Η βιώσιμη ανάπτυξη ωφελεί την κοινωνία και αμβλύνει τις ανισότητες
Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ του σύγχρονου κόσμου. Γιατί; Λόγω της μακροπρόθεσμης προοπτικής της και της ανάγκης να συνυπολογίσει τις τρέχουσες και μελλοντικές συνθήκες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ του σύγχρονου κόσμου. Γιατί; Λόγω της μακροπρόθεσμης προοπτικής της και της ανάγκης να συνυπολογίσει τις τρέχουσες και μελλοντικές συνθήκες σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση την ορίζει ως μορφή αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία επιδιώκει να ικανοποιήσει τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες της κοινωνίας κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη βραχυπρόθεσμη, τη μεσοπρόθεσμη και, κυρίως, τη μακροπρόθεσμη ευημερία. Βασίζεται στην παραδοχή ότι η ανάπτυξη πρέπει να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ευημερία των επόμενων γενεών. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται οι συνθήκες για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη εξασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, όπου ο φαύλος κύκλος που συνδέει την εξάντληση των φυσικών πόρων με τις κοινωνικές ανισότητες, την οικονομική εξαθλίωση, την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και τις βίαιες συγκρούσεις τείνει να επηρεάσει δυσανάλογα και με καταστροφικές συνέπειες τόσο τον αναπτυσσόμενο όσο και τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπως διαπιστώνει μελέτη του Ινστιτούτου για τα Οικονομικά και την Ειρήνη (IEP). Το 2020, ο αριθμός των ατόμων που εκτοπίστηκαν από τον τόπο κατοικίας τους λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων και φυσικών καταστροφών έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, ενώ η αύξηση των κλιματικών προσφύγων ήταν τριπλάσια σε σύγκριση με τους πρόσφυγες που εκτοπίζονται λόγω βίας και συγκρούσεων. Στα 30,7 εκατομμύρια αυξήθηκαν οι εσωτερικοί μετανάστες εντός της χώρας τους το 2020, εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Παρακολούθησης Εσωτερικών Μετατοπίσεων.
Η ανάπτυξη πρέπει να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ευημερία των επόμενων γενεών. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται οι συνθήκες για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη εξασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Η κλιματική αλλαγή έχει άμεσες συνέπειες και στην υγεία. Η ετήσια έκθεση της ιατρικής επιθεώρησης «The Lancet» (The Lancet Countdown), η οποία αναλύει δείκτες επιπτώσεων στην υγεία άμεσα συνδεδεμένους με τις κλιματικές αλλαγές, διαπιστώνει επίδραση στις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και στις ανισότητες στον τομέα της υγείας. «Το 2021, οι πληθυσμοί 134 χωρών αντιμετώπισαν αύξηση της έκθεσής τους σε δασικές πυρκαγιές, η ξηρασία είναι πιο διαδεδομένη από ποτέ. Υπερβολικά πολλοί δείκτες έχουν σημάνει συναγερμό», σημειώνει ο καθηγητής Άντονι Κοστέλο, εκτελεστικός διευθυντής του Lancet Countdown.
Όμως το περιβάλλον δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, εξακολουθούν να υπάρχουν 1,7 δισεκατομμύρια ενήλικες παγκοσμίως χωρίς λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή λογαριασμό κινητής τηλεφωνίας.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο βασίστηκαν σε συστήματα ψηφιακών πληρωμών για την παροχή οικονομικής βοήθειας σε άτομα που είχαν ανάγκη. Η ευελιξία στην πίστωση βοήθησε στη διατήρηση των μικρών επιχειρήσεων. Εκατομμύρια άνθρωποι που υπέστησαν σημαντικές οικονομικές απώλειες ήταν σε θέση να βασιστούν σε αποταμιεύσεις και εμβάσματα. Οι χώρες που είχαν δημιουργήσει χρηματοοικονομικά συστήματα χωρίς αποκλεισμούς ήταν καλύτερα προετοιμασμένες να ανταποκριθούν στην κρίση.
Η χρηματοοικονομική ενσωμάτωση αναδείχθηκε έντονα τον περασμένο χρόνο ως ένας τρόπος βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων, μείωσης της φτώχειας και της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης στον απόηχο της πανδημίας.
Η βιώσιμη συμβολή της αγοράς στην καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι εθνικές κυβερνήσεις υιοθετούν πολιτικές και χρηματοδοτικά εργαλεία για την αειφορία, όμως τον τελευταίο λόγο, και σε αυτή την περίπτωση, τον έχει η αγορά. Οι κλάδοι της υγείας, της τεχνολογίας, της ενέργειας, του λιανεμπορίου, της έρευνας και ανάπτυξης, όπως και ο χρηματοπιστωτικός, υιοθετούν βιώσιμες στρατηγικές σε όλο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας και της εταιρικής διακυβέρνησης με στόχο να ανταποδώσουν όφελος στην κοινωνία.
