Πρωινή βουτιά στην ενηλικίωση
Μια σύγχρονη ιστορία φτιαγμένη με τη φροντίδα του παρελθόντος.
ADVERTORIAL
Ο παππούς συνήθιζε πάντα να ξυπνά στις έξι, λίγο μετά τη δειλή ανατολή του ηλίου. Η πρώτη βουτιά του καλοκαιριού, όπως και κάθε επόμενη, λάμβανε χώρα τη στιγμή που κάθε τι γύρω -ακόμη και η ίδια η θάλασσα- κοιμόταν. «Απλωτές» ανάσκελα και με τα χέρια προς τα πίσω μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό σημείο. Κι έπειτα απλώς επέπλεε, με τον μαλακό ήλιο κατάματα. Ο παππούς απολάμβανε την κάθε στιγμή. Το μπάνιο κρατούσε ώρα. Ήταν η δική του εκδοχή διαλογισμού. Κάθε χρόνο στις αρχές του Ιουνίου, ο ίδιος άνοιγε το εξοχικό στη Νέα Μάκρη. Μεγαλώνοντας μόνος, το είχε με την καθαριότητα και τις δουλειές. Κούρευε το γρασίδι, καθάριζε τον κήπο, γέμιζε το ψυγείο και μαγείρευε κάθε συνταγή της γιαγιάς μία προς μία. Τα Lidl της περιοχής ήταν η βόλτα τους, συνήθεια κοινή και αγαπημένη. Και την κράτησε ο παππούς καθ’ όλη τη διαδρομή από καλοκαίρι σε καλοκαίρι και από τραπέζι σε τραπέζι. Με πολύτιμο βοηθό το καθαρό μυαλό, ζηλευτό για κάθε νεότερό του παρά το καθημερινό, άχαστο μεσημεριανό τσιπουράκι.
Χταποδομεζές ή σαρδέλα παστή σε λευκό πιατάκι δίπλα από το ποτήρι του για τη γευστική αποζημίωση του κοπιάσματος. Ο κήπος είχε προτεραιότητα και η φόρμα εργασίας είχε πάντα μια λαδιά – ισχυρή απόδειξη σβελτάδας, αλλά και καλοζωίας. Πέρα από κούρεμα, φύτεμα και πότισμα, είχε το δημιουργικό μικρόβιο να φτιάχνει συνέχεια νέες πατέντες και κατασκευές. Ραφάκια, αυτοσχέδια σκίαστρα κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους του. Μπορεί να κατείχε όλα τα «φόντα» για να τα φτιάξει, -χρόνο, όρεξη και προφανώς μεράκι- αλλά είχε και σωστή εργαλειοθήκη, γεμάτη με τα αγαπημένα του Parkside που ξεσήκωνε από τα Lidl, έχοντας πάντα το νου του σε κάθε νέα παραλαβή που ερχόταν στο κατάστημα. Δράπανο, τανάλια και «πιάστρα», γνωστή ως πένσα, όροι δικοί του, παλαιάς κοπής, που συναντιόντουσαν με το σήμερα και την ανάγκη για εργασία, προκοπή και δημιουργική ευχαρίστηση. «Προσέχουμε για να έχουμε», ήταν το μότο που ακολουθούσε πάντα το τέλος της πρώτης θερινής ημέρας. Με τη φροντίδα να διαδέχεται πάντα τον κόπο, γεμίζοντας τον ικανοποίηση.
