπορεί να έκλαιγε κι εκείνος. Συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης στην παράσταση του Σκούρτη Ο Καραγκιόζης παραλίγο Βεζύρης – έπαιζε στην αρχή της παράστασης και στο τέλος. Συνεργάστηκε και με τον Μποστ. Ο αδελφός μου έλεγε: «Η πείνα με έκανε καλλιτέχνη».
Εγώ, ο Σωτήρης Χαρίδημος
Εγώ δεν είμαι ο καραγκιοζοπαίκτης ο επαγγελματίας. Η δουλειά μου ήταν άλλη. Ξέρω όμως να παίζω, να ζωγραφίζω, να γράφω σενάρια, ξέρω τα πάντα. Το κάνω πιο ευχάριστα, γιατί είχα όλες τις ανέσεις. Είχα δυο δασκάλους, τον πατέρα και τον αδελφό μου. Δάσκαλός μου ήταν και ο αγιογράφος Φώτης Ράμμος, που ήταν κουμπάρος του πατέρα μου. Η πρώτη επίσημη επαφή μου με την τέχνη ήταν στα δεκατρία μου, όταν ζωγράφισα την αφίσα για την παράσταση Ο Καραγκιόζης στη Σαντορίνη, που θα παιζόταν εκεί. Ο πατέρας μου συνήθιζε να προσαρμόζει τον Καραγκιόζη στο μέρος όπου θα παιζόταν η παράσταση. Σκόπευε να με κάνει σκηνογράφο, ήρθε όμως ο κινηματογράφος και το επάγγελμα άρχισε να περνάει κρίση. Τότε μας είπε να αμοληθούμε να βρούμε δουλειές. Όσο πηγαίναμε καλά, έλεγε ότι δεν θα έφευγε κανένας από τη δουλειά, χρειαζότανε χέρια. Αλλάξαμε ρότα εξαιτίας του κινηματογράφου. Ο πατέρας μου είχε αντιπαλότητα με το σινεμά. Με έστελνε κι έβλεπα τι ύψος είχε ο Γκάρι Κούπερ στη γιγαντοαφίσα, του έλεγα «δύο μέτρα». Καθόταν κι έφτιαχνε τη ρεκλάμα για την παράσταση τρία μέτρα!
Εγώ πήρα το μεράκι του πατέρα μου. Το υλικό που υπάρχει στο μουσείο το μάζευα και με κοροϊδεύανε… Έχω υλικό από τον πατέρα μου, τον αδελφό μου, από άλλους Έλληνες καραγκιοζοπαίκτες. Εδώ υπάρχουν φιγούρες μέχρι και πριν από τον πόλεμο, σκηνικά, χνάρια (πατρόν), ρεκλάμες με τις οποίες διαφήμιζαν τις παραστάσεις, φωτογραφικό υλικό… Έχουμε, επίσης, φιγούρες από άλλες χώρες. Δεκαέξι χώρες έχουν Θέατρο Σκιών και η πρώτη που απέκτησε είναι η Κίνα – οι φιγούρες τους έχουν μεγάλη λεπτότητα. Εμείς παίζουμε στατικά, εκείνοι εξ αποστάσεως. Στο τέλος της παράστασης βγάζουν το κεφάλι της φιγούρας για να μη ζωντανέψει! Πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, δώσαμε μια παράσταση για τον Κινέζο πρέσβη που λεγόταν Ο Καραγκιόζης στην Κίνα.
Το Μουσείο-Θέατρο Σκιών Χαρίδημος άνοιξε το 2006 επί δημαρχίας Μπακογιάννη στο Θησείο, στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα», και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Το διατηρώ με πόνο ψυχής, δεν αμείβομαι, αντίθετα βάζω χρήματα από την τσέπη μου. Μου αρέσει να δίνω, γιατί να το σταματήσω, γιατί να χαθεί; Την οικογενειακή μας ιστορία δεν την εξαργύρωσα, δεν την έκανα τσιχλόφουσκα. Έξω δεν θα βρεις να πουλιέται φιγούρα με την υπογραφή μου. Μόνο χαρίζω. Για χρόνια έκανα δωρεάν μαθήματα στο πολιτιστικό κέντρο κι όταν χρειαζόταν, πλήρωνα και τα υλικά. Δεν έχω ανάγκη να πάρω δύο ευρώ από τα παιδάκια, δύο ευρώ είναι τρεις φραντζόλες ψωμί! Τώρα τα σταματήσανε κι αυτά. Γίνονται μόνο κάποιες παραστάσεις που τις παίζουν οι μαθητές μου. Εξαιρετικά παιδιά, με πτυχία, που ερχόντουσαν εδώ από μικρά.
