Έρευνα: Το κάπνισμα επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις
Το συμπέρασμα προέκυψε από την έρευνα με τίτλο «Πανδημία, Lockdown και Κάπνισμα: Συνήθειες και Κοινωνικές Τάσεις».
Άκρως διαβρωτική είναι η επίδραση του καπνίσματος στις διαπροσωπικές σχέσεις, με τον 1 στους 2 καπνιστές να αναφέρει πως αποτελεί αιτία διαφωνιών και καβγάδων με το έτερον τους ήμισυ σύμφωνα με την πανελλαδική έρευνα της Marc που διεξήχθη τον Μάρτιο του 2021 για λογαριασμό της Παπαστράτος.
Οι προσωπικές, φιλικές και κοινωνικές σχέσεις επηρεάζονται έντονα από το κάπνισμα, με τον 1 στους 2 καπνιστές να δηλώνουν πως η /ο σύντροφός του ενοχλείται από την καπνιστική του συνήθεια, μια στις δυο οικογένειες να μην επιτρέπει το κάπνισμα πουθενά εντός του σπιτιού ενώ φαίνεται πως αναπτύσσεται, σταδιακά, ένα κοινωνικό στίγμα απέναντι στους καπνιστές.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα που προέκυψαν από την έρευνα με τίτλο «Πανδημία, Lockdown και Κάπνισμα: Συνήθειες και Κοινωνικές Τάσεις» που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μετα-πανδημικής επικαιροποίησης της στρατηγικής της Παπαστράτος για την επίτευξη του στόχου του ‘Ένα εκατομμύριο λιγότεροι καπνιστές έως το τέλος του 2021 που είχε εξαγγείλει πριν από ένα χρόνο.
Εκεί που, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε πώς ακριβώς επηρέασε η πανδημία τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο κάπνισμα, πόσα ξέρουν οι καπνιστές για τις βλαβερές συνέπειες του τσιγάρου και πόσοι γνωρίζουν τις διαφορές ανάμεσα στο συμβατικό και το εναλλακτικό κάπνισμα.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, το 49% των καπνιστών με σύντροφο/ σύζυγο μη καπνιστή δηλώνει πως η καπνιστική τους συνήθεια έχει προκαλέσει διαφωνίες ή τσακωμούς με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών. Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%, ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο σε ένα ζευγάρι. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, με το ποσοστό να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο (40,7%) όσον αφορά τις γυναίκες καπνίστριες.
Όσον αφορά τους μη καπνιστές, το 50,5% συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν. Μια διαπίστωση που εμφανίζει το ίδιο υψηλό ποσοστό αποδοχής τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες και μάλιστα σε όλες ανεξαρτήτως τις ηλικιακές κατηγορίες.
Αν, τώρα, αναρωτιέστε, ποιο είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα στο να έχει κάποιος σύντροφο καπνιστή, τότε η πιο δημοφιλής απάντηση που έδωσαν οι συμμετέχοντες (πάνω από 1200 νοικοκυριά σε αστικά κέντρα και περιφέρεια) είναι η οσμή του τσιγάρου στον χώρο (30,7%). Με τον καπνό του τσιγάρου (22,3%) και τη μυρωδιά στα ρούχα/μαλλιά/χέρια (14,9%) να έρχονται να συμπληρώσουν τη σχετική τριάδα. Συγκεκριμένα οι γυναίκες φαίνονται να ενοχλούνται πολύ περισσότερο από τους άντρες από τη μυρωδιά του τσιγάρου στο χώρο (33,6%) και τη μυρωδιά του καπνού στα ρούχα, τα μαλλιά και τα χέρια (17,5%). Ενώ οι άντρες μη καπνιστές εμφανίζουν ποσοστά ενόχλησης άνω του μέσου όρου όσον αφορά την τάση απομόνωσης της καπνίστριας συντρόφου τους προκειμένου να καπνίσει (8,2%) και τα σταχτοδοχεία που είναι γεμάτα από αποτσίγαρα (7,8%).
Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την πλειοψηφία του πληθυσμού που αναγνωρίζει τις βλαπτικές επιδράσεις του τσιγάρου στην υγεία, δικαιολογεί το ότι 8 στους 10 μη καπνιστές έχουν προσπαθήσει ήδη να πείσουν κάποιον καπνιστή από το συγγενικό ή φιλικό τους περιβάλλον να διακόψει το κάπνισμα. Ενώ σαφώς αξιοσημείωτο είναι το 60,5% του πληθυσμού που δηλώνει πως εάν κάποιος κοντά του χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς καπνό, δεν τον ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα.
Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές, επεκτείνεται και στο ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Ξεκινώντας από το πως αισθάνονται οι ίδιοι όταν επισκέπτονται τα σπίτια άλλων από τη στιγμή που μία στις δύο οικογένειες (48,9%) δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά στο σπίτι τους. Ή, αντίστροφα, πόσο άβολα αισθάνονται οι μη καπνιστές όταν επισκέπτονται τα δικά τους σπίτια, με το 61% να αναφέρει πως ενοχλείται γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με καπνό.
Όπως είναι εύκολο να διακρίνει κάποιος, υπάρχει ένα υπό διαμόρφωση κοινωνικό στίγμα απέναντι στους καπνιστές. Κάτι που σαφώς και αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, με το 34% να δηλώνει πως αισθάνεται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν και ένα 30,6% να διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος του.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όσον αφορά το πόσο παρωχημένο έχει φτάσει να θεωρείται το κάπνισμα, αποτελεί το γεγονός ότι το 13,6% των καπνιστών παραδέχτηκαν πως κρύβουν ότι καπνίζουν από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους. Με το ποσοστό να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο όσον αφορά τις γυναίκες (19,3%) και τους καπνιστές ηλικίας 21-34 (15,4%).