Φέτος, το σπίτι πέρασε στα χέρια του εγγονού Γιώργη. Που εκτός από το όνομα, δεν πήρε τίποτα από την έμφυτη νοικοκυροσύνη του παππού. Στην πρώτη επίσκεψη η πόρτα ανοίγει τρίζοντας και ένα κύμα υγρασίας φεύγει από τις χαραμάδες με φόρα. Ο Γιώργης κοιτάζει τον κήπο με βλέμμα απόγνωσης και μπαίνει σε mode βαθιάς περισυλλογής. Η ευθύνη του ξε-αραχνιάσματος του εξοχικού είναι ολόδική του. Ο κλήρος έχει πέσει και εκείνος τον έχει αποδεχθεί. Αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στο αίσθημα της τεμπελιάς που τον διακατέχει, αλλά και της αγάπης του για τον παππού και τα τόσα θαυμαστά και διαφορετικά που αντιπροσώπευε, αποφασίζει να πάρει σοβαρά τον ρόλο του. Σε μια διαδρομή από τη βαρεμάρα στη νοικοκυροσύνη. Κι από τον καναπέ στα Lidl. Για καθαριστικά κάθε λογής, προμήθειες για φουλάρισμα του ψυγείου και εργαλεία για συμμάζεμα του κήπου που έχει θεριέψει. Σκοπός, αυτή η νέα αρμοδιότητα, να μην «πονέσει» πολύ τη νωχελική του φύση, αλλά ούτε και την τσέπη του. Και όπως φαίνεται θα τα καταφέρει και τα δύο!
Με έξυπνα, budget-friendly, γρήγορα ψώνια στα χνάρια του παππού, αλλά στη σύγχρονη εφαρμογή τους. Το ψυγείο γεμίζει αγνότητα από εκείνη την παλιά. Φρέσκα λαχανικά, ψάρια και εύκολα λαδερά μπαίνουν στο ψυγείο, με σκοπό να ακολουθήσει η ιστορία τη γνώριμη και πετυχημένη πλοκή της. Ένα μποστάνι αναμνήσεις βοηθά στο φύτεμα νέων, εύκολων καρπών (για πρωτάρηδες) στο παραμελημένο κηπάκι. Βιντεάκια DIY για κατασκευές και εργαλεία για ερασιτέχνες Γιώργηδες που κάνουν τώρα το χειρωνακτικό ντεμπούτο τους φέρνουν τα πρώτα κατασκευαστικά συμμαζέματα του σπιτιού. Εργαλεία για μάστορες από κούνια, αλλά και για εκείνους τους νέους και αυτοδημιούργητους. Ή μάλλον όχι τόσο αυτοδημιούργητους. Γιατί ο Γιώργης παρακολουθούσε από πάντα τον παππού να δημιουργεί. Από την περιέργεια που συνοδεύει καθετί διαφορετικό. Και ίσως τώρα να έχει φτάσει η ώρα να θυμηθεί κάθε κίνηση, να καταγράψει κάθε γνώση και να κρατήσει κάθε συνήθεια του παππού που αξίζει να διατηρηθεί στον χρόνο.
Στις επόμενες μέρες το σπίτι αρχίζει να αποκτά την παλιά του αίγλη. Ο Γιώργης τα έχει καταφέρει μια χαρά σε πείσμα των παλιών, ράθυμων συνηθειών του. Το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού έχει επιτέλους σειρά και ο ίδιος ξυπνά για πρώτη φορά χωρίς ξυπνητήρια. Η στιγμή της ανταμοιβής τον σηκώνει από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Πρωινή βουτιά και homemade σμούθι με φρέσκα φρούτα και θρεπτικό κεφίρ που δεν έλειπε ποτέ από το ψυγείο του παππού. Παρελθόν και παρόν σε συνάντηση κορυφής. «Απλωτές» ακούραστες μέχρι την ενηλικίωση. Από το πιο άτσαλο ωράριο στο πιο πρωινό ξύπνημα. Στο πρώτο πετυχημένο ραντεβού με το καλοκαίρι.
Ο Γιώργης κοιτάζει μέσα από το τζάμι του παραθύρου που έχει πάρει πίσω τη χαμένη του γυαλάδα και ο αντικατοπτρισμός των καταπράσινων φύλλων σχηματίζει τη μορφή του παππού. Χαμογελάει περήφανος. Αποστολή εξετελέσθη. Η πληρότητα βρίσκει τον νεαρό παραλήπτη της κάπου ανάμεσα στις φρεσκοφυτεμένες ντοματιές. «Ευχαριστώ, παππού». Και συνεχίζει.