Οι επιχειρήσεις από τον κλάδο του λιανεμπορίου (σούπερ-μάρκετ, αλυσίδες ρούχων και υποδημάτων κ.λπ.) ενσωματώνουν τις αρχές της κυκλικής οικονομίας σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας και αναλαμβάνουν δεσμεύσεις για μείωση του πλαστικού στον σχεδιασμό και τη διανομή των προϊόντων τους, προάγουν τον οικολογικό σχεδιασμό, τη βιώσιμη κατανάλωση, τη μείωση της σπατάλης τροφίμων και την ισορροπημένη διατροφή μέσω προωθητικών ενεργειών και ειδικών προγραμμάτων για την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας.
Στον κλάδο της υγείας, νοσοκομεία, ασφαλιστικές, φαρμακευτικές επιχειρήσεις, εταιρείες εξειδικευμένων υπηρεσιών και εξοπλισμού, προσφέρουν προγράμματα υποστηρικτικής ιατρικής, δωρεάν υπηρεσίες και υλικοτεχνική υποστήριξη για την ενίσχυση του υγειονομικού συστήματος, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πρόσβασης των ευάλωτων ομάδων στην υγειονομική περίθαλψη και επενδύουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο με στόχο την προαγωγή της επιστήμης, ώστε να θωρακιστεί η παγκόσμια υγεία με νέα φάρμακα, εμβόλια και θεραπείες με σύγχρονες μεθόδους.
Οι επιχειρήσεις τεχνολογίας δημιουργούν τις βάσεις για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων ψηφιακών λύσεων για όλους τους κλάδους της οικονομίας, προσφέροντας ταυτόχρονα λύσεις για την αειφόρο γεωργία και την ορθή διαχείριση των πόρων προς όφελος του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών επενδύουν στην αναβάθμιση των δικτύων και σε έργα ICT με στόχο τον ψηφιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας και την ισότιμη πρόσβαση στη συνδεσιμότητα και τις νέες τεχνολογίες.
Οι ενεργειακές επιχειρήσεις παίρνουν μέτρα οικονομικής ελάφρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, λαμβάνοντας ειδική μέριμνα σε εποχές υψηλών τιμών, όπως είναι αυτή που διανύουμε, και προσφέροντας προγράμματα για ευάλωτες ομάδες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η ενεργειακή βιομηχανία, από την πλευρά της, έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για μείωση του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, επενδύσεις σε εγχώριες υποδομές και καθαρή ενέργεια με στόχο την καταστολή της ενεργειακής φτώχειας.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, κατέχοντας ρόλο-κλειδί στη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης, παρέχει πλέον δάνεια με κριτήρια ESG, στηρίζει πράσινα πρότζεκτ, εκδίδει πράσινα ομόλογα και μεριμνά, ειδικά σε εποχές κρίσης, για την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών σε χρηματοοικονομικές και ψηφιακές υπηρεσίες.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι καταλυτικό ρόλο για την ευόδωση των διεθνών βιώσιμων στρατηγικών της επιχειρηματικής κοινότητας διαδραματίζουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες. Σύμφωνα με έρευνα της HSBC και του Boston Consulting Group (BCG), ο συγκεκριμένος κλάδος, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 80% των συνολικών εκπομπών άνθρακα στον κόσμο, θα πρέπει να επενδύσει 100 τρισ. δολάρια προκειμένου να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050 και κατ’ επέκταση να διασφαλιστεί ότι όλες οι κινήσεις της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων διαγράφουν μία πραγματικά πράσινη πορεία.
Επενδύσεις δισεκατομμυρίων για τις αναπτυσσόμενες χώρες
Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να συντελεστεί μονομερώς και προς όφελος μόνο του ανεπτυγμένου κόσμου. Με το πέρασμα του χρόνου πληθαίνουν οι φωνές που καταγγέλλουν ότι οι αναδυόμενες οικονομίες τείνουν να επωμιστούν δυσανάλογο κόστος σε σχέση με τη ζημιά που έχουν προκαλέσει στο περιβάλλον.
Το σύμφωνο της Γλασκώβης για το κλίμα στο οποίο κατέληξαν 200 κράτη φέτος τον Νοέμβριο στο πλαίσιο της COP26 παροτρύνει τα ανεπτυγμένα κράτη να «διπλασιάσουν τη συλλογική τους χρηματοδότηση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για την κλιματική προσαρμογή» έως το 2025. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα επόμενα τρία χρόνια οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να διαθέσουν 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση προσαρμογής, σύμφωνα με την Carbon Brief. Και παρά το γεγονός ότι το ποσό αυτό δεν επαρκεί (σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το ετήσιο κόστος προσαρμογής μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες υπολογίζεται επί του παρόντος σε περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια, με τα ποσά να αναμένεται να ανέλθουν σε περισσότερα από 140 δισεκατομμύρια δολάρια το 2030 και έως και 500 δισεκατομμύρια δολάρια το 2050), δεν παύει να αποτελεί μια ένδειξη ότι υπάρχουν και οι ευκαιρίες και οι τρόποι για να διορθωθούν οι κοινωνικές ανισότητες.