Ετοιμάζω τώρα μια παράσταση, Ο Καραγκιόζης γελοιογράφος, και θα εμφανίσω πάνω από χίλιες γελοιογραφίες που έχω φτιάξει όλα αυτά τα χρόνια. Γράφω βιβλία εδώ και τριάντα χρόνια, τα έχω φτάσει εκατόν τριάντα. Εκατόν τριάντα βιβλία χειρόγραφα, εικονογραφημένα και ανορθόγραφα! Μέσα είναι οι παραστάσεις, παλιές και καινούργιες. Υπάρχουν παραστάσεις εμπνευσμένες από τη μυθολογία και την παράδοση, για να μαθαίνουν τα παιδιά, να αποκτούν γνώσεις. Πριν γράψω κάτι, θα συμβουλευτώ ένα βιβλίο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την παράδοση, σε λίγο τα παιδιά δεν θα ξέρουν ποια είναι η γιαγιά τους!
ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΡΑΓΙΟΖΗΣ
Οι φιγούρες
Τις φιγούρες τις αποκαλούμε «εργαλεία». Την καλύτερη φωτεινότητα για το Θέατρο Σκιών την έχει το χαρτόνι, το άσπρο-μαύρο, φαίνεται πιο ζωντανό. Ο Κόντογλου έλεγε στον πατέρα μου να φτιάχνει μαυρόασπρες φιγούρες, σκαλιστές, με κόκκινες και κίτρινες λεπτομέρειες. Τα σκηνικά από χαρτόνι τα θεωρούσε αριστουργήματα. Μαζεύαμε χαρτόνια από τις κούτες της ΟΥΝΡΑ, της αμερικανικής βοήθειας, γιατί δεν υπήρχαν χαρτόνια, ούτε χρήματα. Για να φτιάξουμε φιγούρες βάζαμε πρόκες στις γραμμές του τραμ, τις πατούσε και τις κάναμε κοπίδια! Στην αρχή οι φιγούρες ήταν τριάντα πόντοι, στη συνέχεια μεγάλωσε ο μπερντές και μεγάλωσαν κι αυτές. Παλιά δεν υπήρχαν σούστες. Τις δέναμε με σπάγκους και οι φιγούρες δεν έστριβαν, έφευγαν με την όπισθεν. Καμιά φορά κόβονταν οι σπάγκοι και φεύγανε τα πόδια και οι βράκες. Ο Κελαρινόπουλος έφτιαξε τις σούστες και ο πατέρας μου τις τελειοποίησε. Μετά πήγαμε στη ζελατίνα, που την έφερε από την Αμερική ο Θεοδωρόπουλος, που σπάει όμως. Έπειτα στο δέρμα, που είναι το καλύτερο υλικό για τον επαγγελματία, το πιο ανθεκτικό. Στο γκρέμισμα του Ερμή βρήκαμε στα ερείπια φιγούρες από δέρμα, που υπάρχουν στο μουσείο. Επίσης, υπάρχουν οι τρεις φιγούρες που σώθηκαν από τον βομβαρδισμό του Πειραιά το 1944, όταν κάηκε ο κινηματογράφος «Ηλύσια» στη Φίλωνος. Τον βομβαρδισμό, αργότερα, τον έκανε παράσταση ο πατέρας μου.
Ο Καραγκιόζης θέλει πενταχρωμία. Το πράσινο είναι της ελπίδας, το κόκκινο συμβολίζει τη δύναμη που χρειάζεται για να αντέξει στην ανέχεια, το κίτρινο την οικογενειακή αγάπη, πορτοκαλί ζωγραφίζουμε το πρόσωπο και υπάρχει και το μπλε. Πρώτος ο πατέρας μου, επειδή έπαιξε σε μεγάλα θέατρα, έβαλε μαύρο περίγραμμα στις φιγούρες για να φαίνονται από μακριά.
Το Θέατρο Σκιών
Το πρώτο μέρος, ο πρόλογος, ονομάζεται κωμωδία. Εκεί βγαίνει ο Καραγκιόζης –που σημαίνει «μαυρομάτης»– με τα παιδιά του. Στη δεύτερη πράξη, που βγαίνει ο Χατζηαβάτης, ξεκινά το έργο, και πρέπει να υπάρχει υπόθεση. Ο Χατζηαβάτης ψάχνει τον Καραγκιόζη – οι δυο τους είναι άσπονδοι φίλοι. Μπορεί να είναι πρωταγωνιστής ο Καραγκιόζης, αλλά συντελεστής μεγάλος είναι ο Χατζηαβάτης. Έρχεται και λέει στον Καραγκιόζη «ματάκια μου, σου βρήκα μια πολύ καλή δουλειά» και ο Καραγκιόζης λέει «ωχ, πάλι ξύλο θα φάμε;». Ο Καραγκιόζης γίνεται μάγειρας, στρατηγός, αστροναύτης, βαρκάρης, δήμαρχος, πρωθυπουργός. Γίνεται τα πάντα!