Ενώ, τέλος, ένα εντυπωσιακό 70,7% των μη καπνιστών θεωρεί πως το κάπνισμα αποτελεί μια ξεπερασμένη συνήθεια, γεγονός που ασκεί μια επιπλέον κοινωνική πίεση στους καπνιστές χωρίς ωστόσο να φαίνεται πως αποτελεί γι’ αυτούς κριτήριο διακοπής.
Πώς επηρέασε το κάπνισμα η υγειονομική κρίση και τα συνεχή lockdown
Παρά τη σαφή στροφή της πλειοψηφίας της κοινωνίας, ως νοοτροπία, μακριά από το κάπνισμα, τα στοιχεία δείχνουν πως την εποχή της πανδημίας έχουμε μάλλον κάνει ένα βήμα πίσω στον αγώνα για τη μείωση και διακοπή του καπνίσματος. Συγκεκριμένα το 27,2% των καπνιστών αναφέρουν πως αυτή την περίοδο καπνίζουν περισσότερο. Ενώ ένα 7% των καπνιστών δήλωσε πως ενώ είχε κόψει το τσιγάρο, άρχισε να καπνίζει ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η αύξηση της συχνότητας του καπνίσματος συνδέεται ευθέως με ομάδες πληθυσμού που αισθάνονται μεγαλύτερη πίεση, άγχος και ανασφάλεια αυτή την περίοδο όπως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι άνεργοι που παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη σχετική αύξηση σε ποσοστό 37,4% και 47,6% αντίστοιχα.
Κοιτάζοντας, ωστόσο, πιο προσεκτικά τα ευρήματα της έρευνας υπάρχει λόγος αισιοδοξίας καθώς φαίνεται πως η μεγάλη αλλαγή για το τέλος του τσιγάρου αποτελεί επιτακτικό αίτημα της κοινωνίας. Ένα αίτημα που για να γίνει πραγματικότητα απαιτεί να μπει εμφατικά μπροστά η επιστήμη προκειμένου να καλύψει το έλλειμα ενημέρωσης που φαίνεται πως έχουμε σε κάθε επίπεδο.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι ένας στους δύο καπνιστές (51,1%) δηλώνει πως δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος, το 48,2% των καπνιστών δηλώνουν ότι γνωρίζουν ελάχιστα ή καθόλου για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος, το 51,6% των καπνιστών αναφέρουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού, και το 18,4% δεν γνωρίζει ποιες είναι οι ουσίες στο τσιγάρο που βλάπτουν την υγεία του.
Άκρως ελπιδοφόρο αποτελεί, στον αντίποδα, το γεγονός ότι το 45,6% του γενικού πληθυσμού πιστεύει πως τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος είναι λιγότερο βλαβερά για την υγεία από το τσιγάρο, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις ηλικίες 21-34 ετών (60,9%) και στα άτομα ανώτερης/ανώτατης μόρφωσης (51,2%).
Επιπλέον έξι στους δέκα ενήλικες πολίτες δηλώνουν πως θα επέλεγαν πιο εύκολα ή θα πρότειναν σε καπνιστές εναλλακτικά προϊόντα εάν είχαν πιο σαφή ενημέρωση για τα επιστημονικά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από το κάπνισμα (ένα ποσοστό που εκτοξεύεται στο 70,2% στις ηλικίες 21-34 ετών). Με 1 στους 3 (37,4%) να έχει προτείνει μάλιστα ήδη σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια εναλλακτική λύση. Ένα ποσοστό που ανεβαίνει στο 52,8% στις ηλικίες 21-34 ετών. Κάτι που σημαίνει ότι οι νέοι φαίνονται να έχουν αντιληφθεί ήδη την ευκαιρία που αντιπροσωπεύουν αυτά τα καινοτόμα προϊόντα για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.
Όπως φαίνεται να το έχει αντιληφθεί, παρά το έλλειμα ενημέρωσης, και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ένα γεγονός που έρχεται και μεταφράζεται πρακτικά στην ύπαρξη περίπου 440.000 χρήστων ενναλακτικών προϊόντων αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και άνω των 300.000 που έχουν επιλέξει το προϊόν θέρμανσης καπνού της PMI που πρόσφατα ήταν το πρώτο που αδειοδοτήθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ως το πρώτο και μοναδικό ηλεκτρονικό προϊόν «διαφοροποιημένου κινδύνου» σε σχέση με το τσιγάρο και κατά συνέπεια καλύτερο για τη δημόσια υγεία.
Ειδική αναφορά οφείλει να γίνει στο γεγονός ότι πάνω από το 88% των καπνιστών και του συνόλου των ερωτώμενων πιστεύουν πως θα πρέπει να έχουν επαρκή ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος. Ενώ ένα συντριπτικό 91,1% δηλώνει πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και η τεχνολογία που βρίσκεται σε αυτό.
Μια κοινωνική απαίτηση για γνώση και ενημέρωση που οφείλει να γίνει πραγματικότητα στο πλαίσιο ενός ανοιχτού διαλόγου με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε ότι όντως, με τη βοήθεια της επιστήμης, να κάνουμε την αλλαγή και το κάπνισμα να γίνει οριστικά μια ξεπερασμένη συνήθεια του παρελθόντος.