Ακουμπάει στον Αίσωπο, είναι φιλόσοφος, θυμόσοφος, καμπούρης, ξυπόλυτος, σοφός, πονηρός κι επαναστάτης. Και ο Αίσωπος ήταν επαναστάτης, γιατί τους είπε κλέφτες, και τον φουντάρανε από ένα βουνό. Αυτό είναι κι ο Καραγκιόζης, σοφίζεται. Μπορεί να κλέψει, αλλά τη μισή φραντζόλα θα την πάει στη γριούλα που πεινάει. Ξέρει τον πόνο και ξέρει τι πάει να πει πείνα. Γι’ αυτό μένει στην παράγκα και όχι στο σαράι του δυνάστη. Ο Καραγκιόζης δεν προσκυνάει τον πασά. «Σήκω πάνω, ρε» λέει στον Χατζατζάρη. «Δεν προσκυνάνε οι άντρες. Όσο προσκυνάς, τόσο δούλος θα ’σαι!». Κακώς λένε «άντε, βρε Καραγκιόζη» και μιλάνε για καραγκιοζιλίκια. Είναι τιμητικό να είσαι σαν τον Καραγκιόζη! Ο Καραγκιόζης είναι σοφός και τα λέει έξω από τα δόντια, είναι ο Αριστοφάνης. Ο Χατζηαβάτης θα του βρει τη δουλειά, θα την κάνουν μαζί – ακόμα και στα ηρωικά έργα θα είναι ο μεσάζων που θα βρει τον Καραγκιόζη. Ο Χατζηαβάτης είναι ο ταχυδρόμος, διαβαίνει, δεν υπάρχει στην τουρκική ορολογία. Τις φιγούρες τις προσθέσανε σιγά-σιγά οι πρώτοι καραγκιοζοπαίκτες. Ο Μώρος έφτιαξε τον Σταύρακα, ο Πρεβεζιάνος τον Εβραίο, ο Ρούλιας τον Μπαρμπα-Γιώργο, ο Μανωλόπουλος τα δύο κολλητήρια, ο Μόλλας τον Πεπόνια. Ο Μ. Αλέξανδρος στην αρχή δεν υπήρχε, ήταν ο Άγιος Γεώργιος που σκότωνε τον δράκοντα, αλλά η Εκκλησία δεν ήθελε και τον αντικατέστησαν. Αργότερα προσπάθησαν να προσθέσουν κι άλλους ήρωες, αλλά ό,τι έχει μείνει είναι από τον παλιό Καραγκιόζη.
Σήμερα, στον Καραγκιόζη μπαίνει η λιτότητα και η πείνα. Φτιάξαμε και τη Μέρκελ και παίξαμε την παράσταση Οι μασκαράδες της Τρόικας. Ο Καραγκιόζης μπορεί να σχολιάσει την κατάσταση, την πείνα – πεινάει μια ζωή, εξάλλου. Δεν έχει κομματικό χρώμα και αυτό που ζητάει είναι να φάει και να μορφωθεί ο λαός, γιατί ο ίδιος είναι αμόρφωτος. Ο Καραγκιόζης δεν κάνει σάτιρα σκληρή, προσβλητική, κάνει όμως πολιτική σάτιρα. Ο κόσμος τα τελευταία χρόνια τον αγαπάει περισσότερο, γιατί τον καταλαβαίνει περισσότερο.
Ο Έλληνας Καραγκιόζης –τον ελληνοποίησε ο Μίμαρος–, σε αντίθεση με τον Τούρκο, δεν είναι βωμολόχος και φοράει κουρέλια. Ο Τούρκος είναι ντυμένος με χρυσά ρούχα. Εμείς πλάσαμε τον δικό μας Καραγκιόζη. «Η ζωή είναι μια παράσταση Θεάτρου Σκιών» λέει. «Χτυπάει η κουδούνα, αρχίζουμε, παλαμάκια και μετά πεθαίνουμε, ξαναχτυπάει η καμπάνα και μας χειροκροτούν». Ο Καραγκιόζης δεν είναι έργο του Μιχαήλ Άγγελου, είναι καρικατούρα. Πρέπει να ξέρεις να τον φτιάξεις. Ο πατέρας μου έλεγε ότι κάποιοι ζωγραφίζουνε βάρβαρα και παίζουνε βάρβαρα. Έλεγε ότι υπάρχει φιγούρα γλυκιά, υπάρχει και βάρβαρη. Το ίδιο έλεγε και για το παίξιμο. Ανάλογα με το κοινό που έχεις, προσαρμόζεις και το παίξιμο. Όταν παίζω για παιδιά με ειδικές ανάγκες, δεν χτυπάω το πόδι μου, για να μη φοβούνται. Δίνω πιο μεγάλη σημασία στην κίνηση, όχι στη φωνή και στον θόρυβο. Εδώ έρχονται από πανεπιστημιακές σχολές μέχρι σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Όλοι αγαπούν τον Καραγκιόζη, παρόλο που οι εποχές έχουν αλλάξει!
σχόλια